Μάριος Μιχαηλίδης, «Των ενυπνίων», εκδόσεις Νίκας, 2021.

Ο Μάριος Μιχαηλίδης, Κύπριος λογοτέχνης που ζει και δημιουργεί εδώ και δεκαετίες στην Αθήνα, έχει πλούσιο συγγραφικό έργο με έξι ποιητικές συλλογές και ισάριθμα πεζογραφήματα στο παλμαρέ του. Έχω την αίσθηση ότι η πεζογραφική του ιδιοσυγκρασία μάλλον υπερισχύει ακόμα κι όταν γράφει ποίηση. Αυτή την επίγευση μου άφησαν τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην τελευταία του συλλογή «Των ενυπνίων». Και δεν αναφέρομαι κατ’ ανάγκη στο δεύτερο μισό της συλλογής που αποτελείται από πεζόμορφα ποιήματα. Πιστεύω πως η αισθητική φινέτσα του Μ.Μ. όπως αναδεικνύεται μέσα από τους στίχους του, ακριβώς, παραπέμπει στην πεζογραφική του διάσταση και υπόσταση.

Η υπό παρουσίαση συλλογή διακρίνεται από θεματολογική, υφολογική και στιλιστική ομοιογένεια. Μια ομοιογένεια που ανιχνεύεται και ξεπροβάλλει μέσα από ένα πλέγμα σκηνοθετικής δόμησης των ενυπνίων, δηλαδή των ονείρων και γενικά των ονειρικών καταστάσεων, ενδεχομένως και των οραματισμών.

Από την άλλη, η αποφθεγματικότητα, η ελλειπτικότητα, η αφαιρετικότητα, η λιτότητα, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά απόδειξη στιχουργικής δεινότητας. Με δυο λόγια, ως αναγνώστες, έχουμε μπροστά μας ανάγλυφη ωριμότητα ποιοτικής έμπνευσης, φαντασίας και αισθητικής πραγμάτωσης. Ιδού ένα δείγμα σύμπτυξης, συμπύκνωσης, λακωνικότητας. Με δυο λόγια, ένα δείγμα ποιητικής ενάργειας: «Στις τέσσερις άκρες μιας σελίδας / Μετράς χίλιους έρωτες, / Όπως στο πρώτο δάκρυ / Από τα μάτια της / Μέτρησες ολάκερη ζωή». (σελ. 14)

Η πρόσμιξη της ποιοτικής με την ερωτική θεματική είναι προσφιλής πρακτική πολλών ποιητών, καθώς αμφότερες προσλαμβάνονται ως ύψιστες μορφές δημιουργίας. Συχνά το ποίημα ενέχει χαρακτήρα ερωτικού προϊόντος, αλλά και αντιστρόφως, ο έρωτας ενέχει χαρακτήρα ερωτικού προϊόντος, αλλά και αντιστρόφως, ο έρωτας ενέχει χαρακτήρα ποιοτικής πραγμάτωσης. Αυτή την έφεση, πιστεύω ότι επιδεικνύει και ο Μ.Μ. σ΄ αυτή τη συλλογή, κυρίως στο πρώτο μέρος.

Γενικά, οι ποιητολογικές αναφορές του Μ.Μ. είναι έμφορτες από φαντασία, εικονοποιϊα, πλούσια ηχοχρώματα, μα και προγραμματική, ενοραματική διάθεση: «Και οι ιεροφάντες ποιητές αναζητούν / εξαίσιους ήχους ποντοπόρους / Μιας θαλάσσης πολυφλοίσβιο / Να τους πάει αντίκρυ». (σελ. 28)

Ο Μ.Μ. είναι λεξιθήρας με λόγια χροιά, υποβλητική και επιβλητική. Προσδίδει έτσι στους στίχους του αριστοκρατική φινέτσα, ενίοτε όμως και πόζα, ενδεχομένως αχρείαστη. Αυτό το ιχνοστοιχείο εντόπισα, έστω σπάνια, αλλά οφείλω εντίμως να το καταγράψω. Ένας ποιητής δεν μπορεί παρά να γοητεύεται από τις λέξεις, αλλά ταυτόχρονα είναι και γητευτής των λέξεων.

Αφού μιλούμε όμως για την ποιητική του Μ.Μ. είναι ώρα να αναφερθούμε και στην διακειμενικότητά του, που είναι ευρεία και πολυεπίπεδη: «Τότε / Διονύσιε είπα στον Σολωμό / Βρέξε μας τα χείλη με βερντέα…». (σελ. 24) Εδώ όλο το ποίημα αναβλύζει ζακυνθινούς χυμούς, ως αισθητική πραγματεία επί του έργου του εθνικού μας ποιητή.

Από την άλλη, η καβαφότροπη μανιέρα δεν είναι ξένη στον Μ.Μ. Και την αφήνει να αχνοφέγγει αραιά και που. Δεν συνδιαλέγεται με τον μεγάλο Αλεξανδρινό, μόνο συνολικά και σωρευτικά. Συνομιλεί και με χωριστά ποιήματά του: «Μυρτίας τ’ όνομα μου / Τώρα ανδρειωμένος με θεωρία και γνώση / Γέρος πια στη χώρα μου επέστρεψα / Μα ίχνος κανένα / Πτολεμαίων ή Σελευκιδών». (σελ. 29)

Στο πεζόμορφο μέρος της συλλογής ιχνηλατούνται ευκρινώς ποιητολογικές αναφορές στον Καρυωτάκη και όχι μόνο σε αυτόν. Την ίδια ώρα, ο Μ.Μ. προσλαμβάνει, σημασιολογεί την ποίηση ως αιώνια μάχη: «…οι ποιητές φροντίζουν, ώστε τα δικά τους αμαλγάματα να φέρουν τα εχέγγυα μιας αιωνίου ιαχής που διασπείρει σημεία στίξεως στο υπερπέραν…». (σελ. 45)

Στο πεζόμορφο μέρος του βιβλίου ο Μ.Μ. προσφεύγει στις κυπριακές του καταβολές, αντλώντας έμπνευση από τον αλυτρωτισμό της εποχής της ελληνικής επανάστασης του 1821. Ας μου επιτραπούν κάποιοι αδροκομμένοι και ίσως αδόκιμοι όροι. Ο κυπριωτισμός του Μ.Μ. είναι άκρως ελλαδοκεντρικός. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο ποιητής ζει μόνιμα στην Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες: «Παντιέρες περσικές πλατάγιζαν στη χαίτη του πελάγου και μαζί γαλέρες γενοβέζικες κι αρμάτες τουρκικές. Και τότες το πέλαγο εθεοκρούστη και γίνηκε καταποτήρας που τους ρούφηξεν όλους εξόν από εκείνο το τρικάταρτο που έλαμνε γοργά μες στου γιαλού τα πλάτη και ακόμα γοργολάμνει το σκαρί που το λαλούν Ελλάδα…». (σελ. 34)

Στον επίλογο του βιβλίου ο Μ.Μ. επιστρέφει στη στιχουργική δόμηση της συλλογής μ’ ένα άσμα υμνητικό, δοξαστικό, φωτεινό και κρυστάλλινο για την Άνοιξη, το γαλάζιο, το φως και την ελπίδα. Το καταληκτικό ποίημα θεωρώ πως είναι το πιο αισιόδοξο και το πιο δυναμικό της συλλογής. Είναι διαυγές και ευκρινές όσο κανένα άλλο μέσα στο βιβλίο. Δεν αφήνει περιθώρια σε αμφισημίες και πολυσημίες και παράλληλα διακρίνεται και με μια οπτιμιστική βεβαιότητα. Παραθέτω ένα ενδεικτικό απόσπασμα, ως κατακλείδα σ’ αυτή την παρουσίαση: «Και μικρών αγγέλων εικόνες / Τα φτερά πλαταγίζοντας / Μια μαγεία ψιθύρων απλώνεται / Την ώρα που λέξεις αθώες μυστικά / Ριπίζοντας ανάγλυφα μετώπες και περιστύλια / Γνέθουν το υφάδι μιας πρωτότοκης αθωότητας / Η Ερατώ, ο Φοίβος, η Ισμήνη / Ο δυόσμος, το θυμάρι, η ρίγανη / Και παραδίπλα των δασκάλων η  ψυχή». (σελ. 49)

g.frangos@cytanet.com.cy