Πενήντα χρόνια τώρα όλοι μιλούμε για επιστροφή. Οι πρόσφυγες, οι μη πρόσφυγες, αυτοί που γεννήθηκαν απ’ εκεί, στους κατεχόμενους τόπους, αυτοί που γεννήθηκαν απ’ εδώ, στις ελεύθερες, όπως τις ονομάζουμε, περιοχές, από πρόσφυγες προγόνους κι αυτοί που γεννήθηκαν από μη πρόσφυγες προγόνους.

Έτσι η λέξη ή, καλύτερα, ο όρος επιστροφή, παίρνει διαφορετικό νόημα στην κάθε περίπτωση, για κάποιους συμβολικό, για άλλους κυριολεκτικό, με όλες τις διαβαθμίσεις του στην κάθε περίπτωση. Πέρα από αυτά, το περιεχόμενο του όρου αλλάζει όσο περνά ο χρόνος, όσο παγιώνονται τα τετελεσμένα της κατοχής, αλλά και όσο οι γενιές που βιώσαν τα γεγονότα εναλλάσσονται. Έτσι ο όρος επιστροφή παίρνει διάφορες αποχρώσεις, μεταφέρει διαφορετικά μηνύματα.

Για όσους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα κατεχόμενα μέρη η επιστροφή έχει κυριολεκτική σημασία: Επιστροφή εκεί απ’ όπου μας έδιωξαν, στον τόπο προς τον οποίο οι δρόμοι είναι κλειστοί, στην κατεχόμενη γη, στην εγκαταλειμμένη πόλη, στο εγκαταλειμμένο χωριό, στο σπίτι, στο περιβόλι, στον τόπο, ορεινό ή θαλασσινό, στις τοπικές εκδηλώσεις ή στα θρησκευτικά και αρχαιολογικά μνημεία, που το καθένα έχει τη δική του σφραγίδα, στον τρόπο που μεγάλωσαν και σε όλα όσα επένδυσαν στη ζωή τους.

Αλλά, χωρίς να το συνειδητοποιούν πολλές φορές, έχει και μια μεταφορική σημασία: Επιστροφή σε μια άλλη εποχή, που στη φαντασία μας αποχτά μια μυθική διάσταση, επιστροφή στα νεανικά μας χρόνια, που όσο περνά ο καιρός τα εξιδανικεύουμε όλο και περισσότερο. Ονειρευόμαστε την επιστροφή σε πράγματα στα οποία δεν υπάρχει επιστροφή, αφού η πορεία του χρόνου είναι αμείλιχτη και η ζωή μας οδηγεί  πάντα μπροστά, σε άλλους δρόμους.

Για τους νεότερους, που γεννήθηκαν στην προσφυγιά από πρόσφυγες προγόνους, σημαίνει επιστροφή στον τόπο για τον οποίο άκουσαν ιστορίες, περιγραφές, αφηγήσεις και άλλα, που τον κάνουν να μοιάζει μ’ ένα επίγειο παράδεισο: Το ωραίο τοπίο, η αρμονική ζωή, ο σεβασμός του ενός προς τον άλλο, έτσι όπως έχουμε την τάση να ωραιοποιούμε τα πράγματα και τις ιστορίες του παρελθόντος. Σημαίνει ακόμη τη σύνδεση με τις ρίζες τους, από τις οποίες έχουν αποκοπεί βίαια. 

Πέρα απ’ αυτά, για όλους, αλλά περισσότερο για όσους δεν έχουν προσφυγικό παρελθόν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η λέξη επιστροφή σημαίνει τη λύση του κυπριακού προβλήματος και την επανένωση του τόπου, την επιστροφή σε μια ομαλότητα, σε ειρηνικούς καιρούς, με  ειρήνη και ασφάλεια. Έτσι, στην πορεία του χρόνου, με τα τετελεσμένα που δημιουργούνται, με τους κινδύνους που συσσωρεύονται για το μέλλον του τόπου, η λέξη επιστροφή τείνει να σημαίνει το ίδιο πράγμα ή, μάλλον, τα ίδια πράγματα, τόσο για τους πρόσφυγες, όσο και για τους μη πρόσφυγες, την επανένωση του τόπου, το πέρασμα σε μια νέα ειρηνική περίοδο για τον τόπο.

Έρχομαι τώρα στη δική μου διαχρονική βίωση και πρόσληψη των πραγμάτων, όπως αυτή καταγράφηκε μέσα σε στίχους στη διάρκεια των χρόνων.

Ανήκω, λοιπόν, σ’ αυτούς που γεννηθήκαν και μεγάλωσαν σ’ ένα χωριό, που περπάτησαν ξυπόλυτοι στους δρόμους, έπαιξαν μπάλα στις γειτονιές του, μάζεψαν φρούτα από το περιβόλι της οικογένειας, κυνήγησαν πουλιά στους γύρω λόφους, συμμετείχαν σε γιορτές και πανηγύρια, άκουσαν τις νύχτες από γιαγιάδες και παππούδες παραμύθια για φανταστικά δαιμόνια, που τους γέμιζαν με τρόμο και ερχόντουσαν να ταράξουν τον ύπνο τους τις νύχτες, που διάβαζαν τα μαθήματά τους στο φως της λάμπας πετρελαίου, με τον καπνό από το φυτίλι να εισχωρεί στη μύτη τους και να καίει το λαιμό τους, που έζησαν στα παιδικά τους χρόνια τον αγώνα του 1955 – 1959 και ένιωσαν περηφάνια για τους ήρωές τους που αγωνίστηκαν για την ελευθερία του τόπου, έκλαψαν τους θανάτους δικών τους προσώπων, βίωσαν τη φτώχια, τις δυσκολίες και τις απογοητεύσεις που έφερνε η ζωή.

Ανήκω και σ’ αυτούς  που στις δεκαπέντε Ιουλίου του 1974 έζησαν το πραξικόπημα και βρέθηκαν στο στόχαστρο των πραξικοπηματιών και που στις είκοσι Ιουλίου, με την έναρξη της τουρκικής εισβολής κλήθηκαν, ως έφεδροι να υπηρετήσουν στο μέτωπο και έζησαν όσα μπορούν να συμβούν όταν πέφτουν οι σφαίρες και εκρήγνυνται οι βόμβες. 

Όλα αυτά σημαδεύτηκαν, ακόμη, από το γεγονός ότι στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1974 απολύθηκα από το στρατό κι έφυγα για να συνεχίσω τις σπουδές μου στη Μόσχα αφήνοντας τον τόπο σε μια κατάσταση διάλυσης, με τους πρόσφυγες σκορπισμένους εδώ κι εκεί, μεταξύ των οποίων και οι δικοί μου, να κοιμούνται σε αντίσκηνα, σε γκαράζ, αποθήκες, όπου έβρισκαν τόπο, με τους συγγενείς των αγνοουμένων να τους αναζητούν ρωτώντας δεξιά και αριστερά αν τους είδε κανείς, με τους ανθρώπους που έχασαν δικούς τους να τους μοιρολογούν και να ρωτούν ένα αναπάντητο γιατί.

Έτσι έφυγα στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1974, για να συνεχίσω τις σπουδές μου στη Μόσχα. Έφυγα ενώ όλα ήταν ακόμη ζεστά, φορτωμένος με εικόνες και μνήμες πρόσφατες, αλλά και διαχρονικές, που με έπαιρναν πίσω στο εγκαταλειμμένο χωριό, στο εγκαταλειμμένο σπίτι, στους ανθρώπους του μόχθου και της βιοπάλης.

Η αυλή μας στο χωριό τις νύχτες με το ολόγιομο φεγγάρι να κρέμεται από πάνω της ερχόταν στη μνήμη μου φορτωμένη με εικόνες από το παρελθόν, οι οποίες έσμιγαν με το παρόν, με τις εικόνες και τις εμπειρίες του πολέμου και της καταστροφής που κουβαλούσα μέσα μου, ξυπνούσαν μνήμες και όνειρα που χάθηκαν:

Ένα μεγάλο κυπαρίσσι στη μέση της αυλής

αγκίστρωνε στο πέρασμά του το φεγγάρι.

Υπάρχουν ελπίδες, μας είπαν, να είναι ζωντανοί,

αδήλωτοι αιχμάλωτοι σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης

ή σε κάποια κάτεργα ουρανίου κι ίσως μια μέρα να γυρίσουν.

Υπάρχουν ελπίδες να ζουν, να εργάζονται,

να βιάζονται να σταθούν στην ουρά για το συσσίτιο,

να δίνουν κουράγιο ο ένας στον άλλο, να τσακώνονται να

          βρίζονται.

Υπάρχουν ελπίδες πως κι εμείς

θα χαιρετίσουμε μια μέρα τη θάλασσα

με την παλιά γνωστή χειρονομία, κοιτάζοντάς την άπληστα…

Θ΄ αποφύγουμε το θάνατο σ΄ ένα πόλεμο,

τα δηλητηριώδη αέρια, τη ραδιενέργεια…

Το χαράκωμα στη μέση της αυλής

ήταν επικίνδυνο ακόμα και στις απλές βόμβες 

και σαν έγερνε η σκιά του κυπαρισσιού

ήταν εκτεθειμένο στο φεγγάρι…

……………………………………….

Θυμούμαι, πίσω στην πατρίδα,

σαν πανιά των καραβιών στημένες οι σκηνές μέσα στον κάμπο

κι ανάμεσά τους ο παππούς σαν τη Γοργόνα

όλο ρωτούσε: “Ζει;…”

Και ποιος έτσι και ποιος αλλιώς:

“Ζει, του λέγαν,

καθώς ταξίδευε το στερνό του ταξίδι.

Και όσο περνούσε ο καιρός ερχόντουσαν άλλες εικόνες, άλλα γεγονότα. Θυμόμουν μια σκηνή με τον ήρωα του άλλου αγώνα, τον Γρηγόρη Αυξεντίου, να περνά με το ποδήλατό του έξω από το σπίτι μας με τα αθλητικά του ρούχα, καθοδόν προς το γήπεδο του χωριού για προπόνηση στο ποδόσφαιρο, να ελαττώνει ταχύτητα και να χαιρετά να τη μάνα μου, ενώ εγώ καθόμουν στο πεζούλι μπροστά στη πόρτα και κοίταζα. Και καθώς η εικόνα αυτή ερχόταν στο μυαλό μου, θέλησα να μιλήσω μαζί του, να του πω για την τραγωδία του τόπου, για τον οποίο αγωνίστηκε κι έδωσε τη ζωή του: 

Ξέρεις, τώρα πια το χωριό δεν υπάρχει, ή μάλλον

υπάρχει σκορπισμένο εδώ κι εκεί και συρρικνώνεται ολοένα.

Πήρε μαζί του όσα μπόρεσε και πολλά έκρυψε στη γη

και στα θεμέλια των σπιτιών για το γυρισμό.

Όμως ό,τι έκρυψε το ’χασε, κι αυτά που πήρε

αποδείχτηκαν αδύναμά χωρίς τη γη κάτω απ’ τα πόδια του,

δίχως τα θεμέλιά του, πελεκημένα από γενιά σε γενιά.

Είναι δύσκολη η κατάσταση, Γρηγόρη, και το

βλέπεις πιο πολύ στα πρόσωπα των γονιών μας

που φεύγουν ένας ένα σ’ άλλη γη

αφήνοντας άδειους τους τάφους των πατέρων τους.

Εδώ που φτάσαμε θέλει δύναμη και αγώνα 

να κρατάς το χωριό ζωντανό,

να μην το ξεχνάς, να μη σε ξεχνά,

να το μεταφέρεις στους νεότερους και τους κάνεις να ελπίζουν

και να ελπίζουν πιστεύοντας κι όχι από συνήθεια.

Τι να σου πω, ο κίνδυνος είναι μεγάλος

γιατί πατρίδα είναι η γη ανάμεσα στη θάλασσα

με τα βουνά, τα δάση και τα σπίτια των ανθρώπων.

Πάνω απ’ όλα είναι οι άνθρωποι που κατοικούν,

που σπέρνουν και θερίζουν…

Τα χρόνια περνούν, αλλά η μνήμη επιμένει να σε γυρίζει πίσω, στον τόπο, στη γη, στο σπίτι, να επανέρχεται στα ίδια πράγματα, να προσπαθεί να τα δει και να τα φωτίσει από μια άλλη σκοπιά. Και αυτό γίνεται, στο τέλος, ένα ταξίδι αυτογνωσίας:

Χώμα θεμέλιο της πατρίδας μου,

θεμέλιο του σώματος, του νου και της ψυχής μου.

Στο χώμα τούτο ρίζωσε το σπίτι μου

περπάτησαν οι πρόγονοί μου

ένας-ένας γυρίζοντας μέσα του,

αφήνοντας την ψυχή τους μέσα στους τοίχους των σπιτιών,

μέσα στις πέτρες και τα δέντρα,

μες στον αγέρα, στη σιωπή και σ΄ όλους τους ήχους.

Είναι τόσα πολλά που δεν έχω δίχως τούτο το χώμα.

Ούτε τα παιδικά μου δάκρυα δεν έχω,

ούτε τις πέτρες και τ΄ αγκάθια

που μου τρυπούσαν τα ξυπόλυτα πόδια,

τα δέντρα που μου κατέβαζαν το θεό,

τους δρόμους που περπάτησαν τόσοι ήρωες των μύθων μου,

τόσοι εχθροί και φίλοι.

Τα πράγματα δεν έχω που πρώτα ονόμασα κι έμαθα να μιλώ,

τους τάφους που πάνω τους γονάτισα αναζητώντας το θεό…

Η μνήμη οδηγεί κα σε άλλες ιστορικές τραγωδίες, άλλες απώλειες. Οδηγεί στην προσφυγιά που βίωσαν οι Μικρασιάτες το 1922, συνδέει έμμεσα τα γεγονότα, χωρίς να τα αναφέρει ονομαστικά αλλά είναι όλα παρόντα, ως μια επανάληψη της ιστορίας. Η ζωή  των ανθρώπων που αποκόπτεται από τη ρίζα: 

Τώρα ξέρουμε πολύ καλά πως όλοι εκείνοι που ρίχτηκαν

              μες στα καράβια

είτε φύγανε βιαστικά μ’ ένα μπόγο στον ώμο

ο μόνος πλούτος που έπαιρναν μαζί τους ήταν τα παιδιά,

αυτά που κλάψανε κάτω από την πατρική στέγη,

που είδανε το φως να κατεβαίνει απ’ το παράθυρο

και να ξαπλώνει στα μικρά κρεβάτια τους,

που ανέβηκαν ως τα πιο ψηλά ακρόκλαδα του δέντρου

κυνηγώντας των ώριμο καρπό.  Αυτά τα παιδιά

που πρωτάκουσαν το παραμύθι πάνω στις πέτρες της αυλής 

            τους

αναγνωρίζοντας τον πρώτο σχηματισμό των άστρων.

Ο πιο μεγάλος πλούτος και η πιο χειροπιαστή ελπίδα

να ζήσουν πιο πολύ, να κρατήσουν πιο πολύ,

να συνεχίσουν να υπάρχουν

και να υπάρχουν ελπίζοντας,

ήτανε αυτά τα παιδιά.

Μας θυμίζει διαρκώς τον τόπο και η θέα του Πενταδακτύλου όταν μετά τις κυριακάτικές μας εξόδους επιστρέφουμε στη Λευκωσία και τον βλέπουμε μπροστά μας, στο βάθος του ορίζοντα, μέσα στο φως του δειλινού που πέφτει πάνω από τη μοιρασμένη Λευκωσία.

Μισά τα σχέδια των κυριακάτικων μας εξόδων.

Φεύγουμε πάντα για το νότο

κι επιστρέφουμε σε μια Λευκωσία που αδρανεί

κοιτάζοντας τον Πενταδάκτυλο

μες στο λιλά του δειλινού…

Κι έτσι όπως σε κοιτάζω και με κοιτάζεις,

Πενταδάχτυλε,

περιπλανιέμαι ανάμεσα στις κορφές σου

με το δικό μου παραμύθι.

Διαβαίνω στην αντίπερα όχθη και βυθίζομαι

σε χρόνους άλλους,

σε μέρες που η θάλασσα άνθιζε χαμόγελα,

σε άλλες τραγωδίες,

σε άλλες εξάρσεις…

Και στα παιδιά που όλο ρωτούν γι’ αυτό το τείχος

λέω ένα παραμύθι

με τον καλό, με τον κακό

κι αυτό που πάντα γίνεται στα παραμύθια,

πώς το καλό θριαμβεύει

κι ο ήρωας μπαίνει στο παλάτι,

είτε,

φέρνει την τελευταία στιγμή

τα’ αθάνατο νερό

και το νερό της μνήμης.

Ύστερα από είκοσι εννιά χρόνια που ήταν κλειστά, ανοίγουν τα οδοφράγματα. Μπορούμε να επισκεφτούμε τα χωριά μας, τις πόλεις, τα σπίτια μας. Ύστερα από κάμποσους δισταγμούς αποφασίζουμε να πάμε στο χωριό, στο σπίτι. Και τότε όλα ανατρέπονται. Αυτό που βλέπουμε σκοτώνει τη μνήμη που κρατούσαμε τόσα χρόνια μέσα μας, σκοτώνει το όνειρο και μας προσγειώνει σε μια πικρή πραγματικότητα. Δεν βρίσκουμε το χωριό που ξέραμε, που κουβαλούσαμε μέσα στη μνήμη και βλέπαμε στα όνειρά μας. Μας φαίνεται ξένο.  Και το τραγούδι βγαίνει από μέσα μας πικρό:

Στους τοίχους του χωριού

μισοδιαβάζονται ακόμη τα παλιά συνθήματα,

προβάλλουν οι σκιές αυτών που  ΄φύγαν:

Στο δεξιό σωματείο ο Χατζηκώστας,

στο κεντρώο ο Σουρουλάς,

στο αριστερό ο Κολάνης.

Ο Αυξεντίου άγαλμα στην πλατεία,

ο Μιχάλης Πέτρου ένας  στιγματισμένος νεκρός

κι ο Λιασίδης ένας αλλόκοτος ποιητής

που μεταθανάτια επιστρέφει.

Κανένας δεν υπάρχει πια. Έρημος ο δρόμος,

γεμάτος με χαλάσματα σπιτιών

που τριάντα χρόνια τώρα όλο πληθαίνουν.

Κομμένο σύρριζα το κυπαρίσσι

των παιδικών μου χρόνων

ανεβαίνει ευθυτενές τη νύχτα

μες στον ύπνο μου φορτωμένο

πουλιά και τραγούδια άλλων εποχών,

όταν η ποίηση ήταν σημαία

και λάβαρο και θυμίαμα και μοιρολόι.

Τώρα πηγαίνω επίσκεψη σαν ξένος.

Άλλα μνημεία τώρα με υποδέχονται,

άλλα συνθήματα φωνάζουν.

Στρίβει και πάλι αδίστακτα και φονικά

η ιστορία.  Εκεί στα ίδια σπίτια

γράφουν ποιήματα ο Γκουργκέντς και ο Ζιενάν.

Κοιτάζω  γύρω, αμνήμονα μνημεία,

στομφώδη, υπερφίαλα,

τσιμπούρια στο σώμα του μέλλοντος

να σκοτώνουν καθημερινά τη μνήμη.

Κοιτάζουν πίσω και θέλουν

να προχωρούν μπροστά.

Ο χρόνος δολοφόνος του ονείρου,

τελειώνει ο καιρός.  

Φεύγουν οι άνθρωποι που θυμούνται,

έρχονται άλλοι που δεν ξέρουν.

Αλλά και το ίδιο το σπίτι δεν είναι το ίδιο. Είναι άλλο. Η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη, ο χρόνος αμείλιχτος. Μόνο στο βάθος της μνήμης μένουν όλα ακέραια, καθαρά, με όλα τα χρώματα και το φως τους:

Μπήκα ξανά, ύστερα από χρόνια, στο παλιό μου σπίτι. 

Τίποτε δεν βρήκα από τα πράγματα που γνώριζα:

τα παλιά έπιπλα, την εκατοντάχρονη κασέλα

με τα σκαλιστά περίτεχνα φυτά και τα πουλιά,

με τις ημερομηνίες γέννησης 

και τα ονόματα τριών γενεών ίσα με το δικό μου, 

γραμμένα στου καπακιού το μέσα μέρος,

τη βιτρίνα με τις γιορτινές φωτογραφίες

προγόνων ντυμένων τα καλά τους, τη σουβάντζα

με τα παλιά διακοσμημένα πιάτα και τα γυαλικά,

τα κάδρα από κουκούλια μεταξιού στους τοίχους…

Δεν βρήκα ούτε τους ανθρώπους: τη μάνα 

να ζυμώνει το ψωμί στο πίσω δωμάτιο, τον πατέρα 

να μπαινοβγαίνει με τα γεωργικά του εργαλεία,

τον παππού να κάθεται στον ήλιο μετρώντας τον χρόνο

στις χάντρες ενός παλιού κομπολογιού,

τα μικρότερά μου αδέλφια να παίζουν στην αυλή, 

τα πουλιά να τραγουδούν 

μέσα στα πυκνά κλαδιά του κυπαρισσιού.

Μήτε το φως, μήτε τις μυρωδιές δεν βρήκα

του φρεσκοψημένου ψωμιού 

και του αχνιστού γάλακτος.

Μόνο όταν αποχαιρέτησα 

τους νέους κατοίκους κι έφυγα,

όλα τα παλιά πράγματα, όλα τα πρόσωπα,

πήραν ξανά τις θέσεις τους και με ακολουθούσαν,

μαζί με το ίδιο το σπίτι.

Έτσι, όπως με ακολουθούν πενήντα χρόνια τώρα

στους δρόμους που περπατώ 

του τόπου και του κόσμου.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, μια επιστροφή. Υπάρχουν πολλές επιστροφές, που όσο περνά ο καιρός και όσο φεύγουν οι άνθρωποι που θυμούνται, τείνουν να πάρουν ένα ένα κοινό νόημα: την επανένωση του τόπου και την είσοδό μας σε μια νέα, ειρηνική εποχή, την ανακάλυψη ξανά του κατεχόμενου τόπου μας. 

Ελεύθερα, 21.7.2024