Αντιγόνη του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Ούλριχ Ράσε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.

Η Αντιγόνη του Σοφοκλή, το κατά τη γνώμη μου οικουμενικότερο έργο της δραματουργικής σκέψης, είναι ένα κείμενο πυρηνικό, ηθικό, αδυσώπητα πολιτικό. Κάθε του ανάγνωση οφείλει να σέβεται την πολυσημία του και να αναμετράται με το βάθος της τραγικότητάς του. Όταν προσεγγίζεται ξώπετσα, η ταλάντωσή του δεν συνιστά ρήξη ή ανανέωση, αλλά μάλλον απορρύθμιση. Όταν δε επιχειρείται να τοποθετηθεί και στην προκρούστεια ρετσέτα μιας μάλλον εξαντλημένης σκηνοθετικής πατέντας, το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο.

Ο Ούλριχ Ράσε θέλησε να εγκαταστήσει την Αντιγόνη σε μια από τις χαρακτηριστικές κυκλοτερείς, συνεχώς περιστρεφόμενες πλατφόρμες του με τη φιλοδοξία ότι μπορεί να σταθεί. Το «ακούω». Βάση όμως της πρότασής του είναι οι πτυχές του μηχανικού θεάτρου του και όχι το κείμενο, όπως το μετέφρασε ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος.

Τίποτα δεν απαγορεύεται, οι αρχαίες τραγωδίες δεν είναι ξόανα. Κουβέντα να γίνεται. Εξ ου και το αποτέλεσμα αυτομάτως συγκαταλέγεται στην κατηγορία των «ωφέλιμων ανυπόφορων» παραστάσεων. Αυτές που είναι φτιαγμένες για να εντυπώνονται στη μνήμη και να συζητιούνται. Αλλά, επίσης, για να προβοκάρουν κι όχι για να ερεθίζουν.

Η τραγωδία δεν είναι επιτέλεση. Είναι το απόσταγμα, το τίμημα της ανθρώπινης συνείδησης. Κι αυτό δεν αποτυπώνεται με κύκλους και συντονισμένα βήματα. Απαιτεί ρήξη. Η συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, που παρουσιάστηκε αποκλειστικά και μόνο για τρεις παραστάσεις στο κοίλο του Αργολικού Θεάτρου, υπήρξε ταυτόχρονα υπόδειγμα τεχνικής αρτιότητας και αισθητικής υπεροψίας.

Η ομοιομορφία του κινησιολογικού πλαισίου, η κατανυκτικότητα και η γεωμετρία των φωτισμών και του ηχητικού τοπίου, η ευγλωττία της καλλιτεχνικής θέασης του σκηνοθέτη, συνέβαλαν στην οπτικά αρεστή τεχνουργία. Οι ηθοποιοί εργάστηκαν με αυταπάρνηση με βάση μια σκηνική γλώσσα που δεν κατέχουν, κάτω από ένα εντελώς απαιτητικό σκηνοθετικό πλαίσιο· και πρέπει να τονιστεί η αξιοθαύμαστη επαγγελματική τους επίδοση.

Το χάιδεμα του ματιού και του αυτιού, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Από ένα σημείο και μετά, η τέρψη γίνεται ενόχληση. Για να μην πω μαρτύριο. Όταν η πρόταση εξαντλείται στη δημιουργία μιας αναπαράστασης– project κι όχι στο να θέτει ζωτικά ερωτήματα, τότε μετατρέπεται σ’ ένα εντυπωσιοθηρικό μοστράρισμα, που δεν (ανα)παράγει το τραγικό.

Από τις πρώτες στιγμές, η πρόθεση είναι σαφής: μια μανιώδης μηχανή που δεν σταματά. Η σκηνή θυμίζει ιεροτελεστικό διάδρομο. Οι ηθοποιοί κινούνται αέναα, συντονισμένα, μηχανικά. Δεν υποδύονται· εκτελούν, υποταγμένοι στο σύστημα Ράσε. Ακολουθούν ένα αλγοριθμικό τροπάριο ερμηνείας που ακυρώνει τις αποχρώσεις του έργου.

Η σκηνική γλώσσα επανέρχεται μονότονη, αποχαυνωτική, αρχιτεκτονικά αυστηρή και λειτουργικά καταναγκαστική. Μια μνημειακή, απολυταρχική φόρμα που στραγγαλίζει την ουσία και δεν αφήνει περιθώρια ούτε για συγκίνηση, ούτε για αμφιβολία, ούτε για αντιστάθμιση, ούτε για κάθαρση. Ο Γερμανός σκηνοθέτης μοιάζει να αναζητεί τον γενετικό κώδικα του τραγικού. Τη δομή του, όχι τη φλέβα του. Το νόημα αντικαθίσταται από το σχήμα. Έτσι, η αισθητική του αποτελέσματος παραπέμπει σε στρατιωτική παρέλαση: πειθαρχία, ακρίβεια, ομοιομορφία. Αλλά είναι επίσης ένα αποτέλεσμα αποπνικτικό.

© Ελένη Κατρακαλίδη

Παρά το γεγονός ότι οι παραστάσεις ήταν sold out, ήδη από την πρώτη ώρα- τουλάχιστον το Σάββατο 28 Ιουνίου που ήμουν εκεί- παρατηρήθηκαν μαζικές αποχωρήσεις. Θεατές, ειδικά από τα άνω διαζώματα που έβλεπαν απλώς μια μαύρη μάζα σε αδιάλειπτη κίνηση, εγκατέλειπαν την εμπειρία. Το θέατρο, ιδιαίτερα στην Επίδαυρο, απαιτεί μέθεξη. Όταν το κοινό αισθανθεί ότι αποκλείεται από τη διαδικασία, αντιδρά. Η αποχώρηση, ειδικά στον συγκεκριμένο χώρο, είναι η πιο ειλικρινής μορφή κριτικής.

Ο Ράσε έστησε στην Επίδαυρο έναν αδηφάγο, ρυθμικά δομημένο, μελωδικό κινητήρα, επικουρούμενο με ζωντανή μουσική από εκτελεστές σε εξέδρες πίσω από το ομόκεντρα περιστρεφόμενο μαύρο βάθρο. Ο αδιάκοπος βηματισμός, η αδυσώπητα δομημένη ρυθμικότητα που τείνει προς μια στρατιωτική τελετουργία, η συντριπτική οπτική πυκνότητα, η ακραία σωματική ένταση, όλα αυτά μετατρέπουν σε πρώτο επίπεδο το δραματικό σώμα σε μια «αποστειρωμένη» αρχιτεκτονική εικόνα. Η αισθητική του είναι απόλυτη κι έτσι, μοιραία, καταντά απωθητική. Διότι αντί να ανοίγει ρωγμές στο ανθρώπινο άλγος, το επαλείφει με καταπραϋντικές φιοριτούρες. Αντί να αναζητά, περιορίζεται στο να υποδεικνύει.

Ο λόγος αποδίδεται διαμελισμένος: φράση- φράση, λέξη- λέξη και συχνά συλλαβή- συλλαβή, σαν ένα ξερό ηχητικό μοτίβο. Δεν ξέρω πώς ακουγόταν το 441 π.Χ., αλλά η μετάφρασή του προορίζεται για διάλογο με το σύγχρονο κοινό κι όχι για μια ξύλινη, ηδυπαθή άρθρωση. Αντί για το ρέον δράμα του Σοφοκλή, οι θεατές ακούν ένα κοφτό σύστημα ηχητικών συμβόλων, αποκομμένο από την πνοή του. Ο ρυθμός παύει να είναι μέλος του νοήματος και μετατρέπεται σε εργαλείο καταστολής της δραματουργικής ουσίας.

Η μουσική, το μόνο στοιχείο ίσως που επιτρέπει κάποια πρόσβαση στο συναίσθημα, κινείται σε ηλεκτρισμένα ψυχεδελικά τοπία, δημιουργώντας έναν επαναλαμβανόμενο παλμικό κύκλο που δένει οργανικά με τη σωματικότητα του Χορού και αποπνέει μια τελετουργική ποιότητα. Οι μινιμαλιστικές, αφηρημένες μελωδίες προορίζονται να δημιουργήσουν αλλοιωμένες καταστάσεις συνείδησης.

Λιγότερο έντονες είναι οι ενστάσεις μου σε ό,τι αφορά την προσέγγιση πάνω στον Κρέοντα, που αναδεικνύεται σε απόλυτο πρωταγωνιστή του σχήματος. Η Αντιγόνη παρουσιάζεται ως μια εμμονική, σχεδόν φαντασμένη κινηματίας. Ένας σκηνοθέτης δικαιούται να εστιάσει σε μια συγκεκριμένη οπτική, ακόμη κι αν αυτή φαντάζει ακραία, ανατρεπτική ή ακόμη και απλουστευτική. Αν επιλέγει να φωτίσει την ανθρώπινη πλευρά της εξουσίας, να δείξει τον Κρέοντα όχι ως τέρας αλλά ως τραγική φιγούρα που λυγίζει υπό το βάρος της ευθύνης, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για μια λογική τύπου «Sympathy for the Devil», δηλαδή μια απόπειρα κατανόησης και, ίσως, μερικής εξιλέωσης εκείνου που συνήθως φορτώνουμε μανιχαϊστικά με όλο το βάρος του κακού.

© Ελένη Κατρακαλίδη

Αυτή η στροφή είναι μια θεωρητική επιλογή που θα μπορούσε να επεκτείνει νοηματικά την πρόταση, αν βέβαια συνοδευόταν από τον ανάλογο δραματουργικό μηχανισμό. Όταν, όμως, ο λόγος είναι αυτοεγκλωβισμένος σ’ έναν σχολαστικό φορμαλισμό και μια προβολική δημαγωγία, κανείς δεν μπορεί να εστιάσει στην ανάδρομη σκιά του Κρέοντα. Έτσι, οποιαδήποτε λοξή ανάγνωση δεν προκαλεί εσωτερική σύγκρουση, δεν επιφέρει μια ανάσα αμφιβολίας, αλλά έναν επιφανειακό ισολογισμό. 

Είναι αναμφίβολα χρήσιμο να έρχονται στο φως διαφορετικές προσεγγίσεις, ακόμη κι όταν είναι προβληματικές. Η Επίδαυρος δεν μπορεί να είναι οστεοφυλάκιο παραδοσιακών ερμηνειών. Άλλο πράγμα όμως είναι η ριζοσπαστική ανάγνωση κι άλλο μια ωραιοπαθής υπερκατασκευή που υπονομεύει την ίδια τη σημασία του του αμφίδρομου διαλόγου.

Δεν στέκομαι καν στο γεγονός ότι ο Ράσε παρέλειψε εντελώς κρίσιμες πτυχές και πρόσωπα του έργου, διότι αν δεν το έκανε το «μαρτύριο» θα έφτανε τις 4 ώρες.

Ελεύθερα, 6.7.2025