«O darkdarkdark» σε σύλληψη- χορογραφία Φώτη Νικολάου.

Δεν είμαι χορογράφος, ένας απλός θεατής είμαι, αλλά μπορώ να υποψιαστώ ότι ένας πολύτοκος νους βασανίζεται αρκετά μέχρι να εντοπίσει το χρυσό νήμα που θα οδηγήσει σε μια γόνιμη έξοδο από τον χειμαρρώδη δαίδαλο. Θα ήθελα πολύ να βρίσκομαι με κάποιον μαγικό τρόπο μέσα στο μυαλό του Φώτη Νικολάου τη στιγμή που συλλαμβάνει την ιδέα. Όχι μια οποιαδήποτε ιδέα, αλλά τη συγκεκριμένη ιδέα που κι ο ίδιος γνωρίζει τη στιγμή ακριβώς που σκάει μέσα στο μυαλό του ότι είναι εκείνη που θα ξεκλειδώσει τον γρίφο της επόμενης παράστασης. 

Εκείνη η μαγική στιγμή της σύλληψης, που το τοπίο ξεκαθαρίζει και το κάλεσμα καθίσταται πια διαυγές και συμπαγές, αν μπορούσε να μεταφερθεί στον επηρεαζόμενο θεατή, ενδεχομένως να άνοιγε νέους δρόμους στη σχέση του με τον δημιουργό και το δρώμενο. Φυσικά, αυτό είναι αδύνατο, είναι μια στιγμή που πάντα θα ανήκει 100% στον εμπνευστή της. Από την άλλη, δεν βάζω το χέρι στη φωτιά για τη χρησιμότητα μιας μεταβλητής που ενδεχομένως θα λειτουργούσε ως τυφλοσούρτης για τη λύση του καλλιτεχνικού «γρίφου», στερώντας τη χαρά της διαδικασίας από τον κοινωνό. Κι ένα παραπάνω, μιλάμε για μια πολύ προσωπική στιγμή κι είναι αρκούντως παρακινδυνευμένο και αμφιβόλου τερπνότητας το να σέρνεις τον άλλο στα λαγούμια της ψυχής σου, στα σκοτάδια, τις εμμονές, τα απωθημένα, τα τραύματα, όλα αυτά που σε χαρακτηρίζουν κι από τα οποία αντλείς την έμπνευσή σου. 

Η περίπτωση του «O dark, dark, dark», πάντως, είναι ιδιαίτερη αφού ο Φώτης Νικολάου δεν αντλεί απλώς από τα σκοτάδια του, αλλά τα εκθέτει, αναζητώντας παράλληλα συνάψεις με όσα σκοτίζουν τις ψυχές όλων των ανθρώπων. Δεν είναι τόσο υπερφιλόδοξο όσο ακούγεται αν αναλογιστεί κανείς ότι η αφετηρία μας είναι κοινή και το υπαρξιακό κενό αποτελεί… εργοστασιακή ρύθμιση για το περίπλοκο είδος μας. Υπερφιλόδοξη ίσως να ήταν η προσδοκία ότι ρίχνοντας άπλετο φως στον σταύλο του Αυγεία θα καθαρίσει ο κόπρος που έχει κατακαθίσει στην ψυχή μας. Αυτός όμως είναι ο κρυφός ή φανερός άπιαστος στόχος ζωής σχεδόν κάθε καλλιτέχνη. Και είναι θεμιτός. 

Ο χορογράφος διατείνεται μ’ αυτή τη δουλειά, με την οποία κάνει ακόμη ένα «μετέωρο άλμα» στην πορεία του, ότι σωματοποιεί όσα δεν τολμάμε να πούμε ή να κάνουμε. Σημείο εκκίνησης, φυσικά, είναι όσα δεν τολμά να πει και να κάνει ο ίδιος, γονιμοποιώντας έτσι προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση μια φορτισμένη διαδικασία πάρε- δώσε με τους συνοδοιπόρους του και ειδικότερα με τους ερμηνευτές Ελίνα Καρακώστα, Ρεγγίνα Μαρκίδου, Άννα Νικολάου, Γιάννη Οικονομίδης, Αυγουστίνα Τρίαρου, Κατερίνα Τυλληρίδου, Τζούλη Χαραλαμπίδου και Μπάρτος Πζιμπίλσκι. Αυτό το εύφορο αλισβερίσι είναι εμφανές στο αποτέλεσμα που έφτασε ενώπιον του κοινού, δίνοντας ταυτόχρονα την αίσθηση ότι το τελικό θέαμα δεν είναι παρά προεξέχον κομμάτι ενός πολύμηνου και πυρετώδους εργαστηρίου παραγωγής εικόνων και συναισθημάτων, περιτυλιγμένο μ’ ένα πλέγμα παράλληλων αυτοβιογραφικών αφηγήσεων. Απολαμβάνουμε τη συμπαγή και επιβλητική κορυφή του παγόβουνου και παράλληλα υποψιαζόμαστε το μέγεθος του οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια και το στηρίζει. 

Ο Φώτης Νικολάου δεν απαρνείται τον εαυτό του. Δεν ξεκινά από λευκή κόλλα, δεν επιζητεί παρθενογενέσεις. Κάθε επόμενο «μετέωρο άλμα» είναι προσεκτικό και μελετημένο, πατάει στο στέρεο έδαφος που με κόπο έχει δημιουργήσει εδώ και δύο δεκαετίες. Αυτό, εξάλλου, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ένα καλό άλμα- εκτός φυσικά αν είσαι… ψύλλος. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άλτης εκ του ασφαλούς κι ότι δεν αναζητεί νέες διαδρομές και προκλήσεις, ή ότι δεν σκάβει βαθύτερα. 

Το «O dark, dark, dark» είναι το πιο σκοτεινό αλλά ταυτόχρονα και το πιο φωτεινό έργο του κι αυτή η αντίθεση είναι συνειδητή, ένα εργαλείο κι ένα εγχειρίδιο χρήσης που οδηγεί σε μια ομορφιά που προβληματίζει. Που οδηγεί στο είδος εκείνο της εμπειρίας που μας δίνει το κουράγιο να τραγουδούμε μέσα στον υπόνομο. Εξελίσσοντας την εικαστική του κινησιολογία και βοηθούμενος από το λειτουργικό, εναλασσόμενο, λαβυρινθώδες σκηνικό του ακάματου διδύμου των Έλενας Κοτασβήλι, Αλέξη Βαγιανού, βρίσκει τον καμβά για να ξεδιπλώσει ηλεκτρισμένες αφηγήσεις. Το ωραίο στο μάτι δεν στέκει ξεκρέμαστο από μόνο του, αλλά αγκαλιάζεται από μια αγωνιστική ιεροτελεστία αναζήτησης νοήματος και μελέτης της σύνθετης σχέσης μας με τον υλικό και τον εσωτερικό μας κόσμο. 

Η μουσική των Μohammad δημιουργεί το υπόβαθρο για μια σπλαχνική συναισθηματική ροή και τονίζει την εσωτερική σχέση μεταξύ παλιού και νέου. Κάθε πτυχή της δουλειάς αναβλύζει νοσταλγία, αθωότητα, χιούμορ, υπαρξιακή αγωνία και μια πικρή συναίσθηση ματαιότητας, αλλά και της μικρότητάς μας. Είναι μια εκθαμβωτική αντανάκλαση της ζωής, που ενίοτε ενοχλεί κι ενίοτε ευφραίνει. Ένας αφυπνιστικός εφιάλτης που δοκιμάζει το θάρρος μας απέναντι στις προκλήσεις του τώρα.  

* Δύο επιπλέον παραστάσεις προγραματίζονται στη Λευκωσία στις 10 Ιανουαρίου

Ελεύθερα, 8.1.2023