Ο Σταύρος Λούρας, σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, διαβεβαιώνει ότι το μυστικό της μακροημέρευσης στο σανίδι είναι η αγάπη.

Ο ΘΟΚ του απονέμει το Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου για το έτος 2023, αλλά για τον ίδιο δεν μετράνε τόσο οι διακρίσεις όσο οι στιγμές. Και εννοεί τις στιγμές που συναποτελούν την καθημερινά δοκιμαζόμενη, βαθιά σχέση μεταξύ ηθοποιού και θεατή. Ο δοτικός και ευαίσθητος Σταύρος Λούρας, με τα 50 και πλέον χρόνια πορείας και τους 280 διαφορετικούς ρόλους, αφηγείται τη ζωή και την πορεία του από τα παιδικά του χρόνια μέχρι σήμερα. Διατείνεται ότι κάθε παράσταση, κάθε βραδιά αποτελεί μια νέα αρχή μέχρι τέλους και κάθε ρόλος μια επίμοχθη καταβύθιση. Παράλληλα, εξηγεί γιατί μετά τη συμμετοχή του στη νέα παραγωγή του Θεάτρου Δέντρο με τη μαύρη κωμωδία του Άκη Δήμου «Το κενό αυτοπροσώπως» θα χρειαστεί ένα μεγάλο διάστημα αποχής από τη θεατρική δράση.

» Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια. Η καταγωγή του πατέρα μου ήταν από Χίο και Ικαρία. Οι γονείς του ξενιτεύτηκαν στην Αίγυπτο λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γονείς της μητέρας μου κατάγονταν από την Πέγεια. Συναντήθηκαν στην Αλεξάνδρεια. Ο πατέρας μου ήταν τζόκεϊ. Και καλός μάλιστα. Ένας φίλος και προπονητής του είχε φύγει από την Αίγυπτο για να έρθει στην Κύπρο και μετακάλεσε τον πατέρα μου να έρθει για κούρσες κυπέλλου. Τις κέρδισε, τού άρεσε εδώ και τελικά ήρθαμε μόνιμα. Είμαι παιδί του ιπποδρόμου. Μεγάλωσα στον ιππόδρομο. Οι πρώτες μου εικόνες, οι πρώτοι άνθρωποι που γνώρισα είναι από εκεί. Υπήρχε άλλο μεράκι τότε για τα άλογα. Ήταν πιο αγνά και ρομαντικά τα πράγματα. Έφταναν, θυμάμαι, λεωφορεία από τα χωριά για να δουν να τρέχει το άλογο που μεγάλωσε στο χωριό τους. 

» Πρόλαβα να πάρω κάποιες μυρωδιές, γεύσεις και εικόνες από τα πρώτα μου χρόνια στη γενέτειρά μου. Έζησα στην Αλεξάνδρεια τα πρώτα 2-3 χρόνια της ζωής μου και μετά ακόμη δύο, από τα 12 μέχρι τα 14, που πήγα εκεί σχολείο όταν οι δικοί μου χώρισαν και ο πατέρας μου επέστρεψε. Τη λάτρευε την Αλεξάνδρεια ο πατέρας μου. Ουσιαστικά, χάλασε το σπίτι μας για να επιστρέψει. Ήταν τόσο ωραία πόλη! Ιδιαίτερα για τους Έλληνες που τα πήγαιναν καλά με τους Άραβες σε σχέση με τη γαλλική, την αρμένικη, την εβραϊκή, τη μαλτέζικη και τις άλλες κοινότητες. Κάθε κοινότητα- αδελφότητα πρόσφερε στον τόπο το χρώμα της: ένα χωνευτήρι πολιτισμών.

» Είχα μια αδελφούλα 2,5 χρόνια πιο μικρή από μένα, τη Νικούλα, την οποία έχασα το 2015. Ήταν το πιο άτυχο και πονεμένο πλάσμα που γνώρισα. Έβγαλε όγκο στον εγκέφαλο στα 10 της χρόνια κι έχασε το φως της. Μεγάλωσε χωρίς να μπορεί να ζήσει ποτέ αυτό που ονειρευόταν. Ήταν αξιόλογη, ταλαντούχα, αλλά μαράζωσε σιγά- σιγά και χάθηκε. Κλείστηκε στον εαυτό της και δεν μπορούσε να συνάψει ούτε σχέσεις, ούτε δεσμούς. Έμεινε στο σπίτι με τη μαμά. Πολλές φορές τη Νικούλα μου τη «βάζω» κάτω από ρόλους. Στην «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» υπάρχει μια σκηνή που χρειάζεται να κάνω μια γρήγορη αλλαγή συναισθημάτων, για να αποδοθεί η απόγνωσή μου. Εκεί «ήρθε» η Νικούλα μου να με φορτίσει, να αναδείξει τη διαφορά.

» Στην Αλεξάνδρεια υπήρχε Σύλλογος Καστελλοριζίων. Είχανε κι ένα θεατράκι με μικρή σκηνούλα, από εδώ έως εκεί. Ήμουν μικρός, περίπου 7-8 ετών, σε ένα από τα τακτικά ταξίδια μας στην Αλεξάνδρεια και κάποια παιδιά πιο μεγάλα από εμάς μάς είπαν «ελάτε να παίξουμε θέατρο». Το λάτρεψα αμέσως. Οι εικόνες από εκείνη τη βραδιά έμειναν ανεξίτηλες- ένα συναίσθημα ανεπανάληπτο. Αργότερα, κάθε φορά που πήγαινα στην Αίγυπτο και περνούσα έξω από τον Σύλλογο Καστελλοριζίων, έμπαινα μέσα να πιω ένα καφεδάκι μόνο και μόνο για να δω το θεατράκι, να ανακαλέσω εκείνο το πρώτο σκίρτημα. Ήταν εκεί που «ξύπνησε» ο ηθοποιός μέσα μου. 

» Όταν ενηλικιώθηκα, πήγαινα στην Αίγυπτο περίπου κάθε δύο χρόνια για να βλέπω και το σπιτάκι μας. Η τελευταία φορά ήταν το 2014, όταν ο πατέρας αρρώστησε σε τελικό στάδιο. Πέθανε στα 94 του, ένα χρόνο πριν τη Νικούλα. Η κλινική που πέθανε βρίσκεται 50 μέτρα από το σπίτι μας. Είπα τότε ότι τέλειωσε εκείνη η «άλλη» ζωή μου. Δεν μπορώ να ξαναπάω. Ίσως είμαι και λίγο «μωρό». Αυτό δεν είναι πάντα καλό. Κάποιες στιγμές που λειτουργώ έτσι και το απολαμβάνω. Αλλά κάποιες άλλες στιγμές δεν έχω τις κατάλληλες αντιστάσεις· νιώθω ευαίσθητος και ευάλωτος.

© Γιώργος Σαββινίδης

» Όταν έγινα παππούς ήταν ένα ξαναγέννημα. Μου χάρισαν ο Γιάννος δύο εγγονούς και η Κατερίνα μια εγγονή κι έναν εγγονό. Άλλαξαν τα πάντα. Δεν βάζω πια τον εαυτό μου σε πρώτο πλάνο. Στέκομαι πίσω. Νιώθω γεμάτος όταν βλέπω όλους τους άλλους να είναι καλά. Θέλω να είναι καλά η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Τα εγγόνια είναι άλλη λατρεία. Έχω μια τεράστια επιθυμία να τους προσφέρω τον καλύτερο παππού που μπορώ.

» Η Κατερίνα φαινόταν από από δύο χρονών ότι θα ακολουθούσε τον δρόμο του θεάτρου. Από τον τρόπο που με παρατηρούσε όταν έκανα πρόβες στο σπίτι, διέκρινα στο βλέμμα της τη σπίθα. Την πρώτη φορά που την πήρα σε παράσταση ήταν στο Δημοτικό Θέατρο, στον παλιό ΘΟΚ. Την έβαλα στην πρώτη σειρά και παρακολούθησε την παράσταση χωρίς να βγάλει ούτε μιλιά.

» Είναι έντονο και μοναδικό το συναίσθημα όταν γίνεσαι γονιός και μετά παππούς. Είναι μεγάλη υπόθεση και σπάνια χαρά- δεν το συζητάμε αυτό. Ωστόσο, κάθε ρόλος που κάνεις είναι κι αυτός ένα «μωρό». Το αναλαμβάνεις με ευθύνη και το φροντίζεις με ατέλειωτα ξενύχτια, προσπάθειες, υπερβάσεις, ψαξίματα, αλλά και ανασφάλειες που προσπαθείς να κατευνάσεις για να βρεις τον ενθουσιασμό, το φως και να φανείς αντάξιος στον συγγραφέα και στο κοινό. Προϋποθέτει έναν άλλο αγώνα, μια αδιάκοπη βάσανο. Όμως, στο τέλος της μέρας αφορά και την ευτυχία σου. Χωρίς κόπο και αγώνα, δεν γίνεται. Δεν βγαίνεις πάνω στη σκηνή διαφορετικά. Κι όσο μεγαλώνεις γίνεσαι πιο ψείρας, πιο σχολαστικός. Κάθε μέρα ανακαλύπτεις κάτι καινούριο. Χθες στην πρόβα βρήκα ένα στοιχείο που μ’ έκανε ν’ αγαπήσω το έργο ακόμη περισσότερο.

» Το «Κενό Αυτοπροσώπως» είναι μια ιδιαίτερη κωμωδία. Μια έξυπνα δομημένη και φιλοσοφημένη σάτιρα. Ο Άκης Δήμου χρησιμοποιεί ως όχημα ακραίες και απίθανες καταστάσεις για να στείλει τα επίκαιρα μηνύματά του. Γράφτηκε σε μια περίοδο που στην Ελλάδα ο κόσμος ήταν ακόμη αλαφιασμένος. Το κοινό που αναγνωρίζει καταστάσεις, πρόσωπα και αναφορές που σατιρίζει, θα γελάσει πολύ. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο θεατής που δεν γνωρίζει τον συγγραφέα και το πλαίσιο δεν θα γελάσει. Αν μια κωμωδία είναι καλή και εύστοχη, στηριγμένη από καλές ερμηνείες, βρίσκει τη θέση της σε οποιοδήποτε κοινό κι όχι μόνο στο «ψαγμένο».

© Νίκος Μυλωνάς

» Το να απολαμβάνεις έναν ρόλο δεν έχει να κάνει με το αν πρόκειται για κωμωδία ή όχι. Εξαρτάται περισσότερο από το τι αισθάνομαι ότι μπορεί να προκαλέσει. Αν έχει τη θέση του, αν είναι εύστοχο, καίριο, αν αγγίζει το κοινό, αν γίνεται κάτι που αφορά εμένα και τον θεατή. Ό,τι κι αν πούμε, πάντως, δεν ισχύει για όλους. Το κοινό από τη μια παράσταση στην άλλη είναι διαφορετικό. Και μπορεί ν’ αλλάξει ακόμα και τη διάθεση και την απόδοση των ηθοποιών. Τους φορτίζει διαφορετικά. Αν όμως το έργο είναι εύστοχο, μαεστρικά φτιαγμένο, συνήθως βρίσκει ανταπόκριση.

» Η απόφαση του ΘΟΚ να μου απονέμει το Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου σίγουρα με συγκίνησε. Ωστόσο, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, οι όποιες διακρίσεις δεν συγκαταλέγονται στις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές που κουβαλάω ως ηθοποιός. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τις στιγμές πάνω στη σκηνή, όταν αισθάνομαι τις αντιδράσεις του κόσμου. Ζεις μέσα στη σάλα του θεάτρου συγκινήσεις τόσο μεγάλες, που πουθενά αλλού δεν μπορείς να ζήσεις. Δεν μπορείς να βρεις αλλού τέτοια ένταση, τέτοια φόρτιση, τέτοιο άγχος και αγωνία. Δεν μένω στα βραβεία, αν δηλαδή πήρα περισσότερα ή λιγότερα απ’ όσα άξιζα. Εγώ μένω σε όσα μου έδωσε γενναιόδωρα το θέατρο πάνω στη σκηνή.

» Πήγα στον ΘΟΚ το 1973. Για σχεδόν 38 χρόνια έκανα 4-5 ρόλους κάθε χρόνο. Κάθε 2-3 μήνες αναλάμβανα άλλον. Κάθε φορά είναι ο ίδιος αγώνας. Και μιλάμε για ρόλους απαιτητικούς. Μιλάμε για 280 παραγωγές, μόνο στο θέατρο. Χώρια η τηλεόραση. 280 ρόλοι! 280 ζωές. 280 ταξίδια. Πώς να μην είμαι χορτασμένος; Είδα τον κόσμο όλο. Αυτή είναι η μαγεία. Κάθε ρόλος είναι μια υπέρβαση, μια πρόκληση. Πρέπει να σκάψεις, να αναστατωθείς. Κάποιοι με ρωτάνε: «έκανες τόσους ρόλους, χειροκροτήθηκες, σε εκθείασαν οι κριτικοί, γιατί πάλι χρειάζεται να μοχθείς;» Αυτή είναι και η μεγαλοσύνη του θεάτρου. Κι αυτό είναι που χαρακτηρίζει κάθε ηθοποιό που θέλει να είναι υπεύθυνος και έντιμος: ότι κάθε φορά ξεκινά απ’ την αρχή, απ’ το μηδέν. Τι σημασία έχει αν πριν δύο μήνες ήρθε ο κόσμος και με χειροκρότησε; Είμαι τώρα σε θέση να τον ενθουσιάσω ξανά, να μην τον απογοητεύσω; Τελειώνεις από μια παράσταση που πέταξες απ’ τη χαρά σου και βγήκες νιώθοντας επαρκής και την επόμενη κιόλας βραδιά το ζητούμενο είναι να φτάσεις πάλι εκεί. Εκεί είναι που χρειάζεται η υπέρβαση. Είναι μια αέναη προσπάθεια, μια αρχή χωρίς τέλος.

» Αυτή τη στιγμή που μιλάμε έχω πάει στα 58 κιλά, από τα 68 που ήμουν πριν την «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας». Έχασα βάρος. Τρώγομαι, σου λέω. Τρώγομαι από το θέατρο. Δεν το κάνω εύκολα. Δεν δέχομαι να βγω στη σκηνή και να μην πετυχαίνω τις απαιτούμενες θερμοκρασίες. Δεν λέω ότι κάνω την πιο σημαντική δουλειά στον κόσμο. Απλώς έτσι λειτουργώ εγώ. Πρέπει να ανταποκριθείς στις απαιτήσεις, χωρίς εκπτώσεις. Το κίνητρο είναι πάντα ισχυρό. Αλλά είναι ζήτημα αντοχών, πλέον. Είμαι πια 73 ετών. Δεν έχω την ενέργεια που χρειάζεται. Τώρα δέχτηκα να κάνω έργο απανωτά για να σωθεί το Θέατρο Δέντρο. Άρα, ανέλαβα δύο συνεχόμενους απαιτητικούς ρόλους χωρίς να πάρω ανάσα κι αυτό πάει πολύ. Το ξεκαθάρισα στην Κατερίνα: «αν θέλεις τον μπαμπά σου, μετά απ’ αυτό θα μείνω εκτός για έναν χρόνο να ξεκουραστώ, αλλιώς θα κλατάρω».

» Ο ηθοποιός δεν μπορεί να επαναπαύεται σε μια μανιέρα. Καλύτερα ν’ αφήσει το θέατρο. Η φλόγα που έχεις μέσα σου δεν πρέπει να σβήσει. Έτσι μόνο θα ζήσεις ξεχωριστές στιγμές. Το μυστικό της μακροημέρευσης στο σανίδι είναι η αγάπη. Το θέατρο για μένα είναι μια αγκαλιά. Όταν σου τη δίνουν, πετάς. Ο κόσμος με εκτιμάει γιατί ξέρει ότι θα κινηθώ από ένα επίπεδο και πάνω. Αλλά δεν εφησυχάζω. Η παράσταση είναι κάτι ζωντανό και διαφορετικό κάθε νύχτα. Η επικοινωνία μου με τον παρτενέρ σήμερα δεν είναι ίδια με χθες. Αυτό που έχει σημασία είναι να κουβαλήσεις μαζί σου κάποιες στιγμές. Διότι, είναι οι στιγμές που μένουν στο τέλος της ημέρας.

» Το 2008 παίζαμε στο Ηρώδειο με τον Πλούτο που έκανε ο Νίκος Χαραλάμπους. Ήμουν ο Ερμής. Ήξερα ότι αυτό που έκανα θα άρεσε, αλλά ήθελα να πετάξει. Πήγα από το μεσημέρι στο Ηρώδειο δίπλα στο σκηνικό του Γιώργου Ζιάκα. Ήθελα να πετύχω ένα θριαμβευτικό φινάλε, αλλά δεν το έβρισκα. Το απόγευμα τελικά το βρήκα, όταν είδα έναν προβολέα που είχε στο πάτωμα. Στην παράσταση φεύγοντας έκανα ότι σκοντάφτω εκεί: «Με κυνηγούν οι προβολείς!». Κάνω να φύγω και ξαναγυρίζω: «Είμαι θεός». Την ώρα που χάθηκα, δυνάμωσε το χειροκρότημα. Ξέρεις τι σημαίνει μισό λεπτό χειροκρότημα εν μέσω παράστασης; Αυτά δεν ξεχνιούνται. Τα κουβαλάς και πας παρακάτω.

» Υπάρχουν ρόλοι που, σε πρώτο επίπεδο, ταιριάζουν με κάποιον ηθοποιό και τους προσεγγίζει πιο εύκολα. Αλλά δεν είναι αυτοί που θα έπρεπε να ενθουσιάζουν τον ηθοποιό. Η πραγματική πρόκληση είναι στη μεταμόρφωση. Να παίξεις κάτι που απέχει από σένα. Να σκαλίσεις, να ψάξεις, να βρεις, να κουβαλήσεις, να αναληφθείς. Νιώθεις δική σου υπόθεση το να παίρνουν ανάστημα όλες σου οι σκέψεις και αγωνίες πάνω στη σκηνή, να αγγίζει τον κόσμο αυτό που προτείνεις, να τον ψυχαγωγεί. Εκεί δεν χωράνε εκπτώσεις. Δεν είναι δουλειά, δεν είναι επιχείρηση. Είναι κάτι που απαιτεί εσένα, την ψυχή σου, την αγάπη σου, το ταλέντο σου, την έγνοια σου. Προκύπτουν άλλες ανάγκες που σε παίρνουν ένα βήμα πιο πέρα ως άνθρωπο.

» Το θέατρο με έκανε να νιώθω ότι οφείλω στον κόσμο. Τον κόσμο που γέλασε και συγκινήθηκε μαζί μου και καταλαβαίνει πόσο τον σεβάστηκα μέσα από τη δουλειά μου. Το κοινό έχει το αλάθητο. Έχει πάντα τον σεβασμό και την αγάπη μου. Όλα τα οφείλουμε στους θεατές. Δεν υπάρχει θέατρο χωρίς αυτούς. Εκτός τούτου, ο κόσμος σε διορθώνει και σε καθοδηγεί. Με τις αντιδράσεις του. Από παράσταση σε παράσταση, αλλά και στην ίδια παράσταση μπορεί να πάρεις διαφορετικές αποφάσεις, να οδηγηθείς αλλού. Το θέατρο είναι πάντα διαδραστικό. Είναι μια βαθιά σχέση που δοκιμάζεται καθημερινά.

» Η Γιώτα είναι πάντα στο πλευρό μου. Δεν είναι εύκολο να είσαι σύντροφος ενός ανθρώπου τόσο δοσμένου στο αντικείμενό του. Δεν ανέπνεα για τίποτε άλλο. Το πιο δύσκολο ήταν ότι έλειπα πολλές ώρες. Θυσίασα πολλά πράγματα. Δεν απόλαυσα όσο έπρεπε τον χρόνο με την οικογένειά μου και έχασα γεγονότα σημαντικά, όπως επέτειους, γιορτές, βόλτες, διακοπές. Δεν μου έκανε ποτέ παράπονο. Της άρεσε που καιγόμουν, όπως καιγόμουν και που υπήρχα, όπως υπήρχα, για το θέατρο. Έρχεται πάντα στις πρόβες, στις παραστάσεις, κάνει και το υποβολείο στο σπίτι όταν μαθαίνω τον ρόλο μου. Αλλά, ξέρεις, είναι και θεατής με τρομερή αίσθηση και αισθητική. Αν δει κάτι που της φαίνεται άτοπο και άστοχο, αντιδρά με συγκεκριμένο τρόπο.

» Ουσιαστικά, το θέατρο ήταν και η αφορμή να συναντηθούμε. Την είχα πρωτοερωτευτεί όταν εκείνη ήταν οχτώ χρονών κι εγώ έντεκα. Θυμάμαι ακόμα που ήμασταν στο πάρτι ενός συμμαθητή μου, η αδερφή του οποίου κάλεσε τη Γιώτα και την αδερφή της. Μου έκανε εντύπωση το μαλλάκι της που ήταν σγουρό. Μεγαλώναμε στην ίδια γειτονιά και στα 14 περίπου, επιδίωξα να κάνουμε σχέση χωρίς αποτέλεσμα. Αργότερα έφυγα για σπουδές κι έπειτα πήγε κι εκείνη στην Αγγλία να σπουδάσει φιλολογία. Το καλοκαίρι πριν από το δεύτερο έτος ήταν Κύπρο κι είχε ήρθε να δει την παράσταση «Αγάπησά σε που καρκιάς», μια ηθογραφία που ανέβασε ο Βλαδίμηρος Καυκαρίδης. Ήταν η πρώτη παράσταση που συμμετείχα στην Κύπρο, το 1971, όντας ακόμη φοιτητής. Η Γιώτα είχε έρθει μαζί με την αδερφή της κι έναν φίλο της αδερφής της τον οποίο γνώριζα καλά, επειδή του μάθαινα πινγκ πονγκ στην ΠΟΕΠΑ. Το ξέρεις ότι ήμουν πρωταθλητής στο πινγκ πονγκ; Στο διάλειμμα ήρθε αυτός ο φίλος και με βρήκε πίσω απ’ την κουίντα. «Σταύρο» μού λέει «αυτή είναι πελλαμένη μαζί σου». Τράβηξε το κουρτινάκι, μού την έδειξε και την αναγνώρισα αμέσως. Με ερωτεύτηκε όταν με είδε στη σκηνή.

  • INFO «Το κενό αυτοπροσώπως», Λευκωσία, Θέατρο Δέντρο, 25/2, 2, 3, 10, 15, 29, 31/3, 12, 13, 14/4 8.30μ.μ. (Κυριακή 7μ.μ.), 99520835 1/3 Λάρνακα, 9/3 Λεμεσός, 30/3 Παραλίμνι, 21/4 Πάφος

Ελεύθερα, 25.2.2024