O Σταύρος Σταύρου διαπιστώνει ότι η στάση κάποιου απέναντι στα παιδιά φανερώνει πολλά για τον χαρακτήρα του.

Εμπλουτίζει με στίχους του την ελληνική δισκογραφία από το 2007, αλλά τα τελευταία χρόνια εστιάζει στις παραστατικές τέχνες και ιδιαίτερα στο παιδικό θέατρο και το μιούζικαλ, ως στιχουργός και δραματουργός. Το ιδιαίτερο αυτό ενδιαφέρον τον ώθησε και στην ίδρυση του δραστήριου Κυπριακού Κέντρου Θεάτρου για Παιδιά και Νέους (ASSITEJ Κύπρου), του οποίου είναι πρόεδρος, αλλά και στην τιμητική εκλογή του στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ASSITEJ International, μέσα από την οποία φιλοδοξεί να συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση της παρουσίας της Κύπρου στη διεθνή θεατρική σκηνή. Η επιτυχία της παραγωγής «STILL!- Ένα άγαλμα που γύρισε τον κόσμο» τον ώθησε να εξελίξει περαιτέρω το δραματουργικό στήσιμο και την αφηγηματική συνοχή μη λεκτικών παραστάσεων, με αποτέλεσμα να έχει στα σκαριά αυτό το διάστημα δύο από αυτές, τη συμπαραγωγή του Θεάτρου Αντίλογος και της Humart «Out Of The Box» και κυρίως την εν μέρει μη λεκτική παραγωγή «Η Κούκλα του Φραντς Κάφκα», που αποτέλεσε και την αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη.

Η ιστορία της «κούκλας με τα γράμματα» έχει περάσει στη σφαίρα του θρύλου. Πώς προσεγγίζεις το θολό όριο ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα; Πρόκειται για μια ιστορία που αγάπησα από την πρώτη στιγμή που τη διάβασα. Όντως, πολλοί λένε ότι πρόκειται για πραγματική ιστορία, χωρίς όμως να υπάρχουν χειροπιαστές αποδείξεις. Για τον λόγο αυτό, οι εκδοχές της που βγαίνουν στο φως είναι πολλαπλές και διαφορετικές. Στην περίπτωση της δικής μας παράστασης, αυτό το θολό όριο μάς δίνει την ελευθερία να δημιουργήσουμε τον δικό μας κόσμο. Χρησιμοποιούμε την ιστορία ως βάση για να χτίσουμε πάνω της ένα σύμπαν όπως εμείς το φανταζόμαστε.

Το γεγονός ότι δεν έχει επιβεβαιωθεί αποδυναμώνει ή ενισχύει τον μύθο της; Το μυστήριο που κρύβει αυτή η ιστορία σίγουρα την κάνει πιο ελκυστική και ενδιαφέρουσα. Κάποια στοιχεία της είναι προφανώς πραγματικά, ενώ άλλα ίσως να ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. Νομίζω πως αυτό το «θολό όριο» είναι που προκαλεί μια ιδιαίτερη γοητεία. Ειδικά όταν γνωρίζουμε πως πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ένας τόσο μεγάλος συγγραφέας, τα κείμενα του οποίου διαβάζονται και υμνούνται μέχρι σήμερα.

Ένιωσες την ανάγκη να υιοθετήσεις κάτι από τη γραφή και το ύφος του ίδιου του Κάφκα; Πόσο εύκολο είναι αυτό; Η παράσταση είναι σε μεγάλο βαθμό μη λεκτική. Ο λόγος χρησιμοποιείται μόνο στα τραγούδια, καθώς και στα σημεία όπου διαβάζονται οι επιστολές της κούκλας (του Κάφκα δηλαδή) προς το κορίτσι. Στις επινοημένες αυτές επιστολές, προσπάθησα όντως να χρησιμοποιήσω στοιχεία από επιστολές του Κάφκα που έχουν διασωθεί, εντάσσοντάς τα στο πλαίσιο της δικής μας ιστορίας. Είναι και πάλι αυτό το «θολό όριο» που σού επιτρέπει από τη μια να χρησιμοποιήσεις πραγματικά στοιχεία κι από την άλλη να κινηθείς με όχημα τη φαντασία. Σίγουρα δεν είναι εύκολο, αλλά κάνει τη διαδικασία πολύ δημιουργική.

Υπήρξαν στιγμές που ένιωσες ότι το έργο απαιτούσε κάτι διαφορετικό από το ύφος που συνήθως γράφεις; Η ιδέα να δουλέψουμε πάνω σ’ αυτή την ιστορία ήρθε πριν από τρία περίπου χρόνια, λίγο μετά την πρεμιέρα του «STILL!». Θεωρώ ότι ένιωσα αυτή την ανάγκη ακριβώς λόγω του ότι πρόκειται για μια ιστορία πολύ κοντά στη δική μου ιδιοσυγκρασία, την οποία θα μπορούσα να είχα επινοήσει εγώ. Εμπεριέχει, δηλαδή, χαρακτηριστικά και έννοιες που αγαπώ: το ταξίδι, η αλληλεγγύη, η φαντασία, το όνειρο. Βασίζεται, επίσης, στη συγκίνηση, την οποία θεωρώ το υπέρτατο δώρο που μπορεί να χαρίσει το θέατρο στον άνθρωπο. Συνεπώς, η ιστορία αυτή έγινε εύκολα ο καμβάς πάνω στον οποίο, μαζί με τους συνεργάτες, δημιουργούμε τον δικό μας κόσμο.

Αν δεχτούμε ότι η ιστορία είναι αληθινή, τι αποκαλύπτει για τον Κάφκα; Πρόκειται για μια ιστορία γεμάτη γλυκύτητα και ανθρωπιά. Θεωρώ ότι -σε περίπτωση που είναι αληθινή- δείχνει μια διαφορετική μεριά του Κάφκα, πιο εύθραυστη και συναισθηματική. Αν αναλογιστούμε ότι έλαβε χώρα λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, πιστεύω ότι ίσως να μας αποκαλύπτει αρκετά και για τη συναισθηματική του κατάσταση τη δεδομένη στιγμή. Με όλες μου τις ιδιότητες, ασχολούμαι με τα παιδιά και τους νέους εδώ και χρόνια. Αυτό που έχω διαπιστώσει είναι ότι η στάση κάποιου απέναντι στα παιδιά φανερώνει πολλά για τον χαρακτήρα του, ενώ πολλές φορές φέρνει στο φως και χαρακτηριστικά του που δεν είναι και τόσο εμφανή. Γνωρίζουμε καλά ότι η φαντασία ήταν από τα πιο δυνατά όπλα στη φαρέτρα του Κάφκα. Αυτό που αποκαλύπτει η συγκεκριμένη ιστορία είναι το πώς -με όχημα ακριβώς τη φαντασία- ο συγγραφέας δημιούργησε έναν ολόκληρο κόσμο με μοναδικό σκοπό να παρηγορήσει και να καθησυχάσει ένα μικρό κορίτσι που έχασε την κούκλα του. Αυτό από μόνο του λέει πολλά.

Η Χριστίνα Παπαδοπούλου ως Κούκλα του Φραντς Κάφκα. © Δημήτρης Λούτσος.

Οι θεατές μπορούν να ταυτιστούν με τα σύνθετα θέματα που θίγει και πραγματεύεται η παράσταση; Μου κάνει εντύπωση το πώς τα τελευταία χρόνια αυτή η ιστορία έχει φτάσει μ’ έναν μοναδικό τρόπο σε κάθε γωνιά του πλανήτη: έγινε βιβλίο για παιδιά, ταινία μικρού μήκους, τώρα γίνεται παράσταση… Θεωρώ ότι σ’ αυτό έπαιξε σημαντικότατο ρόλο η διάδοσή της μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με κάποιο τρόπο η παράσταση έγινε «viral», μιλώντας με όρους της εποχής. Σ’ αυτό συνέβαλε σίγουρα η διαχρονικότητα που έχει ως ιστορία, καθώς θίγει θέματα όπως η απώλεια, η ενσυναίσθηση και η αλληλεγγύη. Κυρίως, όμως, θεωρώ ότι η δημοτικότητά της οφείλεται στη συγκίνηση που προκαλεί. Πάνω στα στοιχεία αυτά είναι που πατάμε και για την παράστασή μας. 

Μετά το «Still!», λοιπόν, ακόμη μια «ταξιδιάρικη» παράσταση. Σε κινητοποιούν τα φανταστικά ταξίδια; Είναι συναρπαστικότερα από τα πραγματικά; Τα φανταστικά ταξίδια με κινητοποιούσαν από μικρό παιδί, ίσως γι’ αυτό στην πορεία να ασχολήθηκα και με το θέατρο για παιδιά. Τα πραγματικά ταξίδια τα λάτρεψα τα τελευταία χρόνια κι είμαι ευγνώμων που η δουλειά μου στο θέατρο και γενικότερα στον χώρο του πολιτισμού μού έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψω σε πολλά μέρη του κόσμου. Το ταξίδι είναι το «μακριά», είναι το «αλλού», που με γοήτευε ανέκαθεν. Αυτός είναι κι ο κόσμος που δημιουργούμε στην παράσταση. 

Η επιτυχία του «Still!» αποτέλεσε φάρο γι’ αυτή την πρόταση; Επηρέασε τη δημιουργική διαδικασία; Σίγουρα, μεγαλώνει την ευθύνη που έχουμε απέναντι στο κοινό σ’ αυτό το επόμενο βήμα. Όταν φτιάχναμε το «STILL!» βαδίζαμε κάπως στα τυφλά, χωρίς να ξέρουμε πώς θα αντιμετωπίσει το κοινό κάτι τόσο καινούριο για τα δεδομένα της Κύπρου. Η επιτυχία του μάς έδωσε θάρρος να πειραματιστούμε και να πάμε παραπέρα. Σίγουρα το κοινό θ’ αναγνωρίσει στοιχεία στην παράσταση που προδίδουν το γεγονός ότι πίσω απ’ αυτή βρίσκεται η ομάδα του «STILL!»- είναι και λογικό και θεμιτό. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για μια καινούρια δουλειά με πολύ ευδιάκριτα χαρακτηριστικά και μια δική της, ξεχωριστή αισθητική.

Τι σε συναρπάζει περισσότερο στο να γράφεις για παιδιά; Το θέατρο για παιδιά σού δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσεις κόσμους που δε θα μπορούσες καν να σκεφτείς στο θέατρο για το ενήλικο κοινό. Γίνεσαι κι εσύ ένα παιδί που πειραματίζεται, ονειρεύεται, παίζει. Τα παιδιά δεν είναι οι πολίτες του αύριο, είναι οι πολίτες του σήμερα και του αύριο μαζί. Νομίζω η γοητεία έχει να κάνει μ’ αυτό που προανέφερες- με το ταξίδι. Βέβαια, το γεγονός ότι γράφω συχνά για παιδιά δε σημαίνει ότι δεν με αφορά το θέατρο για ενήλικο κοινό. Αισθάνομαι, καμιά φορά, ότι η ενασχόλησή μου με τα παιδιά φέρνει στο φως συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όταν κληθώ να γράψω για ενήλικες: αυτή την αξεπέραστη δύναμη του παραμυθιού και της φαντασίας που τόσο με γοητεύει.

Ως στιχουργός και δραματουργός, πώς αντιμετωπίζεις τη συνύπαρξη μουσικής, κειμένου και σκηνικών εικόνων στο παιδικό θέατρο; Στην «Κούκλα του Φραντς Κάφκα» αντιμετωπίζουμε -περισσότερο από κάθε άλλη φορά- όλα αυτά τα στοιχεία ως ένα. Η μουσική και το κείμενο, πιασμένα χέρι- χέρι, έρχονται να «ντύσουν» τις εικόνες που παρακολουθούμε. Ουσιαστικά, θέλουμε να δώσουμε την αίσθηση ότι ξεδιπλώνεται μπροστά στο κοινό ένα εικονογραφημένο βιβλίο. Κάπως έτσι αντιμετώπισα το κείμενο και τους στίχους. Όσον αφορά στη μουσική, ο Θοδωρής Οικονόμου θεωρώ ότι είναι μάγος στο να «ντύνει» μουσικά εικόνες. Είναι πραγματικά μοναδικός ο τρόπος με τον οποίο «ζωγραφίζει» μουσικά την κάθε σκηνή. Θα ήθελα να τονίσω και τον τρόπο με τον οποίο η δημιουργική ομάδα -με «μαέστρο» τον Κώστα Σιλβέστρο- συνδημιουργεί, με στόχο την επίτευξη του πιο πάνω στόχου. Σε πολλά πρότζεκτ, ο κάθε συντελεστής παραδίδει τη δουλειά του χωρίς να υπάρχει καμιά επαφή με τους υπόλοιπους. Στην «Κούκλα του Φραντς Κάφκα» αφιερώσαμε ατέλειωτες ώρες με όλη τη δημιουργική ομάδα, συμπληρώνοντας ουσιαστικά ο ένας τον άλλον.

Ποιον ρόλο παίζει το χιούμορ στις παιδικές παραστάσεις και πώς το ενσωματώνεις στη δική σου δουλειά; Αν και προσωπικά απολαμβάνω την κωμωδία ως είδος, το είδος του χιούμορ που μ’ αρέσει να χρησιμοποιώ στις ιστορίες που πλάθω είναι αυτό που θα κάνει τον άλλον να χαμογελάσει κι όχι να ξεκαρδιστεί στα γέλια. Θεωρώ ότι έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την υφή των έργων και με τον τρόπο με τον οποίο το χιούμορ έρχεται να συνυπάρξει με τη συγκίνηση. Παρ’ όλα αυτά -ειδικά σε μια τέτοια εποχή- όλοι χρειαζόμαστε το γέλιο, πόσο μάλλον τα παιδιά. Στην «Κούκλα του Φραντς Κάφκα»- όπως και στο «STILL!»- είχα ως βάση μια ιστορία γεμάτη συγκίνηση. Το μεγάλο στοίχημα ήταν πώς να χρησιμοποιήσω το χιούμορ ώστε να βοηθήσω το παιδί να παρακολουθήσει την ιστορία αυτή για να προσλάβει στο τέλος της ατόφια τη συγκίνηση.

Τι λείπει από την Κύπρο σε σχέση με το παιδικό θέατρο; Πώς βλέπεις την εξέλιξή του τα τελευταία χρόνια; Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μεγάλα βήματα, υπάρχουν όμως πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν. Σημαντικό βήμα ήταν η συμπερίληψη -από το Υφυπουργείο Πολιτισμού- του θεάτρου για παιδιά στο Σχέδιο Θυμέλη. Θεωρώ πως αυτή η κίνηση έρχεται να ενισχύσει την προσπάθεια για αντιμετώπιση του θεάτρου για παιδιά ως ισότιμο με το θέατρο για ενήλικες. Επίσης, είμαστε μια χώρα χωρίς καθόλου παράδοση στο μη λεκτικό θέατρο, το οποίο στην υπόλοιπη Ευρώπη έχει εδώ και δεκαετίες πρωταγωνιστικό ρόλο (και) στις παραστατικές τέχνες για παιδιά. Ειδικά στο θέατρο για παιδιά, η μη λεκτική δημιουργία είναι σημαντικότατη λόγω του ότι αναιρεί κάθε φραγμό που έχει να κάνει με την καταγωγή ή την ηλικία. Και αναφέρομαι στην ηλικία γιατί σε ολόκληρο τον κόσμο οι παραστάσεις που απευθύνονται, για παράδειγμα, σε βρέφη είναι για ευνόητους λόγους μη λεκτικές.

Νιώθεις, δηλαδή, ότι αλλάζει κι εδώ κάτι; Στην Κύπρο (και σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα) η προσκόλλησή μας στο παραμύθι και στη λεκτική αφήγηση κρατούσαν τη μη λεκτική δημιουργία μακριά από το παραστατικό τοπίο για παιδιά. Έτσι εξηγείται και η έλλειψη παραστάσεων σύγχρονου χορού για παιδιά ή σύγχρονου τσίρκου, καθώς και παραστάσεων για βρέφη. Είναι, λοιπόν, θετικό που ο ΘΟΚ επέλεξε φέτος για πρώτη φορά να εντάξει στο ρεπερτόριό του παραγωγή για νηπιακές ηλικίες. Εύχομαι να υπάρξει και συνέχεια. Θεωρώ σημαντικό να αντιληφθεί τόσο το κοινό όσο και οι επαγγελματίες του χώρου ότι θέατρο για παιδιά δεν σημαίνει μόνο φαντασμαγορικά σκηνικά, πλούσιες χορογραφίες και έντονοι φωτισμοί. Η υπόλοιπη Ευρώπη έχει ξεφύγει απ’ αυτό το μοντέλο εδώ και χρόνια.

Ο ASSITEJ Κύπρου έχει συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη του θεάτρου για παιδιά. Πώς θα αξιοποιηθεί αυτή η δυναμική; Είμαι πολύ χαρούμενος γιατί στον ASSITEJ Κύπρου έχει δημιουργηθεί μια υπέροχη ομάδα -όλοι εθελοντές στο παρόν στάδιο- που εργάζεται ακούραστα και με τεράστια όρεξη για την επίτευξη των στόχων του Κέντρου. Νομίζω πως όλη αυτή η δουλειά του ΔΣ έχει φέρει χειροπιαστά αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια: ένα καινούριο διεθνές φεστιβάλ παραστατικών τεχνών για παιδιά, δράσεις που έγιναν θεσμός, προσήλωση στο δικαίωμα του παιδιού για συμμετοχή στην πολιτιστική ζωή, συνεργασία με κρατικούς και άλλους φορείς και κτίσιμο γεφυρών με το εξωτερικό. Πιστεύω πως ειδικά αυτή η επαφή με τη διεθνή σκηνή των παραστατικών τεχνών για παιδιά μπορεί να αξιοποιηθεί ακόμα περισσότερο και να βοηθήσει σημαντικά στην περεταίρω ανάπτυξη των παραστατικών τεχνών για παιδιά στην Κύπρο. Τώρα που ο ASSITEJ Κύπρου έχει θέσει τις βάσεις, πρέπει να δουλέψουμε πιο εντατικά για να εμπλέξουμε την καλλιτεχνική κοινότητα στις δράσεις μας, ώστε η επίτευξη των στόχων να γίνει υπόθεση όλων.

Ποια η σημασία της θεσμοποίησης φεστιβάλ όπως το Mitsikouri για τη θεατρική και πολιτιστική σκηνή της Κύπρου; Κάθε φορά που συνάδελφοί μου από τα εθνικά κέντρα του ASSITEJ στις άλλες χώρες με ρωτούσαν σχετικά με τις παραστατικές τέχνες για παιδιά στην Κύπρο, τούς έκανε τεράστια εντύπωση το γεγονός ότι δεν υπήρχε στη χώρα μας θεσμοθετημένο φεστιβάλ αποκλειστικά για παιδιά και νεαρά άτομα. Αυτό το κενό ήρθε να καλύψει το Διεθνές Φεστιβάλ Mitsikouri. Η δημιουργία ενός διεθνούς φεστιβάλ ήταν από τους πρωταρχικούς στόχους του Κέντρου όταν ιδρύθηκε και το χορηγικό πρόγραμμα ΚΥΠΡΙΑ μάς έδωσε τη δυνατότητα να το υλοποιήσουμε το περασμένο φθινόπωρο. Στόχος του είναι να συστήσει στο κοινό και στο καλλιτεχνικό δυναμικό της Κύπρου τάσεις στις παραστατικές τέχνες για παιδιά που τα τελευταία χρόνια επικρατούν στο εξωτερικό. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, σε σχέση και με όσα προανέφερα για την αξία της αλληλεπίδρασης με τη διεθνή καλλιτεχνική κοινότητα. Υπό αυτή την έννοια, είναι εξαιρετικά χρήσιμη η απόφαση του Υφυπουργείου να στηρίξει φεστιβάλ που δεν προϋπάρχουν ως ιδέες στην Κύπρο. Έχουμε ήδη ξεκινήσει την προεργασία για τη διοργάνωση της 2ης έκδοσης του φεστιβάλ, το φθινόπωρο του 2025.

Τι σημαίνει για σένα το θέατρο ως μέσο αφήγησης και επικοινωνίας; Η δική μου ενασχόληση με το θέατρο ξεκίνησε μέσω της ενασχόλησής μου με τον χώρο της μουσικής, με την ιδιότητα του στιχουργού. Δεν είμαι κι ούτε θα γίνω θεατρικός συγγραφέας. Όσα θέλησα να καταγράψω τα τελευταία χρόνια σε θεατρική μορφή ήταν ιστορίες που ήθελα να πω, να μοιραστώ. Το θέατρο δίνει τη δυνατότητα να το κάνεις αυτό με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι στο τραγούδι. Ταυτόχρονα, ως άνθρωπος που είχε πάντα ως βάση την ελληνική γλώσσα, με μαγεύει το πώς μια ιστορία μπορεί να ειπωθεί μέσα από εικόνες, χωρίς ούτε μια λέξη. Η οικουμενικότητα του θεάτρου μού επέτρεψε να γίνω καλλιτέχνης «του κόσμου» και ν’ αποκτήσω φίλους και συνεργάτες σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Αυτό σίγουρα το οφείλω στη μεγάλη, παγκόσμια οικογένεια του ASSITEJ.

Ελεύθερα, 19.1.2025