Νέες πτυχές της ζωής και του έργου του Ρίτσου στοχεύει να αναδείξει το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο του Ομίλου Λογοτεχνίας και Κριτικής που διοργανώνεται προσεχώς. Συνομιλούμε με τον Δρ ΚυριάκοΙωάννου, πανεπιστημιακό, νεοελληνιστή, πρόεδρο Ο.Λ.Κ. για τη σύνδεση του έργου του μεγάλου ποιητή με την Κύπρο καθώς και τις συνομιλίες του με Κύπριους ποιητές.

-Πώς ξεκίνησε η επαφή του Γιάννη Ρίτσου με την Κύπρο; Ο Ρίτσος αγάπησε πολύ την Κύπρο και τους ανθρώπους της, αλλά και εμπνεύστηκε από τον Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. 1955-1959 και την τραγωδία του 1974 (είναι γνωστά, για παράδειγμα, τα κυπρόθεμα ποιήματά του «Αποχαιρετισμός» και «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο»). Ταυτόχρονα, το έργο του ενέπνευσε κύπριους συνθέτες (π.χ. ο Γιώργος Κοτσώνης, μεταξύ άλλων, μελοποίησε την «Κυρά των Αμπελιών») και είλκυσε το ενδιαφέρον πολλών κύπριων μελετητών, οι οποίοι, με πρωτότυπες εργασίες τους (με πιο πρόσφατη από αυτές τη μονογραφία της Μαρίας Μιχαηλίδου για την παιδική λογοτεχνία των Καζαντζάκη, Σεφέρη και Ρίτσου), συνέβαλαν καθοριστικά στην περαιτέρω ανάδειξη της ποίησής του. Το 1979, στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, ο Ρίτσος δήλωσε ότι ήρθε στην Κύπρο ως προσκυνητής, αφενός, «του εξαίρετου πολιτισμού της», και, αφετέρου, όλων όσοι «έπεσαν στους μεγάλους αγώνες για την ελευθερία». Ενώ, το 1989, κατά την τελευταία επίσκεψή του στο νησί μας, του απονεμήθηκε ο Μεγαλόσταυρος του Μακαρίου Γ΄. Νομίζω ότι δεν θα ήμασταν υπερβολικοί αν υποστηρίζαμε ότι, όπως ο Σεφέρης, έτσι και ο Ρίτσος βρήκε στην Κύπρο μια δεύτερη ελληνική κοιτίδα.    

-Το πρώτο του έργο για την Κύπρο είναι ο «Αποχαιρετισμός». Μιλήστε μας λίγο για το δημοφιλές αυτό ποίημά του. Ο «Αποχαιρετισμός» είναι ένα εκτενές ποίημα αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στον Γρηγόρη Αυξεντίου. Ο Ρίτσος το συνέθεσε λίγο ύστερα από τη θυσία του ήρωα στο κρησφύγετό του στον Μαχαιρά, και, κατά τη γνώμη μου, συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ποιημάτων που γράφτηκαν για τον υπαρχηγό της Ε.Ο.Κ.Α. (μάλιστα, εδώ και αρκετά χρόνια, το συγκεκριμένο ποίημα, καίτοι ψαλιδισμένο, αποτελεί μέρος της διδακτέας ύλης στην κυπριακή μέση εκπαίδευση).  Στο ποίημα αυτό ο Αυξεντίου, ο οποίος είναι μια persona του ίδιου του ποιητή, διάγει τις τελευταίες στιγμές του στο κρησφύγετό του και, καταφέρνοντας να απαρνηθεί τα θέλγητρα της ζωής, δηλ. να υπερβεί τις ατομικές του ανάγκες, επιλέγει συνειδητά τον θάνατο, έτσι ώστε η θυσία σου να βρει και άλλους μιμητές. Πρόκειται για ένα ποίημα όπου ο Αυξεντίου, σε μια αυτοερωτική έξαρση, νιώθει ταυτισμένος με την καρδιά της Ρωμιοσύνης: «Μιλάω για μένα σα να ’μαι ερωτευμένος με τα μένα, σα να ’ναι η Ρωμιοσύνη ερωτευμένη με τα μένα». Αυτό, όμως, που καθιστά το ποίημα ιδιαίτερα σημαντικό είναι η βεβαιότητα του ποιητικού υποκειμένου ότι η Κύπρος θα απελευθερωθεί.

-Πώς γράφτηκε το εμβληματικό ποίημα «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο» που μελοποίησε ο Γιώργος Κοτσώνης; Να πούμε αρχικά ότι το λυρικό αυτό ποίημα πρωτοκυκλοφόρησε αυτοτελώς το 1974 (εκδ. Κέδρος), μελοποιήθηκε το 1976 από τον Γιώργο Κοτσώνη (με ερμηνευτές τους Κώστα Καμένο και Αρετή Χασάπη) και αφιερώθηκε στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄. Ο «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο» αποτυπώνει με ενάργεια τα συναισθήματα του ποιητή εξαιτίας της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Προκαλεί θετική (φιλολογική και, γενικότερα, αναγνωστική) εντύπωση το ότι το ποίημα είναι και υμνητικό και ελεγειακό: «Εσύ της θάλασσας ρυθμός, ολάνθιστο κλωνάρι», αλλά, στον αμέσως επόμενο στίχο: «πώς σου μαδήσαν τ’ άνθια σου διπλοί, τριπλοί βαρβάροι». Μπορεί ο «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο» να μην έχει το σφρίγος και τις υψηλές αισθητικές πτήσεις του «Αποχαιρετισμού», αλλά δεν παύει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λογοτεχνίας που γράφτηκε με αφορμή την τουρκική εισβολή του 1974. Εξάλλου, αρκετοί εν ζωή άνθρωποι των Γραμμάτων, οι οποίοι βίωσαν το δίσεκτο 1974, μαρτυρούν ότι η κυκλοφορία του ποιήματος αυτού υπήρξε για τους ίδιους ένα είδος ψυχικής ανάτασης.

-Τι έχει αναδείξει η μελέτη σας για τη σχέση Ρίτσου και Βασίλη Μιχαηλίδη;  Τόσο ο Μιχαηλίδης όσο και ο Ρίτσος έχουν χαρακτηριστεί ποιητές της Ρωμιοσύνης, ο πρώτος λόγω των εμβληματικών, και δημοφιλέστατων, στην Κύπρο, στίχων του «Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνότζαιρη του κόσμου» και «η Ρωμιοσύνη ’εννά χαθεί όντας [ή, σύμφωνα με τη χειρόγραφη παράδοση: όντες] ο κόσμος λείψει» (αμφότεροι ειλημμένοι από την «9η Ιουλίου»), και ο δεύτερος, κυρίως, λόγω του μείζονος ποιητικού έργου του «Ρωμιοσύνη» αλλά και του αξεπέραστου τετράστιχού του «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις – εκεί που πάει να σκύψει / […] / και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου» (από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας»). Η λέξη «Ρωμιοσύνη» στον Μιχαηλίδη εμφορείται από το κίνημα του ρομαντισμού και προσλαμβάνει μια αρχέγονη μορφή, η οποία βρίσκεται πιο κοντά στις βασικές σημασίες που της δίνουν τα λεξικά της κοινής νεοελληνικής. Από την άλλη, η «Ρωμιοσύνη» του μεταγενέστερου Ρίτσου ξεκινά από την εποχή του Διγενή Ακρίτα και αποκτά ενδιαφέρουσες – πρωτεϊκού, θα έλεγα, τύπου – σημασιολογικές εξακτινώσεις που υπερβαίνουν τους στερεότυπους ορισμούς της λεξικογραφικής παράδοσης.

-Τι είναι αυτό που θαυμάζετε στο έργο του Ρίτσου; Είναι ασφαλώς αξιοθαύμαστο το ότι ο Ρίτσος εξέδωσε περισσότερες από 100 ποιητικές συλλογές. Επίσης, με εντυπωσιάζουν ο μακροσκελής ελεύθερος στίχος του (κυρίως όταν από αυτόν αναδίδονται υψηλής αισθητικής νοήματα), η γλώσσα του που πολλές φορές μοιάζει με την καθημερινή κουβέντα, αλλά και το ότι ο ποιητής αντιμετώπισε επιτυχώς ορισμένες – εκ πρώτης όψεως ανυπέρβλητες – δυσκολίες (εξορίες, φυματίωση, κτλ.). Επίσης, ως φιλόλογος αισθάνομαι ικανοποίηση, διότι ο Ρίτσος δεν αναλίσκεται σε λυρικές ακρότητες. Αντίθετα, η έκφραση των υποκειμενικών συναισθημάτων του είναι αρκετά ισορροπημένη, άρα εκτιμητέα. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί και ο ενθουσιασμός που έδειξαν κατά καιρούς άλλοι μεγάλοι ποιητές για το έργο του. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, ότι το έργο του «Το τραγούδι της αδελφής μου» (1937) απέσπασε τον γνωστό, έμμετρο χαιρετισμό του Κωστή Παλαμά: «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις». Αλλά και την άποψη του Λουί Αραγκόν ότι «ο μεγαλύτερος ζων ποιητής ονομάζεται Γιάννης Ρίτσος».

-Το έργο του είχε διεθνή απήχηση; Γιατί δεν πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας; Ναι, ο Ρίτσος απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση. Το έργο του προβλήθηκε σε συναυλίες στο εξωτερικό και μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες (ακόμη και στα περσικά). Ο ίδιος ο ποιητής, εκτός από το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης Λένιν, ανακηρύχθηκε «Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης», τιμήθηκε με το μετάλλιο “Joliot-Curie” και, εκτός Ελλάδος, αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων Μπέρμιγχαμ και Karl Marx Λειψίας. Επίσης, προτάθηκε ορισμένες φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, χωρίς, ωστόσο, να καταφέρει να το πάρει. Οι λόγοι ενδεχομένως να ήταν (και) πολιτικοί.

-Το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο του Ομίλου Λογοτεχνίας και Κριτικής στοχεύει να αναδείξει πτυχές του έργου του ποιητή που δεν είναι ευρέως γνωστές; Ναι, το Συνέδριό μας, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στις 26 και 27 Σεπτεμβρίου 2025 στη Λευκωσία, σε συνεργασία με το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, έχει ως στόχο να αναδείξει νέες (ή και να εμβαθύνει σε ήδη γνωστές) πτυχές της ζωής και του έργου του Ρίτσου: αναδιφήσεις σε αρχειακό υλικό, διακειμενικό φάσμα, πολιτική και ερωτική ποίηση, ερμηνευτικές, υφογλωσσικές και διακαλλιτεχνικές προσεγγίσεις, κτλ. Ας αναφερθεί, επίσης, ότι στο Συνέδριο θα συμμετάσχουν με ανακοινώσεις τους 40 πανεπιστημιακοί και άλλοι μελετητές από την Κύπρο και την Ελλάδα. Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής του Συνεδρίου είναι ο διακεκριμένος νεοελληνιστής Γιώργος Ανδρειωμένος (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου) και πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής η οτρηρή φιλόλογος Γαβριέλλα Παναγή (αντιπρόεδρος του Ο.Λ.Κ.).

-Μια ενότητα του συνεδρίου αναφέρεται σε Κύπριους λογοτέχνες που συνομιλούν με το έργο του; Υπάρχουν αρκετές ανακοινώσεις που δημιουργούν μια ενδιαφέρουσα, μολονότι άτυπη και εγκατεσπαρμένη, ενότητα που αφορά τις ποιητικές κ.ά. σχέσεις του Ρίτσου με την Κύπρο: τις «συνομιλίες» του με τους Κώστα Μόντη και Κυριάκο Χαραλαμπίδη, τις δύο κυπρόθεμες ποιητικές συλλογές του για τις οποίες μιλήσαμε παραπάνω, τη σχέση ποιημάτων του Ρίτσου με τον Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., κτλ.

Ελεύθερα 7.9.2025