Ο Νιόνιος επέστρεφε συχνά στην Κύπρο όχι ως μέγιστος καλλιτέχνης και τραγουδοποιός, αλλά ως Έλληνας. Με την ευρύτητα της πιο αγνής, της πιο αθώας και πραγματικά πανεθνικής διάστασης του όρου.

Ας είμαστε ειλικρινείς: Ο Σαββόπουλος δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ ως πραγματική προσωπικότητα γιατί πάντοτε τον κυρίευε ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο αείμνηστος Τάσος Φαληρέας, δηλαδή ο «ρόλος» που έπλασε από γεννησιμιού του προς επιβίωσίν του, με τα στρογγυλά γυαλάκια, τις τιράντες και το ελαφρύ γενάκι- που προστέθηκε λίγο αργότερα-, αυτός που έβγαινε στη σκηνή, που έφτιαχνε τραγούδια και έλεγε αστεία και ιστορίες στους όρθιους fans που έσπευδαν από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας των δίσκων του για να τους αγοράσουν, να τους ακούσουν εκατό φορές το βράδυ και την επόμενη μέρα να συναντηθούν σε κάποιο café ή μπαράκι και να αναλύσουν έναν προς έναν, διεξοδικά, με λεπτομέρεια και αφαιρετικά, τους διττούς του στίχους (μία από εκείνες ήταν και η Λίνα Νικολακοπούλου, φοιτήτρια ακόμη στα χρόνια του «Φορτηγού», όπως μου το είχε εξομολογηθεί κάποτε η ίδια, στο σπίτι της, στον Κεραμεικό).

Άρα, τι; Ο «Σαββόπουλος» ήταν μια απάτη; Όχι βέβαια. Ήταν ένα παιχνίδι. Ένα διασκεδαστικό κόλπο. Επί του πρακτέου, μία μέθοδος ανάδειξης μιας αδιανόητης ευφυίας που διοχετεύτηκε μέσω της μουσικής, μέσω των στίχων και της mentalité του, και έλαμψε.

Τις φορές, ωστόσο, εκείνες που ξεντυνόταν τον ρόλο και γινόταν ο «Σάββο», δημιουργούσε δύο άκρα– μάλλον ηθελημένα: Ήταν ο Διονύσης που αποθεωνόταν για την ειλικρίνεια και τις αλήθειες του, αλλά και ο άλλος, ο πολυεπίπεδος Νιόνιος, αυτός που, τελικά, κυρίευε τον πρώτο· ο Διονύσης που μετατρεπόταν σε μία δυσάρεστη μύγα που γυρόφερνε με εμμονή το σκατό γύρω της: Της πολιτικής, των συμπεριφορών των πολιτών -στους οποίους δεν συγχωρούσε τις ελλαδικές παθογένειες- των συναδέλφων του που ενδιαφέρονταν περισσότερο για τα λεφτά και λιγότερο για την υστεροφημία τους και το έργο που θα άφηναν ως παρακαταθήκη, ως πραγματικοί καλλιτέχνες. Γινόμενος ένας άλλος, έξω από τις «Συννεφούλες» και τα «Ντιρλαντά»· ένας μη ρόλος, ένα αουτσάιντερ. Για λίγο, έστω.

Η φιλία με τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Α’, η απομόνωση από τους Ελλαδίτες

1989. Είναι η χρονιά κυκλοφορίας του δίσκου του, «Κούρεμα» (μεταφορικό, αλλά και πραγματικό αν ξαναδεί κανείς και το πορτρέτο του στο εξώφυλλο του εν λόγω άλμπουμ του), κι η εποχή που ο Διονύσης κάνει συχνότερες τις επισκέψεις του στο Καστελλόριζο, στην Πόλη, στην Τένεδο, στις πόλεις του Πόντου, στην Κύπρο, γινόμενος εγκάρδιος συνομιλητής και ομοτράπεζος και του τότε Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσόστομου του Α’, και μιλώντας δημόσια έπειτα σε συνεντεύξεις και δημόσιες δηλώσεις του στην ΕΡΤ, χωρίς περικοκλάδες, για τον εθνικό ρόλο των ελάχιστων υπερήφανων Ελλήνων της Κύπρου «που ξυπνούν κάθε πρωί και βλέπουν το μισοφέγγαρο στον Πενταδάχτυλο– σα δεν ντρεπόμαστε!», φτύνοντας- προφανώς, γνωρίζοντας εξαρχής και το τίμημα- την Ελλάδα των μεγάλων σκανδάλων, του λαοπλάνου Παπανδρέου, του Κοσκωτά, των πάμπερς με τα δεκαχίλιαρα, του Τσοβόλα που τα ‘χε δώσει όλα και δεν είχε μείνει τίποτα, της μάζας που παρασύρεται γιατί εξαγοράζεται από τα «πακέτα Ντελόρ». Όπως συχνά, άλλωστε, υπογράμμιζε και ο ίδιος, ήταν ένας δημιουργός που πρωτίστως ένιωθε δεμένος με τους τόπους όπου η γλώσσα και οι μνήμες του ελληνισμού συνεχίζουν να παράγουν νόημα– έξω από το κέντρο των αποφάσεων και των Αθηνών.

Νταλάρας και Σαββόπουλος ατενίζουν τη Νεκρή Ζώνη.

Γι’ αυτό και η Κύπρος βρέθηκε επανειλημμένα στο επίκεντρο αυτής της σχέσης: Όχι ως απλή στάση μίας τουρνέ, αλλά ως χώρος που ενεργοποιούσε στη μουσική του και στη δημόσια παρουσία του μια βαθιά, πολύ προσωπική και πολιτισμική, ανταπόκριση κάποιων απόμαχων, μα με λεβέντικη στάση, Ελλήνων.

Εκείνη ακριβώς την εποχή, ο Νιόνιος κυκλοφορεί και τραγουδά (με την Αρβανιτάκη στις δεύτερες φωνές) τους «Κωλοέλληνές» του– πράγματι, με περίσσιο θάρρος και θράσος: «Πνεύμα αλήτικο, Ελλαδίτικo/ σε μικρά Ασία, Κύπρο, Λευκωσία, Βόρειο Ήπειρο/ Δεν ακούει κανείς/ στο χειρότερο του Ελληνισμού κομμάτι/ στην Ελλάδα ζεις/ Δεν υπάρχει ελπίς/ στην Ελλάδα ζεις…». Κι αυτή ήταν, όπως θα παραδεχόταν κι ο ίδιος, άλλωστε, η μεγαλύτερη (εμπορική) αποτυχία του (του άλλου, του «ρόλου»).

Θα μου έλεγε δύο χρόνια πριν πεθάνει, σε συνέντευξή μας για τον «Φιλελεύθερο», με αφορμή κάποιες συναυλίες που θα έδινε τότε στη Λευκωσία και στη Λεμεσό, καλεσμένος των Σχοινή-Παπαδόπουλου, για ένα tribute στον Μάνο Χατζιδάκι: «Το ’89-’90 μ’ είχανε πάρει με τις πέτρες, γιατί είχα “ενοχλήσει”. Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά, αλλά ιδιαιτέρως τότε… Ήταν η περίοδος που κάθε τρεις και λίγο ερχόμουν στην Κύπρο κι ενοχλούμουν και μ’ αυτό που υπόμενε ένα κομμάτι του ελληνισμού και με τη στάση των Αθηνών. Στην αρχή έκανα πως δεν καταλαβαίνω τίποτε, αλλά μετά είπα “τι γίνεται εδώ;”, είχε σιγήσει το τηλέφωνο. Παλιά μ’ έπαιρναν απ’ τα μαγαζιά και μου ‘λεγαν: “Μεγάλε, φέτος θα είσαι μαζί μας”. Αλλά αυτό, τότε, σταμάτησε ξαφνικά {…} Ξέρετε, ως καλλιτέχνης θέλω να αρέσω, θέλω να μ’ αγαπάνε. Όταν, λοιπόν, δυσαρεστείται μεγάλο μέρος του ακροατηρίου μου με τα λεγόμενά μου, λέω στον εαυτό μου: “Την άλλη φορά, κοίτα να προσέχεις, να τα πεις πιο προσεκτικά, πιο μαλακά”. Όμως, όταν έρχεται η στιγμή να γράψω, βρε παιδί μου, το ξεχνάω αυτό και γράφω πάντα αυτό που αισθάνομαι – κι αυτό είναι στη φύση του τροβαδούρου, αγαπητέ μου. Που και πέτρες να του ρίξουν, αυτό για εκείνον είναι παράσημο!».

Η κυπριακή του παρακαταθήκη

Είχε προηγηθεί, 25 χρόνια πριν, με «παραγγελία» της Μελίνας Μερκούρη, ώστε να το τραγουδήσει η ίδια στη μεγάλη συναυλία που θα γινόταν για τις πρώτες μέρες της Μεταπολίτευσης στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, το- κλασικό και διαχρονικό πια- τραγούδι «Για την Κύπρο», το οποίο θα κυκλοφορούσε την ίδια περίοδο ταυτόχρονα σε σιγκλάκι· ένας μουσικός θρίαμβος– κι η επαναφορά του «Σάββο», έπειτα από 7 χρόνια ταλαιπωρίας επί Χούντας, στο προσκήνιο («ήταν όλοι οι συνάδελφοι εκεί, παλιοί και νέοι. Ήμουν κι εγώ, αλλά δεν θέλησα να τραγουδήσω, δεν το ένιωθα, είχα επιφυλάξεις– λες και ήμουν ένας ξένος», λόγια δικά του από το αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», σελ. 234):

«Δεν είν’ οικόπεδο που το καταπατούνε

ούτε και μούρλα εθνική που επιστρέφει

είναι η Κύπρος που οι εμπόροι τη μισούνε

και η ανάγκη μας που όνομα δεν έχει.

Κι αν λέω ψέματα κι αν λέω παραμύθια

κι η ζητιανιά τα δυο χεράκια μου στραβώνει

μη με μαλώνεις, μόνο δώσε μια βοήθεια,

το άδειο μας πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει».

«Όσοι ένιωσαν το τραύμα, συνεχίζουν να το νιώθουν. Διότι δεν έχει κλείσει. Οι άλλοι, που δεν τους ένοιαζε πολύ, ήταν οι ίδιοι ξεθωριασμένοι και το ίδιο ξεθωριασμένοι συνεχίζουν να ‘ναι και τώρα», θα μου πει σιβυλλικά το 2023, όταν τον ρωτώ πίσω από τα στρογγυλά του γυαλιά και τον επί σκηνής του «ρόλο» τι στ’ αλήθεια «κοιτάει» ο «Σάββο» σήμερα – ο «δικός μας» πια άνθρωπος που είχε λόγο να «μιλάει».

Η εγγύτητα, άλλωστε, που αισθανόταν ο Διονύσης Σαββόπουλος προς την Κύπρο ήταν ανέκαθεν πολυεπίπεδη, κρυφή κάποιες φορές – ιδίως όταν κανόνιζε, μέσω της Εκκλησίας της Κύπρου, να δοθεί η προσωπική του αμοιβή από μεγάλες συναυλίες του στα παιδιά των αγνοουμένων της Κύπρου-, πολυδιάστατη: Μουσική, πολιτιστική, πολιτισμική, ιστορική, εθνική -όχι με τον στραβό τρόπο που κάποιοι αντιλαμβάνονται τον όρο σήμερα- και, πάνω απ’ όλα, ανθρώπινη.

Η Κύπρος για τον Νιόνιο δεν ήταν ένας ακόμα «σταθμός» στον χάρτη της καριέρας του, αλλά ένας κοινός τόπος της ψυχής του, ένας ομοαίματος τόπος, τόπος δικός του, όπου η Τέχνη του συναντούσε άμεσα τη μνήμη, το κοινό και τις συλλογικές αφηγήσεις που κι ο ίδιος έψαχνε να μεταφέρει -και να κινήσει, εκκινώντας τις- μέσα από τα τραγούδια του, τα λόγια του, τις μουσικές του, τις ιστορίες που αφηγείτο στους ακροατές και θεατές των εμφανίσεών του, συγκινώντας, αλλά και αφυπνίζοντας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η σχέση του Σαββόπουλου με την Κύπρο αφήνει μια μεγάλη παρακαταθήκη: Τη βεβαιότητα ότι η μουσική μπορεί να λειτουργήσει και ως γέφυρα ανάμεσα σε πληγές και ελπίδες, ανάμεσα στα άκρα ενός έθνους ενιαίου που τα συνδέει η ωραία μουσική κι η πίστη στο αυθεντικά ελληνικό (εκείνο που όταν ανεμίζει η ελληνική σημαία και παιανίζει ο εθνικός ύμνος σε κάνει να βουρκώνεις– όχι το άλλο), ανάμεσα σε δύο όχθες που προσπαθούν να συναντιούνται αν και όχι πάντα με μεγάλη επιτυχία, μιας κοινά τραυματισμένης -αλλά υπερήφανης, όπως ήταν κι ο ίδιος- μεγαλειώδους πολιτιστικής εμπειρίας.

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 26.10.2025