Με αφορμή την «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου, με την οποία επιστρέφει στην Κύπρο μετά από εννιά χρόνια, ο σπουδαίος θεατράνθρωπος και διανοούμενος Βασίλης Παπαβασιλείου μιλά για τη γλώσσα ως παραγωγό γεγονότων και τονίζει την ανάγκη να αναλάβουμε επιτέλους την ιστορική ευθύνη της ενηλικίωσης.

Έχει υπηρετήσει το θέατρο και με τις τέσσερις ιδιότητες: σκηνοθέτης, ηθοποιός, μεταφραστής, συγγραφέας. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου τα συνοψίζει όλα αυτά χαρακτηρίζοντας εαυτόν «σκηνίτη». Η σχέση του με την ριτσική «Ελένη» χρονολογείται από το 1999 κι έκτοτε την έχει παρουσιάσει σε τρεις εκδοχές και πάνω από 200 παραστάσεις, επιβεβαιώνοντας κάθε φορά ότι είναι ένα κείμενο πέρα από τον χρόνο και το φύλο, το οποίο χρωματίζεται από την εκάστοτε συγκυρία.

Πώς προσεγγίζει κανείς την ποίηση του Ρίτσου; Σαν να συνομιλεί μ’ έναν άνθρωπο που δηλώνει μονίμως παρών. Φαντάζομαι ότι έγραψε την «Ελένη» συνομιλώντας με τον Σεφέρη, που έδωσε το περίφημο ποίημα από τη συλλογή «Κύπρον, ού μ’ εθέσπισεν». Η «Ελένη» του Ρίτσου γράφτηκε μέσα στη δικτατορία. Εκεί στήνεται το σκηνικό της συνομιλίας δύο μεγάλων ποιητών που δηλώνουν παρόντες.

-Ποιο είναι το ζητούμενο της νέας εκδοχής; Να δούμε πώς οδεύουμε στα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Μάς επιτρέπει, ελαφρώς χαριτολογώντας, να πούμε ότι τα πρώτα 200 χρόνια είναι δύσκολα. Η ελληνική έκφραση στηρίζεται πολύ στο γεγονός της ποιητικής δημιουργίας και πράξης. Σε ό,τι κάνουν οι Έλληνες και οι Κύπριοι υπόβαθρο είναι η γλώσσα. Ένας πολιτισμός που στηρίζεται σ’ αυτό που έλεγε ο Ελύτης: «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου». Αυτό ισχύει πάντα. Διότι αν δεν ισχύει, δεν έχουμε λόγο ύπαρξης.

– Τι ακολουθεί μετά τα 200 χρόνια; Άγνωστο είναι. 200 χρόνια δεν είναι και τόσο πολλά για τη δημιουργία και συγκρότηση ενός κράτους. Φαντάζομαι ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα πει ότι οι δύο αιώνες αυτοί σφραγίζονται από τις δεκαετίες του ’10. Η περίοδος του 1910-1922, η εποχή του Βενιζέλου με αποκορύφωμα τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν καθοριστική για τη γεωγραφική ολοκλήρωση της σημερινής Ελλάδας. Ο δεύτερος αιώνας ξεκινά ουσιαστικά την επομένη για να σφραγιστεί με τον διχασμό και τον εμφύλιο και να ολοκληρωθεί τυπικά, κατ’ εμέ, με το 3ο Μνημόνιο που αποχαιρετήσαμε τυπικά πριν λίγους μήνες. Πλέον μπροστά μας έχουμε το στοίχημα της σύνθεσης.

– Σε ποιο βαθμό είναι παρεξηγημένη η έννοια της «ανεξαρτησίας», σε Ελλάδα ή και Κύπρο; Φοβάμαι ότι είναι μεγάλος ο πειρασμός να την παρερμηνεύσει κανείς. «Ανεξαρτησία» δεν σημαίνει ότι εκτοξεύεσαι στο σύμπαν σε ελεύθερη τροχιά. Σημαίνει ότι αποφασίζεις να δώσεις κάθε φορά νόημα και περιεχόμενο στις εκάστοτε εξαρτήσεις σου. Μόνος του δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο. Είναι μεγάλος ο πειρασμός να λες ότι ζεις ελεύθερος και ανεξάρτητος, αλλά είδαμε και στην πράξη ότι δεν είναι έτσι. Ίσως το πικρό και ακριβό αυτό μάθημα να είμαστε σήμερα πιο ώριμοι να το σηκώσουμε.

– Η «Ελένη» πώς συνδέεται με την ελληνική ιστορία και μοίρα; Όπως όλα τα κείμενα του Ρίτσου στην «Τέταρτη διάσταση», το αρχαίο πρόσωπο είναι ένα προσωπείο απ’ όπου περνά η ανθρώπινη περιπέτεια στη συγκεκριμένη συγκυρία. Τονίζεται και στις σκηνοθετικές οδηγίες ότι είναι ένα πρόσωπο πέραν του χρόνου και του φύλου. Γράφτηκε το 1970 σε μια κρίσιμη στιγμή για την Ελλάδα και τον ποιητή, ο οποίος βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο. Υπό αυτή την άποψη, η Ελένη προσωποποιεί και τη φθορά, την ήττα που συνεπάγεται ο χρόνος, αλλά και το ενδεχόμενο της Ανάστασης που επίσης κουβαλά μέσα της κάθε στιγμή που ο τόπος συναντιέται με τη μεγάλη Ιστορία.

– Εμπεριέχει τον φόβο και του ίδιου του ποιητή για τη φθορά; Βεβαίως. Αλλά εμπεριέχει και μια μεγάλη κατάβαση στη δύναμη της ελληνικής γλώσσας, που είναι από μόνη της μια λυτρωτική δύναμη. Το φοβερό προνόμιο να τη μιλάς δεν το αντιλαμβάνονται οι σημερινοί Έλληνες, δεν το έχουν μετρήσει δημιουργικά όσο θα έπρεπε. Το ότι σε μεγάλο ποσοστό μπορούμε να μιλάμε όπως ο Όμηρος δεν είναι μικρό πράγμα. Είναι μοίρα, όχι μια απλή κληρονομιά. Για να θυμηθούμε τον άλλο βράχο της ελληνικής ποίησης, τον Σολωμό: «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» Γλώσσα και ελευθερία συμπίπτουν, γίνονται δυνάμεις συνώνυμες και κατά κάποιον τρόπο απεργάζονται το μέλλον των ανθρώπων.

– Γιατί λέτε ότι η γλώσσα είναι η μόνη ταυτότητα των ηρώων του Ρίτσου; Ο Ρίτσος δεν κάνει ψυχολογικό θέατρο. Βλέπεις και αισθάνεσαι ότι αυτό που κυρίως ξέρει, αυτό στο οποίο αφιερώνει τη δημιουργική του χειρονομία, είναι το ίδιο το γεγονός της γλώσσας. Δεν είναι απλώς ένα εργαλείο επικοινωνίας· είναι παραγωγός γεγονότων.

-Αντέχει χωρίς μύθους ο Έλληνας; Ως «μύθο» εννοούμε ένα κατασκευασμένο αφήγημα που κάποιος σου φορά σαν καπέλο ή την ικανότητα να αναρωτιέσαι μπροστά στο θαύμα του κόσμου; Ο μύθος είναι προϊόν του δώρου της γλώσσας.

-Εκτιμάται όμως αυτό στον βαθμό που θα έπρεπε; Δεν συνέβαινε στον βαθμό που θα έπρεπε και πληρώνουμε τίμημα. Από εκεί και πέρα, το ζήτημα είναι ότι η ζωή δεν τελειώνει κι ότι στο μέτρο που δίνεται άπαξ, ο καθένας μας έχει να αναμετρηθεί με το δώρο του θαύματος, να βάλει ένα μικρό λιθαράκι στη διαιώνισή του.

Ποια είναι η πρόκληση για μας, σ’ αυτή τη γωνιά του πλανήτη; Το καράβι του κόσμου κάνει μια μεγάλη στροφή. Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για τις μακροϊστορικές συνέπειες της κατάρρευσης του 1989. Το παγκόσμιο σκηνικό είναι υπό διαμόρφωση, κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι στην περιοχή αυτή συντελέστηκε κάτι που μοιάζει με τη μήτρα ενός θαύματος. Είμαστε θεματοφύλακες του θαύματος αυτού, γι’ αυτό πρέπει να έχουμε πιο καθαρό μυαλό, να μην ενδίδουμε στο πρώτο συναίσθημα, την πρώτη έξαρση του θυμικού. Να αναλάβουμε επιτέλους την ιστορική ευθύνη της ενηλικίωσης.

– Τι σημαίνει «ενηλικίωση» για σας; Σημαίνει να πάψουμε να τα ρίχνουμε όλα στους άλλους. Να πούμε επιτέλους αυτό το νιτσεϊκό «εγώ φταίω και κανείς άλλος» και επομένως να πληρώσουμε τις συνέπειες και να αναλάβουμε τις ευθύνες. Ξέρετε, αγαπητέ μου φίλε, όταν δεν φταις για τίποτα είναι σαν να ομολογείς ότι είσαι καθολικά ανίκανος. Δεν υπάρχει περίπτωση άνθρωπος να δημιουργεί και να μην έχει φταίξει.

– Αυτή η βαριά κληρονομιά μήπως μάς εφησυχάζει; Κανένας Αισχύλος δεν πρόκειται να μας σώσει αν δεν έχουμε φαντασία. Είναι βέβαιον. Έχουμε ενώπιόν μας την πρόκληση της διαχείρισης μιας κληρονομιάς κι είναι εύκολο αυτό να το απεμπολήσουμε και να καταντήσουμε κοινοί κάπηλοι. Μόνο η δημιουργία μπορεί να επαναφέρει κάτι από αυτό που ήταν το ελληνικό θαύμα. Με τα σημερινά μέσα και όρους, κουβαλώντας όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν την ιδιαίτερη σκευή της ταυτότητάς μας.

– Τι είναι «ταυτότητα»; Είναι μια λέξη που δεν μου αρέσει κι έρχεται εδώ ο Σεφέρης να με σώσει όταν λέει στο «Επί Σκηνής», στα Κρυφά Ποιήματα, «εγώ είμαι ο τόπος σου, ίσως να μην είμαι κανείς αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις». Αναφέρεται στον ομηρικό Πρωτέα. Αυτή την ικανότητα της μεταμόρφωσης, το να μετατρέπεις την πέτρα σε Παρθενώνα, είναι που εννοώ ότι δεν πρέπει να απεμποληθεί.

– Ατενίζοντας κάποιος καθημερινά τον Παρθενώνα πόσο εύκολα μπορεί να παρασυρθεί λέγοντας «έκανα το χρέος μου στην ανθρωπότητα»; Ακριβώς αυτός είναι ο κίνδυνος. Βλέπω καθημερινά τον Παρθενώνα από το σπίτι μου τα τελευταία 40 χρόνια, από τα συνολικά 2500 της ύπαρξής του. Είναι μεγάλος ο πειρασμός να πω «κοίτα να δεις τι έφτιαξα!» ή «τι έφτιαξε ο προπάππος μου!» Είναι πρόκληση να ξεπεράσεις αυτόν τον πειρασμό. Και δεν τον ξεπερνάς παρά μόνο όταν αναλαμβάνεις το στοίχημα της δημιουργίας και της ευθύνης. Αυτόν τον δρόμο έχουμε μπροστά μας για τα επόμενα 200 χρόνια. Ωραίος δεν είναι;

– Αυτόν επιλέξατε ως δικό σας δρόμο όταν αποφασίσατε να ταχθείτε στο θέατρο; Δεν ξέρω. Ένιωθα ότι κατά κάποιον τρόπο διασφαλίζεται έτσι μια σχέση με την ελληνική γλώσσα κι αυτό καθώς περνούν τα χρόνια είναι κάτι που με ορίζει. Οφείλεται ίσως στον παππού μου, από τη μεριά του πατέρα μου, που ήρθε από τον Πόντο έχοντας στο μπαούλο της προσφυγιάς τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς σε εκδόσεις της Λειψίας. Σημειώστε ότι ήταν παπάς, αρχιμανδρίτης. Έτσι έχω σήμερα τον Αριστοφάνη σε έκδοση Λειψίας με σφραγίδα βιβλιοπωλείου «Γεωργιάδου εν Τραπεζούντι». Η σχέση με το θέατρο από εκεί και πέρα είναι η υλοποίηση της σχέσης με την ελληνική έκφραση.

– Φαντάζεστε τον εαυτό σας χωρίς το θέατρο; Επειδή έχω κατά κάποιον τρόπο αναλάβει την ευθύνη της «Εαυτός Α.Ε.» λέω ότι δεν ξέρω ποια θα είναι η επόμενη μέρα. Αυτό που ξέρω είναι ότι η θεατρική συνθήκη, η σχέση με το κοινό, είναι κάτι που με ορίζει και δίνει νόημα στη ζωή μου. Είναι αργά ν’ αλλάξω πια.

– Υπάρχουν κείμενα που θέλατε αλλά δεν είχατε την ευκαιρία να καταπιαστείτε; Μα, όπως έλεγε κι ένας μεγάλος σκηνοθέτης, η βιογραφία ενός ανθρώπου του θεάτρου αποτελείται από πράγματα που ήθελε να κάνει και δεν μπόρεσε. Δόξα τω θεώ, είναι πάρα πολλά και φαντάζομαι θα μείνουν πολλά όσα δεν θα μπορέσω να κάνω. Ευτυχώς!

– Αν σας ζητούσα να διαλέξετε ένα; Θα ήθελα να κάνω την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ. Είναι κάποια κείμενα που απαντούν μόνα τους στο ερώτημα «γιατί θέλω να το κάνω». Αυτό που θέλεις να κάνεις υπάρχει εκεί για να σε ορίζει, μια εκδοχή Παρθενώνα. Υπάρχει μια μοναδικότητα στη στιγμή αυτή που λέγεται «Τρικυμία», Ορέστεια, «Βυσσινόκηπος». Γνωρίζω όμως ότι τα πράγματα δεν είναι στο χέρι μου. Το θέατρο σε μαθαίνει να είσαι σεμνός και ταπεινός, ότι δεν εξαρτώνται τα πάντα από σένα. Υπάρχουν κείμενα που υπάρχουν εκεί σαν αυταξίες κι αν αξιωθείς να καταπιαστείς μαζί τους θα πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό.

– Σε ποιο βαθμό η εφήμερη και θνησιγενής φύση του θεάτρου είναι μέρος της γοητείας του και σε ποιο καθοριστικό μειονέκτημα; Δεν συμφωνώ με τέτοιους όρους. Υπάρχει μια μοναδικότητα στο γεγονός του θεάτρου, που είναι ένας χωροχρόνος φυσικής συμπαρουσίας ανθρώπων. Από την εποχή που οι άνθρωποι κόμιζαν σώμα και λόγο στο θέατρο του Διονύσου, το γεγονός της σκηνής χαρακτηρίζεται από πολλαπλότητα. Η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα της πολλαπλότητας. Αυτή η φυσική συνύπαρξη των ανθρώπων στον χωροχρόνο του «εδώ και τώρα» δεν είναι πλεονέκτημα ή μειονέκτημα. Είναι η μοναδικότητα του ανθρώπινου πολιτισμού και της ύπαρξης. Δηλαδή της ΣΥΝύπαρξης.

– Αναφέρατε τη Δημοκρατία. Από τι κινδυνεύει περισσότερο σήμερα; Είναι μεγάλο το ζήτημα αν μπορεί να λειτουργήσει σ’ έναν κόσμο που ζει μπροστά από μια οθόνη, περιορίζοντας ή αποκλείοντας τη φυσική παρουσία. Ο καθένας σήμερα κρατά στα χέρια ένα σκεύος που παράγεται από διαστημική τεχνολογία. Smartphone και τάμπλετ δεν είναι προϊόντα γήινης τεχνολογίας. Αυτό τροφοδοτεί την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να ζεις υπό συνθήκες έλλειψης βαρύτητας, όπως στο διάστημα. Ωστόσο, μέχρι νεοτέρας, ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να υπόκειται στη βαρύτητα, να πέφτει να πονάει και να επιβάλλεται να ξανασηκωθεί. Ίσως πρέπει να αναλογιστούμε, να αναστοχαστούμε ώστε να μην ενδίδουμε σε μια τεχνολογική παραμαγεία που παράγεται μέσα από την ανάπτυξη των νέων μας κατακτήσεων.

– Δεν έχετε ενταχθεί στην τεχνολογία αυτή; Στον ελάχιστο βαθμό. Το διαδίκτυο για μένα είναι ένας χώρος όπου ο καθένας μπορεί να επικοινωνεί μέσω email, πληρώνοντας το τίμημα. Δεν υπάρχει τεκμήριο πολιτισμού που να μην είναι και τεκμήριο βαρβαρότητας, είπε ένας στοχαστής που αγαπώ (σ.σ. ο Βάλτερ Μπένγιαμιν). Η λαχτάρα που είχες περιμένοντας απάντηση σ’ ένα γράμμα που έστειλες πριν από δύο μήνες είναι ένας συντελεστής ψυχικού πολιτισμού που έχει πια εξοβελιστεί από τη ζωή. Δεν πλέκω το εγκώμιο της καθυστέρησης, απλώς θέλω να πω ότι είναι καλό να ξέρουμε ότι στην οικονομία της ζωής δεν υπάρχει κέρδος χωρίς απώλεια. Σήμερα έχουμε την ικανότητα φαντασιακά να ζούμε στο διάστημα, σε μια αναγκαστική ελαφρότητα. Έρχεται όμως η στιγμή που κάποιος αρρωσταίνει, πονά και πέφτει. Τότε αναλογίζεται ότι δεν ήταν και τόσο ανάλαφρος. Ο Ζιλ Ντελέζ είχε πει ότι δεν μάς χρειάζεται περισσότερη επικοινωνία αλλά μεγαλύτερη αντίσταση στο παρόν. Δηλαδή, περισσότερη δημιουργία.

– «Ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου» γράφει ο Ρίτσος στην «Ελένη». Τελικά η ελπίδα είναι ευχή ή κατάρα; Την ελπίδα οι αρχαίοι Έλληνες δεν την είχαν περί πολλού. Αξιολογούσαν τα συναισθήματα συναρτήσει του βαθμού πραγματικότητας που μεταγγίζουν στην ψυχή του ανθρώπου. Εκτιμούσαν πολύ τον θυμό και καθόλου την ελπίδα. Ο Ρίτσος εκφράζει τη κραυγή ενός θυμωμένου, πληγωμένου κι από μια άποψη ηττημένου –με την έννοια ενός ανθρώπου που στρατεύτηκε σ’ έναν αγώνα που χάθηκε. Αλλά η μάχη συνεχίζεται και για τον ίδιο συνεχίστηκε ακριβώς γιατί μπροστά του ήταν πάντα ανοιχτό το μέτωπο του αέναου πολέμου των λέξεων.

* «Ελένη» του Γ. Ρίτσου, Παρασκευή 24 Μαΐου, Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ, 9μ.μ. 77772717. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου δίνει και 4ωρο Masterclass στις 25 Μαΐου, 10π.μ., με θέμα την ελληνική έκφραση