Η αστική τάξη (κυρίως της Λευκωσίας) είναι εκείνη που συνήθως στρώνει το χαλί ή/και τραβά το χαλί, κάτω από τα πόδια, της εκάστοτε εξουσίας. Γι’ αυτό και διαχρονικά καταβάλλεται μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί στήριξη της αστικής τάξης από τους διεκδικητές υψηλών δωμάτων εξουσίας, τόσο της Προεδρίας της Δημοκρατίας όσο και της κομματικής ηγεσίας. Όμως χωρίς λαϊκό εκτόπισμα κανείς δεν μπορεί να προχωρήσει πέραν ενός σημείου.
Στον Δημοκρατικό Συναγερμό, το χώρος της κυπριακής παραδοσιακής δεξιάς, αυτές οι δύο τάσεις είναι που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του κόμματος. Εκεί και όπου υπάρχει σύμπλευση συνήθως το κόμμα βγαίνει κερδισμένο, από την άλλη όταν οι δύο πλευρές έχουν διαφορετική προσέγγιση ή κάνουν διαφορετική ανάγνωση της κατάστασης πραγμάτων τότε η παράταξη αποτυγχάνει στον στόχο της. Κάτι που φάνηκε και στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, όπου υπήρχε μια διάσταση ανάμεσα στην αστική τάξη (κυρίως της Λευκωσίας) και την λαϊκή δεξιά.
Τον τελευταίο ένα (ίσως και περισσότερο) χρόνο καταγραφόταν – εξ αφορμής των προεδρικών εκλογών του 2023 – μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην αστική και την λαϊκή δεξιά. Ο μεν Νίκος Χριστοδουλίδης έδειχνε από την αρχή να έχει ισχυρά ερείσματα μέσα στην λαϊκή δεξιά, σε αντίθεση με τον Αβέρωφ Νεοφύτου που παρά το γεγονός ότι ήταν ο ηγέτης της δεξιάς παράταξης έδειχνε να αδυνατεί να πείσει ευρύτερα τη κομματική βάση. Έδειξε να ρίχνει περισσότερο βάρος στην αποδοχή της αστικής τάξης παρά στην στήριξη της λαϊκής βάσης. Και παρά τις κινήσεις που έκανε εκ των υστέρων ήταν πλέον δύσκολο να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων.
Οι εκλογές για την ανάδειξη της ανώτερης ηγεσίας του Δημοκρατικού Συναγερμού, πέραν του εσωκομματικού ενδιαφέροντος, έχει σημασία και σ’ ότι αφορά την ξεχωριστή μάχη ανάμεσα σε λαϊκή δεξιά και αστική τάξη (η οποία χαρακτηρίζεται και ως φιλελεύθερη τάση προκειμένου να αποκτήσει και κάποια ευρύτερα ερείσματα). Στην τρίτη αναμέτρηση ανάμεσα στην αστική/φιλελεύθερη τάση και την λαϊκή δεξιά, η δεύτερη βρήκε και πάλι νικήτρια με καθαρό αποτέλεσμα.
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου, αποτελεί και ένα ηχηρό χαστούκι της λαϊκής δεξιάς προς όσους – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – την είχαν αμφισβητήσει τον τελευταίο ένα χρόνο. Η πρώτη αμφισβήτηση της λαϊκής δεξιάς ήρθε προεκλογικά όταν η συναγερμική ηγεσία αρνήθηκε να λάβει υπόψη τα μηνύματα που έστελνε. Παράλληλα ασκήθηκε έντονη πίεση (στο όνομα του λεγόμενου κομματικού πατριωτισμού) ώστε να μην κάνει άλλες επιλογές. Ένα κομμάτι της λαϊκής δεξιάς έμεινε αμετακίνητο στην αρχική του επιλογή, ενώ ένα δεύτερο κομμάτι αρνήθηκε να υπακούσει σε κελεύσματα μιας στροφής προς τα αριστερά και στήριξη μιας υποψηφιότητας την οποία έδειξε να προτιμά η αστική/φιλελεύθερη τάση.
Στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του περασμένου Φεβρουαρίου η αστική δεξιά κατάφερε να επικρατήσει καθαρά μέσα από την κάλπη. Το μήνυμα που είχε σταλεί τον περασμένο Φεβράρη κάποιοι δεν ήθελαν να το ακούσουν ή συνέχισαν να παραγνωρίζουν την κομματική βάση. Η τρίτη μάχη δόθηκε το περασμένο Σάββατο για την ανάδειξη της ανώτατης κομματικής ηγεσίας του Δημοκρατικού Συναγερμού. Και σ’ αυτή την εκλογική μάχη η λαϊκή δεξιά εξήλθε νικήτρια δίνοντας συνάμα και τον τρίτο της χαστούκι σε όσους έχουν αμφισβητήσει όχι μόνο τη δύναμή της αλλά και τα πιστεύω της. Στις ανώτατες βαθμίδες της συναγερμικής ηγεσίας βρίσκονται σήμερα άτομα τα οποία έχουν ισχυρές προσβάσεις στη λαϊκή δεξιά που αποτελούν και την ισχυρή βάση πάνω στην οποία θα εξαρτηθεί η μετέπειτα πορεία του κόμματος.
Η τελευταία εσωκομματική εκλογική αναμέτρηση θα πρέπει να αναλυθεί και από μια άλλη οπτική γωνία, του πόσο οι συζητήσεις σε επίπεδο μέσων (λεγόμενης) κοινωνικής δικτύωσης δύνανται να απασχολούν πέραν από κάποια πολιτικά/κομματικά πηγαδάκια και δημοσιογράφους. Η κάλπη για ακόμα μια φορά έδειξε το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα του τι απασχολεί το εκλογικό σώμα και τι μπορεί να συζητιέται σε δημοσιογραφικά πάνελ ή κάποια πηγαδάκια.