Είναι γεγονός πως όταν έκανε δηλώσεις μετά την παράδοση του πορίσματος ο ποινικός ανακριτής Σάββας Μάτσας, μας εξέπληξε. Δεν έχουμε συνηθίσει να μιλούν τόσο καθαρά για τις διαπιστώσεις τους οι ανακριτές. Συνήθως ακούμε μισόλογα και κατά κανόνα οι έρευνές τους κρύβονται στα συρτάρια. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουν μόνο οι ανακριτές και οι εισαγγελείς, αλλά όχι η κοινή γνώμη. Ο Σάββας Μάτσας, όμως, μιλώντας με σαφήνεια για τη δολοφονία του Θανάση Νικολάου και τις ευθύνες όσων διενήργησαν τις ύποπτες κι ελλιπείς έρευνες πριν από 17 χρόνια, δεν άφησε κανένα περιθώριο να κρυφτεί αυτή η υπόθεση στα συρτάρια. Έστω και μετά από 17 χρόνια έφερε άπαντες ενώπιον των ευθυνών τους.
Ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί να ενοχλήθηκε, μπορεί να ήθελε να μελετήσει το πόρισμα χωρίς να έχει την πίεση της κοινής γνώμης, πίεση που ο κ. Μάτσας προκάλεσε και τροφοδότησε. Αλλά, δεν μιλάμε για συνηθισμένη υπόθεση, μιλάμε για μια οικτρή από κάθε άποψη ιστορία, μια βαρβαρότητα που βαραίνει την κοινωνία και την Πολιτεία, βασάνισε τόσα πολλά χρόνια την οικογένεια του Θανάση, και απασχόλησε την κοινή γνώμη, που αυτό που έκανε ο Σάββας Μάτσας είναι το ελάχιστο.
Μετά από 11,5 μήνες μελέτης του μαρτυρικού υλικού (όπως ο ίδιος δήλωνε χθες, αποτελείται από έξι ογκώδεις φακέλους, έκτασης περίπου 4.000 με 4.500 σελίδων, ενώ η έκθεση που ετοίμασε μαζί με τον άλλο ποινικό ανακριτή της υπόθεσης, Αντώνη Αλεξόπουλο, ήταν 92 σελίδες), το δημόσιο συμφέρον επέβαλλε να πει δημοσίως το γενικό του συμπέρασμα: Ότι επρόκειτο για δολοφονία και όχι για αυτοκτονία, όπως επί τόσα χρόνια έλεγαν όλοι όσοι ερεύνησαν, δήθεν, την υπόθεση.
Ο κ. Μάτσας προφανώς γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα είπε. Πιθανό να γνωρίζει ακόμα και ποιοι διέταξαν και ποιοι εκτέλεσαν τη δολοφονία, τους λόγους και τις συνθήκες, τις ελλείψεις στην έρευνα. Αλλά, δεν είπε πουθενά τίποτε άλλο παρά μόνο το γενικό του συμπέρασμα. Ότι επρόκειτο για δολοφονία και ότι όσοι απέδωσαν τον θάνατο σε αυτοκτονία ήταν είτε ηλίθιοι, είτε επίορκοι.
Μόνο να σκεφτεί κανείς πόσα πέρασε η οικογένεια του 26χρονου στρατιώτη, όταν επί 17 χρόνια εμπαιζόταν από αστυνομικούς, υπουργούς, εισαγγελείς, όταν αναγκάστηκε να πάει στο ΕΔΑΔ για να βγάλει απόφαση για πλημμελή έρευνα, αναγκάστηκε να αγωνιστεί κόντρα στις αποφάσεις της Γενικής Εισαγγελίας για να πετύχει να γίνει η εκταφή που έφερε στο φως στοιχεία και επέβαλαν τη νέα ποινική έρευνα, ο Σάββας Μάτσας ήταν υποχρεωμένος να μιλήσει δημοσίως. Το χρωστούσε και στη μάνα του Θανάση και στην κοινή γνώμη και στον εαυτό του.
Και πώς μπορούσε να σιωπά όταν, όπως ομολόγησε ο ίδιος «τόσα πολλά λάθη ηθελημένα, τόσες πολλές παραλείψεις, τόσες πολλές αλλοιώσεις των πραγματικών γεγονότων και τόσο σοβαρές, ουδέποτε συνάντησα στην πολυετή καριέρα μου». Και «δεν υπήρξε άλλη περίπτωση που διαβάζοντας το μαρτυρικό υλικό να δένεται κόμπος το στομάχι μου και να με πιάνει ημικρανία» (25/9/2022). Δεν ήταν, λοιπόν, μια οποιαδήποτε υπόθεση για να αντέξει ο άνθρωπος, που με δεκαετίες πείρας στην πλάτη του, αντίκρισε τόσο βούρκο, τόσο τεράστιο έγκλημα σε βάρος μιας οικογένειας.
Αυτή είναι η πίεση, που άσκησε δημοσίως για να συνεχιστεί η έρευνα και να εντοπιστούν και να οδηγηθούν οι ένοχοι στη Δικαιοσύνη. Η αντίδραση τώρα του Γενικού Εισαγγελέα να επικαλεστεί τις δηλώσεις του και να τον θέσει εκτός ερευνών για «μη τήρηση της εμπιστευτικότητας», μπορεί να έχει επίφαση τυπικότητας και κανονισμών, αλλά ουσιαστικά δεν έχει νόημα.
Γιατί ο κ. Μάτσας δεν είπε τίποτε απολύτως που θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στις περαιτέρω έρευνες. Άλλωστε, όταν γινόταν η έρευνα επί ένα σχεδόν χρόνο, δεν είπε λέξη δημοσίως, ενώ και τώρα ο ρόλος των δυο ποινικών ανακριτών στην αστυνομική έρευνα που θα ακολουθήσει θα είναι μάλλον συμβουλευτικός, ώστε να μπορέσουν οι αστυνομικοί να αντεπεξέλθουν σε μαρτυρικό υλικό 4.000 με 4.500 σελίδων.