Το εξεταστικό δοκίμιο που δόθηκε την περασμένη Παρασκευή στα Νέα Ελληνικά μπορεί να φάνηκε βατό στους υποψηφίους και δικαιολογημένα βέβαια, αλλά έρχεται ως προς το περιεχόμενο του να αποκαλύψει άβατους και αδιαπέραστους τόπους για το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα και όλους όσοι εμπλέκονται με αυτό, ακόμα και για τα πιο αυτονόητα και στοιχειώδη. Το απόσπασμα από τα «Εκπαιδευτικά Μελετήματα. Μεταξύ Εκπαίδευσης και Κοινωνίας» του τόσο μεγάλου αναστήματος Καθηγητή στα Παιδαγωγικά Ιωάννη Πυργιωτάκη, αγγίζει επί τον τύπον των ήλων και επιβεβαιώνει την ποιότητα του παρεμβατικού του λόγου στα εκπαιδευτικά δρώμενα.

Το ότι το σχολείο θα πρέπει να ανασυγκροτηθεί και ν’ αναθεωρήσει τον ρόλο και την αποστολή του στο σύγχρονο περιβάλλον δεν χρειάζεται επιστράτευση μεγάλης σοφίας για να διαπιστωθεί. Παρ’ όλον ότι είναι αδιαμφισβήτητες οι στοχεύσεις που προβάλλουν ως προς τα διδακτικά αντικείμενα, τις μεθόδους, τα μέσα διδασκαλίας, την αναθεώρηση αναλυτικών προγραμμάτων και δέσιμο τους με το πνεύμα της καλούμενης μετανεωτερικής εποχής, ακόμα και βήματα που επιβάλλονται να γίνονται σε θέματα τεχνολογικής υποδομής, ωστόσο η ουσία και η πεμπτουσία του σχολείου δεν εξαντλούνται ποσώς σ’ αυτά. Άστε που τις περισσότερες φορές οι επιχειρούμενες και εδώ αλλαγές που ενίοτε προσλαμβάνουν τη μορφή μεταρρυθμίσεων και αντιμεταρρυθμίσεων αποβαίνουν σε στείρα μπουρδουκλώματα, με την ανάγκη να ξηλώνονται στην πιο κάτω στροφή και να στήνονται εκ νέου. 

Το πιο σημαντικό κομμάτι των όποιων αλλαγών του σχολείου το προσπερνούμε, δυστυχώς, με τη μεγαλύτερη άνεση και ευκολία. Το σχολείο και ο δάσκαλος μπορούν να περιορίζονται απλώς στη μετάδοση στείρων γνώσεων, ακολουθώντας παθητικά μια διεκπεραιωτικού πιο πολύ τύπου διαδικασία μάθησης, που στο τέλος της ημέρας το καθιστά ανυπόφορο και τον χώρο του τόσο απρόσωπο και άχαρο! Η γνώση δεν μπορεί να διαβιβάζεται και να μεταδίδεται, όσο τέλειες κι αν είναι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται, αν δεν περνά μέσα από τη διαδικασία της σχέσης και κυρίως της βιωματικής προσέγγισης για ν’ ανοίγουν οι ορίζοντες της κατάκτησής της από τους ίδιους τους μαθητές. Αυτό πρέπει να είναι το κύριο ζητούμενο. Το κυριότερο, όσο επιμένουμε να παραγνωρίζουμε τις αντιστάσεις στον τομέα των αξιών και του ήθους, των στοιχείων που συνθέτουν τον πραγματικό άνθρωπο, μάτην κοπιώμεν. Πολύ σωστά σημειώνεται ότι αυτό το κομμάτι, δηλαδή των αξιών και του ήθους, δεν αφορά θέμα μιας στείρας διδασκαλίας αλλά ενός βαθύτερου βιώματος που μπορεί να είναι το κύριο χαρακτηριστικό της διδακτικής πράξης. 

Και στο διά ταύτα που αφορά στη διαφθορά και παρακμή. Ούτε το στήσιμο των οποιωνδήποτε πρόσθετων θεσμικών αρχών, ούτε ακόμα και αυτά που τόσο ανέξοδα εκστομίζονται περί μηδενικής ανοχής, κυρίως σε επίπεδο εντυπώσεων και επικοινωνιακών τεχνασμάτων, ούτε, ούτε, ούτε… Όσο αφήνεται το σχολείο να παραμένει απαθές στον τομέα των αξιών και του ήθους, όπως πολύ σωστά επισημαίνεται, η διαφθορά και διαπλοκή, η τόσο μεγάλη σύγχρονη πληγή, θα ξεπετάγεται από παντού σαν Λερναία Ύδρα… Απ’ αυτή την οπτική, σ’ όλο αυτό το βάθος της σήψης εκτός από τους ενόχους – όσοι βέβαια εντοπίζονται και δεν παραμένουν αόρατοι και ασύλληπτοι – υπάρχουν πολύ περισσότεροι στον αριθμό ηθικοί αυτουργοί. Και είναι εδώ που διαπράττεται το μεγάλο έγκλημα: το σχολείο αφήνεται ως ένας αδύναμος κρίκος που αδυνατεί να υψώσει τις κατάλληλες αντιστάσεις σ’ όλα αυτά τα παρακμιακά φαινόμενα που εμφωλεύουν στους ιστούς της κοινωνίας μας.