Αν κάτι με τρομάζει πιο πολύ κι από κάποιον που διέπραξε ένα έγκλημα, αποτρόπαιο, απεχθές  κι ακατανόητο συνάμα, όπως αυτό στην Πάτρα, είναι οι «εξαγριωμένοι πολίτες» της διπλανής πόρτας. Αυτός, ο γεμάτος υποκρισία όχλος (εδώ ταιριάζει, νεαρέ Φακοντή), που θαρρείς και ξεπηδά με αναμμένους πυρσούς απ’ τον μεσαίωνα.

Που ενώ μπορεί να σαπίζει στο ξύλο τη γυναίκα του ο γείτονας, «…Πού να μπλέκεις τώρα μωρέ, άσ’ τα θα τα βρουν μεταξύ τους». Που ενώ μπορεί ένα παιδί απεγνωσμένο να απλώνει το χέρι, να ζητά να πιαστεί από κάπου, κάπως κάποιος να το σώσει… «δεν μας πέφτει λόγος στο πώς μεγαλώνει ο άλλος τα παιδιά του και τι κάμνει στο σπίτι του». Μέχρι και παροιμία έχουμε που να καλύπτει την απάθειά μας: «Λείψε που το ψυσιηκόν να μεν σε βρει το κρίμαν».

Και ξαφνικά αγανακτούμε. Μεθυσμένοι από οργή ουρλιάζουμε στα πεζοδρόμια «θάνατος» και «ψόφος», κλωτσάμε πόρτες, ζητάμε κρεμάλες, τον νόμο στα χέρια μας να πιάσουμε θέλουμε… Με υψωμένα τα κινητά, για να αποτυπωθεί η «εν βρασμώ ψυχής» διάθεση αυτοδικίας. Το λιντσάρισμα. Το μόνο που καλμάρει τη «δίκαιη αγανάκτησή» μας είναι που… «οι φυλακές έχουν τους δικούς τους άγραφους νόμους». Άρρωστα πράγματα.

Μια μικρή ιστορία: Καλοκαίρι πέρσι, μια δροσερή νύχτα του Ιούλη, αραχτός στη βεράντα εγώ, όταν επαναλαμβανόμενες γυναικείες κραυγές διαταράσσουν την ησυχία της γειτονιάς. «Βοήθεια», «βοήθεια», «βοήθεια»… Κάθε επανάληψη πιο έντονη, πιο δυνατή, πιο μακρόσυρτη. Πετάχτηκα πάνω κι έτρεξα προς την κατεύθυνση, που άκουσα τις φωνές. Στον παράλληλο δρόμο, μια γυναίκα είχε βγει κι αυτή έξω από το σπίτι της, οι φωνές λέει ακούστηκαν από τη διπλανή της πολυκατοικία, καλεί την αστυνομία. Η συγκεκριμένη πολυκατοικία είχε καμιά εικοσαριά, μπορεί και περισσότερα διαμερίσματα. Η γυναίκα που ούρλιαζε είχε βγει στο μπαλκόνι της και καλούσε σε βοήθεια, ένας άντρας την έσυρε μέσα από τα μαλλιά. Κανείς από τους γείτονές της δεν βγήκε να ρωτήσει τι έγινε. Να καλέσει έστω την αστυνομία. Μου έκανε εντύπωση. Όλα τα διαμερίσματα ολόφωτα. Μάλιστα, στη βεράντα ενός, στο ισόγειο, δυο γυναίκες έπιναν τον καφέ τους. Ουδεμία αντίδραση. «…Πού να μπλέκεις τώρα μωρέ, άσ’ τα, θα τα βρουν μεταξύ τους…». Μόνο ένας άνθρωπος από τους ένοικους της συγκεκριμένης πολυκατοικίας είχε βγει ανάστατος στην αυλή – πήγε μάλιστα και χτύπησε την πόρτα του ύποπτου διαμερίσματος, κάλεσε κι αυτός είπε την αστυνομία. Ένας μόνο. Ένας Νιγηριανός νεαρός που πηγαινοερχόταν πέρα δώθε λέγοντας: «Ηe kill the woman, he kill the woman and nobody care». Κανένας άλλος. 

Οι κοινωνίες δεν πάνε μπροστά με αυτοδικίες, λιντσαρίσματα και τιμωρούς. Ούτε με το αποφοράς ολοκληρωτισμού σύνθημα «του κοινού περί δικαίου αισθήματος». Οι κοινωνίες πάνε μπροστά μόνο με υπεύθυνους και ευαίσθητους πολίτες. Που δεν μένουν απαθείς. Που νοιάζονται. Που σπεύδουν. Που απαιτούν ευθύνες εκεί και όπου υπάρχουν. Που ζητούν να υπάρχει σωστή λειτουργία των υπηρεσιών. Και, προπαντός, μέριμνα.

Ελεύθερα, 3.4.2022.