Παρουσίασε τα αποτελέσματα έρευνας κοινής γνώμης ο Σύνδεσμος Δημοσκοπήσεων και ανακοίνωσε τον βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς, στους πολιτικούς και άλλους. Απλώς επιβεβαιώθηκε με αριθμούς το αναμενόμενο. Ότι μειώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και ότι πατώνει η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς.

Ένα από τα συμπεράσματα είναι ότι οι πολίτες είναι περισσότερο ικανοποιημένοι από το ΓεΣΥ και από τον Γενικό Ελεγκτή. Με διαφορά από τους επόμενους. Συνδέονται αυτά με το ότι η εμπιστοσύνη προς τους πολιτικούς πάτωσε; Μα, φυσικά. Διότι και το ΓεΣΥ και ο Γενικός Ελεγκτής πολεμούνται από πολιτικούς. Δηλαδή, οι δύο θεσμοί που ικανοποιούν τους πολίτες δεν ικανοποιούν τους πολιτικούς. Έχει τη σημασία του και δεν χρειάζεται καμιά φωτισμένη ανάλυση για να γίνει αντιληπτό. Επιβεβαιώνεται ότι οι πολιτικοί βρίσκονται σε σύγκρουση με το δημόσιο αίσθημα. Κι αυτό, το δημόσιο αίσθημα, ακόμα κι όταν βασίζεται μόνο στο ένστικτο, είναι νομοτελειακά αλάνθαστο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που αναδεικνύεται η σύγκρουση πολιτικών και κομμάτων με το δημόσιο αίσθημα. Ειδικά στα μεγάλα ζητήματα. Να θυμίσω μόνο το δημοψήφισμα του 2004 όπου τα δύο μεγάλα κόμματα δεν κατάφεραν να πείσουν τους «δικούς τους» να πουν το ναι, παρά τις τεράστιες προσπάθειες και τις απειλές. Το ένστικτο του λαού έλεγε άλλα και οι πολιτικές ηγεσίες άλλα. 

Τώρα με τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές γίνεται ακόμα πιο ορατό. Η δυστοκία όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης να καταλήξουν στον υποψήφιο που θα υποστηρίξουν, είτε μαζί, είτε το κάθε κόμμα μόνο του, από αυτό ακριβώς προέρχεται. Δηλαδή, από την προσπάθεια τους, την απονενοημένη, να βρεθεί ένα πρόσωπο που να συνδυάζει ασύμβατα στοιχεία. Από τη μια να εξυπηρετεί τους κομματικούς σχεδιασμούς, που εστιάζονται μόνο στην ανέλιξη στην εξουσία (ή στην αρπαγή της εξουσίας, για να είμαστε ακριβέστεροι), χωρίς ταυτόχρονα να έχει το κόμμα την απόλυτη ευθύνη –αλλιώς το κάθε κόμμα θα είχε τον δικό του υποψήφιο στον πρώτο γύρο- και από την άλλη, να κερδίζει την εμπιστοσύνη του λαού ως ακομμάτιστος ή υπεράνω κομματικών διαπλοκών.

Ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης, για παράδειγμα, που κέρδισε με το σπαθί του την εμπιστοσύνη του λαού, δεν μπορεί να είναι υποψήφιος για Πρόεδρος διότι δεν θα εξυπηρετεί την κομματική ανέλιξη στην εξουσία και ούτε μπορεί κανένα κόμμα να τον στηρίξει, ενώ γνωρίζει ότι δεν θα είναι υπάκουος. Ο ίδιος ξεκαθάρισε πολλές φορές ότι δεν θέλει να είναι υποψήφιος, αλλά τον αναφέρω ως παράδειγμα -χάριν ακαδημαϊκής συζητήσεως, που λένε. Αν πράγματι τα κόμματα (ειδικά της αντιπολίτευσης) μετρούσαν μόνο τη βούληση της κοινής γνώμης, την ικανότητα και την εντιμότητα του υποψήφιου και όχι κυρίως το πόσο βολικός θα είναι για τις κομματικές ηγεσίες, θα πήγαιναν ομαδικά στον Οδυσσέα και θα τον παρακαλούσαν να θέσει υποψηφιότητα. Άλλωστε, στη μικρή μακαρία νήσο μας δεν έχουν και πολλές προσωπικότητες να επιλέξουν. Αντί αυτού, συζητούν πρόσωπα, που δεν έχουν καμιά πιθανότητα εκλογής, ως να αναζητούν μόνο μια αξιοπρεπή παρουσία για την προεκλογική περίοδο.

Από την άλλη, είναι και η αποδοχή την οποία τυγχάνει μέχρι τώρα ο Νίκος Χριστοδουλίδης. Είναι κι αυτό μήνυμα προς τους πολιτικούς και τα κόμματα για την αξία του δημόσιου αισθήματος. Εξελίσσεται σε φαινόμενο. Κέρδισε την κοινή γνώμη (μέχρι τώρα, εννοείται, δεν γνωρίζουμε τη συνέχεια) χωρίς να ανακοινώσει υποψηφιότητα, χωρίς να ανακοινώσει τις θέσεις και τις προτάσεις του, χωρίς να κάνει καυγάδες στις τηλεοράσεις. Μόνο και μόνο επειδή εμφανίζεται να μην ακολουθεί τις κομματικές ρήτρες, και στη δημόσια ζωή εμφανιζόταν ως συναινετικός και χωρίς κουραστικές κόντρες. Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε καν αντισυστημικός, διότι ήταν κομματικός και κυβερνητικός αξιωματούχος, αλλά φρόντισε να μην συμμετέχει στην κομματική δράση που έχει απογοητεύσει τον κόσμο. Έτσι, σήμερα μπορεί να προβάλλει την υποψηφιότητά του ως το καινούργιο που ζητούν οι πολίτες. Κάτι που αδυνατούν να κάνουν τα κόμματα ακόμα κι όταν επιλέγουν εξωκομματικούς υποψήφιους.

Σίγουρα δεν περιμένουν δημοσκοπήσεις οι πολιτικοί για να τα καταλάβουν αυτά, αλλά είναι τόσο εγκλωβισμένοι σε προσωπικές και κομματικές ατζέντες, που αδυνατούν να συμπορευτούν με την κοινή γνώμη κι επιμένουν να ζητούν η κοινή γνώμη να συμπορευτεί μαζί τους.