Στον πάτο βρίσκεται η εμπιστοσύνη του κόσμου προς τους πολιτικούς, σύμφωνα με την έρευνα του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Δημοσκοπήσεων και Ερευνών Αγοράς. Στην ίδια έρευνα, οι ερωτηθέντες έθεσαν ως πρώτιστο λόγο για την αποχή τους από τις κάλπες την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους πολιτικούς. Το πόρισμα αυτό, βεβαίως, δεν είναι καινούργιο. Ούτε και απλώς συνηθισμένο. Έχει καταστεί δεδομένο εδώ και δεκαετίες. Μάλιστα, δεν χρειάζεται οποιαδήποτε έρευνα για να επιβεβαιωθεί. Είναι σταθερός παράγοντας στη συνείδηση της πλειονότητας των πολιτών. Ένα απλό σεργιάνι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι αρκετό για να διαπιστωθεί καθημερινά.
Εκείνο στο οποίο αξίζει να εστιασθεί η προσοχή, όντως και λόγω επικαιρότητας, είναι το γεγονός ότι αυτή η βαρυσήμαντη απώλεια εμπιστοσύνης εκ μέρους της κοινωνίας δεν οφείλεται μόνο στις τεράστιες πληγές που εμφανίζονται από πολλά χρόνια πριν, στα σώματα όλων των κομματικών σχηματισμών. Δεν είναι μόνο η εμπλοκή των κομμάτων ή στελεχών τους σε σωρεία σκανδάλων. Δεν είναι μόνο η διαρκής εμπλοκή των ηγεσιών και στελεχών τους σε υποθέσεις διαπλοκής και διαφθοράς. Δεν είναι μόνο ο ερασιτεχνισμός τους. Ούτε μόνο το ρουσφέτι στο οποίο αναλώνουν μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς τους. Δεν είναι ούτε μόνο η σύγκρουση λόγων και έργων τους. Είναι αυτά και πολλά άλλα μαζί.
Υπάρχει, όμως, και ένα κεφάλαιο το οποίο αυτή την περίοδο προβάλλει με όλη τη «μεγαλοπρέπειά» του. Αποκαλύπτει μια παθογένεια των κομματικών ηγεσιών, αρκούντως προβληματική ώστε να απομακρύνει ολοένα και περισσότερο οπαδούς από τα κόμματά τους. Αφορά την ελλιπή έως και μηδενική συμμετοχική κομματική δημοκρατία των διαφόρων πολιτικών σχημάτων. Δηλαδή, την ενεργή και καίρια εμπλοκή των μελών ενός κόμματος στην κομματική ζωή και ειδικά στον ρόλο τους στη λήψη καίριων, σοβαρών και καθοριστικών αποφάσεων.
Τρανό παράδειγμα αποτελεί η επιλογή των υποψηφίων, που έκαστο των κομμάτων θα υποστηρίξει στις προσεχείς προεδρικές εκλογές. Μια ορθόδοξη κομματική δημοκρατία επιτάσσει τον καθοριστικό ρόλο να τον έχουν τα μέλη του κόμματος. Αντ’ αυτού, εκείνο το οποίο για πολλοστή φορά παρακολουθούμε, είναι τον πρωταγωνιστικό ρόλο να τον έχουν κατ’ αποκλειστικότητα οι στενές ηγετικές ομάδες ενώ η πλατιά μάζα των μελών να χρησιμοποιείται δίκην κομπάρσου. Οι πρώτες αποφασίζουν και οι «κομπάρσοι» καλούνται να επικροτήσουν. Χωρίς να λαμβάνεται εκ των προτέρων η βούλησή τους υπέρ του όποιου υποψηφίου.
Πρώτο παράδειγμα ο ΔΗΣΥ. Ο πρόεδρος του κόμματος αποφάσισε να είναι υποψήφιος. Η στενή ηγετική ομάδα επικρότησε. Κλήθηκε το Ανώτατο Συμβούλιο του κόμματος να εγκρίνει την υποψηφιότητα. Το σύνολο των 50.000 μελών του ΔΗΣΥ δεν ρωτήθηκε εκ των προτέρων ποιον υποψήφιο θα ήθελε ή αν εισηγείτο κάποιον άλλον. Το πρόβλημα μεγιστοποιήθηκε στην Πινδάρου από τη στιγμή που υπήρχε και δεύτερος υποψήφιος με κομματική ταυτότητα. Ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ πρότεινε μεν διαδικασία με τη συμμετοχή του συνόλου των μελών του κόμματος. Πλην, όμως, αυτή αφορούσε, σύμφωνα με την πρόταση, την εκλογή νέου προέδρου του ΔΗΣΥ, ο οποίος στη συνέχεια να είναι και ο υποψήφιος της Πινδάρου στις προεδρικές εκλογές. Πρόταση η οποία έπεσε στο κενό, αφού σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι κάποιος ενδιαφερόμενος για την Προεδρία της Δημοκρατίας, πρέπει να είναι ενδιαφερόμενος (ή και κατάλληλος) και για την προεδρία ενός κόμματος.
Ανάλογη αντίστροφη διαδικασία και στο ΑΚΕΛ. Η στενή κομματική ηγεσία αποφάσισε την υποψηφιότητα Μαυρογιάννη και κλήθηκε η Κεντρική Επιτροπή των 105 μελών να εγκρίνει την πρόταση. Τώρα θα πάρουν την απόφαση προς έγκριση στα μέλη του κόμματος. Και αν την απορρίψουν; Ξανά η ίδια ανάποδη διαδικασία για νέο υποψήφιο; Αγνοώντας τη βούληση της κομματικής βάσης. Και αν η πλειοψηφία της βάσης προτιμά για υποψήφιο τον γενικό γραμματέα του κόμματος; Ή την δημοφιλή Ειρήνη; Αν προτιμά τον Δημητριάδη ή ακόμη και τον Χριστοδουλίδη; Μια ορθόδοξη κομματική δημοκρατία θα είχε θέσει προ καιρού κάλπες για να υποδείξει η βάση ποιον ή ποιους προτιμά.
Παρόμοια, ίσως και χειρότερη η κατάσταση και στα υπόλοιπα κόμματα του κέντρου. Αποφασίζει ο πρόεδρος του κόμματος, μαζί με 5-6 στελέχη στον περίγυρο του. Οι πλέον «δημοκράτες» εξ αυτών, το πολύ να πάρουν την προτίμησή τους και σε κάποιο ελεγχόμενο συλλογικό όργανο για να σφραγίσουν με βούλα… δημοκρατοφάνειας την προτίμησή τους. Χωρίς να ερωτήσουν εκ των προτέρων το σύνολο των μελών του κόμματός τους, ποια είναι η βούλησή τους. Μπορεί η προτίμηση της βάσης να μην είναι εφικτή αλλά τουλάχιστον θα έχουν μιαν κατευθυντήρια γραμμή και πιθανότατα δεύτερη και τρίτη προτίμηση.
Η διαδικασία την οποία επί δεκαετίες ακολουθούν οι κομματικές ηγεσίες, συνοδεύονται από σκοπιμότητες, από εξυπηρέτηση προσωπικής ατζέντας ηγετών και πρωτοκλασάτων στελεχών, ακόμη και από ενδεχόμενη διαπλοκή συμφερόντων. Με αποτέλεσμα να οδηγούν από τη μια σε αποτυχημένη επιλογή υποψηφίου, αφού δεν θα συνάδει με την προτίμηση της πλειονότητας των μελών του κόμματος και από την άλλη, στην πρόκληση φθοροποιού εσωστρέφειας.
Οι ηγεσίες των κομμάτων εθελοτυφλούν μπροστά σε αυτή την παθογένεια. Αρνούνται να την αλλάξουν διότι έτσι βολεύονται στα όποια παιγνίδια επιθυμούν να παίξουν. Τα μέλη των κομμάτων, όμως, πότε επιτέλους θα αφυπνισθούν; Πότε θα αντιδράσουν σε αυτή την ελλιπέστατη συμμετοχική κομματική δημοκρατία; Θα παραμείνουν στα αραχνιασμένα κομματικά καταστατικά παλαιών δεκαετιών, που πόρρω απέχουν από τις σύγχρονες ανάγκες της πολιτικής ζωής; Πότε επιτέλους θα διεκδικήσουν ουσιαστικό και πρωταγωνιστικό ρόλο ώστε να υπάρχει ελπίδα να ανακτηθεί μερικώς η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα κόμματα και τους πολιτικούς;