Μια είναι η γραμμή που διαχωρίζει το νησί σε ελεύθερο και “κρατούμενο”. Την έχουμε όλοι ακουστά. Στην ελεύθερη πλευρά όμως της γραμμής, βρίσκεις επάξια άπειρες γραμμές άλλου διαχωρισμού, συνήθως κοινωνικές, που κατηγοριοποιούν ανθρώπους και μειώνουν αξίες και ιδανικά. Ανθρώπινα ιδανικά, αυτά που δεν χρειάζεται να τα καθορίσει κανείς. Οι πρόσφυγες συνήθως του κόσμου όλου, εκτιμούν το φαΐ της προηγουμένης μέρας. Το ξαναζεσταίνουν και το τρώνε. Δεν αλλοιώνεται η γεύση. Πολλές φορές γίνεται και καλύτερη. Είναι γεμάτο το πιάτο για ακόμα μια μέρα. Και νόστιμο. Η οπτική γωνιά των προσφύγων έχει έναν πιο βαθύ σεβασμό απέναντι σ’ ένα πιάτο φαΐ. Με τα χρόνια κατάλαβα πως αυτός ο σεβασμός είναι αποτέλεσμα μια άλλης ανεκτίμητης αξίας. Της μοιρασιάς. Η μοιρασιά στο οτιδήποτε υλικό, αγαθό, καθημερινό, απαραίτητο. Βλέποντας αυτό το μοτίβο μοιρασιάς κάθε φορά, θυμάμαι τη φράση “ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι…”. Στην περίπτωση όμως της μοιρασιάς των ανθρώπων της Κύπρου, η φράση αυτή αλλάζει και γίνεται “ο έχοντας τον κανένα χιτώνα, δίνει τον έναν”. Δεν ξέρω πώς γίνεται. Ορθολογιστικά θα πει κάποιος είναι αδύνατον. Αριθμητικά, κάπως κατανοείται να έχεις δύο και να δίνεις ένα. Μα να δίνεις ένα χωρίς να ‘χεις κανένα αυτό δεν το ‘δα πουθενά αποδεδειγμένο. Είναι από τα ανθρώπινα που ξεπερνούν κάθε πιθανότητα αποδείξεως. Είναι που το νοιάξιμο για τον δίπλα δεν βασίζεται σε αριθμητικές. Είναι που στο ρήμα “δίνω” και στο χέρι που δίνει, δεν θα βρεις πουθενά μέσα συναλλαγή επιτηδευμένη με προϋπόθεση κέρδους.
Το παιχνίδι της μοιρασιάς είναι το πιο ζεστό, συγκινητικό και πολλαπλασιαστικό παιχνίδι που έμαθα ποτέ. Σου μαθαίνει να αγαπάς τον άνθρωπο χωρίς επιδείξεις και θεωρίες. Χωρίς τη χρήση του “πρέπει”, χωρίς να μετράς “ένα σου και ένα μου”. Είναι αυτό που είναι, επειδή έτσι θέλει. Δεν απαιτεί αντάλλαγμα. Αφήνει η γειτόνισσα ένα πιάτο φαΐ στην πόρτα του γείτονα και φεύγει και μετά για να ανταποδώσει ο γείτονας, αφήνει και αυτός, όχι πιάτο, ταψί από άλλο φαΐ. Μη τυχόν και δεν φανεί αντάξιος αυτού που έλαβε. Η πιο σίγουρη μέθοδος ενάντια της αχαριστίας. Μάθαμε να εκτιμούμε τη γεύση του φαγητού της προηγούμενης μέρας και αυτό είναι η αρχή, η ρίζα στο δέντρο της εκτίμησης. Πρέπει να ‘ναι περήφανοι όσοι δέχτηκαν να διδαχτούν την αξία αυτή και να τη μεταφέρουν και στις επόμενες γενιές.
Κοιτώντας αργότερα από ξένες οπτικές γωνίες, κατάλαβα πως το ζήτημα της μοιρασιάς δεν αποτελεί μόνο αξία προσφυγική αλλά αξία ανθρωπίνως γενική. Σε σύνορα άλλα, που δεν έζησαν ποτέ προσφυγιά, σε χώρες που δεν φημίζονται τόσο για την αλληλεγγύη και τη φιλοξενία τους, απαγορεύεται να αρνηθείς το φαγητό που θα μείνει στο πιάτο σου. Υπάρχουν χώρες που στα εστιατόρια τους, στο συσκευάζουν χωρίς να σε ρωτήσουν, θεωρώντας το αυτονόητο πως θα το πάρεις σπίτι και θα το αξιοποιήσεις αλλιώς, ενώ στην Κύπρο του 2021, τη μισή ακόμα Κύπρο του 2021, είναι προσβολή για ορισμένους να ζητούν πακέτο από ένα εστιατόριο. Γίνονται λέει ρεζίλι. Φαίνονται παρακατιανοί και δε θέλουν. Τους νοιάζει να μην φαίνονται αλλά δεν τους νοιάζει να είναι. Στην νέα Κύπρο του παλιού ’74, η πράξη αυτή είναι ντροπιαστική, δείχνει κοινωνική κατωτερότητα.
Δε μας φτάνει η κατάντια της υποταγής μας, της υπακοής και της ανέχειας μας, δεν μας φτάνει που βαρά με προσοχή σ’ ό,τι ανήθικο μας σερβίρουν από τον μπουφέ της κυβέρνησης εδώ και αιώνες, δεν μας φτάνει η διαμελισμένη μας κουλτούρα κι ο διχασμός των ιδεολογιών της, έχουμε και κριτήρια αξιοπρέπειας βασισμένα στο φαΐ της προηγούμενης μέρας, το αποφάι, αυτό που τρώμε ούτως η άλλως κάθε μέρα από αλλά μέσα κι όχι από πιάτα. Το μόνο που θα πάθει κάποιος αν ξαναζεστάνει φαΐ χθεσινό, είναι να θυμηθεί πώς είναι να ξαναζεσταίνεται κάτι που κρύωσε, κάτι που πάγωσε για 47 χρονιά, κάτι που περιμένει ένα χέρι να του ξαναδώσει ζωή.