Από την επομένη των βουλευτικών εκλογών ξεκίνησε, δημοσίως αλλά κυρίως παρασκηνιακά, μια συζήτηση πέριξ του ονόματος του επόμενου προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων. Και από την Τρίτη το πρωί όταν όλοι ξεπέρασαν το αρχικό σοκ του εκλογικού αποτελέσματος, άρχισαν να κυκλοφορούν τα ονόματα και τα σενάρια. Βλέπετε η τεχνολογία 5G δίνει μεγαλύτερες ταχύτητες στην επικοινωνία και την αποστολή μηνυμάτων. 

Πρώτος στη λίστα των συζητήσεων βρέθηκε ο Μάριος Καρογιάν, με τα μηνύματα να πηγαίνουν και να έρχονται δεξιά και αριστερά. Με τους κομιστές των πληροφοριών να δηλώνουν μετά επιτάσεως ότι «το Προεδρικό προσπαθεί να επιβάλει τον Καρογιάν», «τώρα να δούμε πώς θα αντιδράσει ο Αβέρωφ σε αυτά που πάει να του κάμει το Προεδρικό». 

Μετά η συζήτηση περιστράφηκε στο κατά πόσο ο ΔΗΣΥ θα στηρίξει Καρογιάν ή Σιζόπουλο και τι θα γίνει με τον Χρίστου του ΕΛΑΜ. Σε όλα τα σενάρια η λογική ήταν στο πως ο ΔΗΣΥ θα πάει να δώσει 17 ψήφους σε κάποιον άλλο με λιγότερες έδρες. Γιατί; Επειδή… χωρίς να υπάρχει μια σαφής θέση στον λόγο που πρέπει το κόμμα με 17 έδρες να προσφέρει την προεδρία της Βουλής σε ένα κόμμα μικρότερο εκτόπισμα. 

Μετά μπήκε στην κουβέντα και ο Κωστής Ευσταθίου, ως πρόσωπο που μπορούσε να αναλάβει την προεδρία της Βουλής. Πρόταση που κυκλοφόρησε λίγες ώρες πριν από τη συνεδρία της ΕΔΕΚ όπου θα συζητούσε και το θέμα της προεδρίας της Βουλής. Εάν αυτό ήταν τυχαίο ή όχι ας το κρίνει ο καθένας μόνος του. 

Κάπου στο ενδιάμεσο τα μηνύματα είχαν μπλέξει και τη Ρίτα Σούπερμαν, η οποία για πρώτη φορά μπαίνει στη Βουλή, χωρίς πρότερο κοινοβουλευτικό βίο. Η δικαιολογία όσων το συζητούσαν ήταν πως «δεν είναι κομματική» και αυτό θα το χρησιμοποιήσει ο Αβέρωφ για να αναγκάσει και άλλα κόμματα να ψηφίσουν γιατί δεν φαίνεται πως υπάρχει αντίδραση από τους άλλους να υποστηρίξουν κομματικό. 

Μέσα από όλες τις συζητήσεις φτάνουμε αισίως στην Πέμπτη οπόταν ο Αβέρωφ Νεοφύτου χρειάστηκε να το επαναλάβει κατά τρόπο κάθετο πως το κόμμα του θα πάει με δικό του υποψήφιο, το όνομα του οποίου θα ανακοινωνόταν την επόμενη μέρα. Και λίγο μετά την ξεκάθαρη δήλωση Αβέρωφ Νεοφύτου, άρχισε να κυκλοφορεί το όνομα της Αννίτας Δημητρίου. Με ένα ερωτηματικό να αιωρείται. Και αυτοί που το κυκλοφορούσαν έδειχναν πως δεν ήταν και τόσο σίγουροι και μάλλον έριχναν το όνομα σε μια προσπάθεια να αλιεύσουν αντιδράσεις. Αξιοσημείωτο, σ’ αυτή τη φάση των συζητήσεων, το έντονο ενδιαφέρον που επιδεικνύεται από μέλη της Βουλής άλλων πολιτικών κομμάτων. 

Και φτάνουμε αισίως στην Παρασκευή το μεσημέρι οπόταν ο Αβέρωφ Νεοφύτου ανακοινώνει ότι ο ΔΗΣΥ θα διεκδικήσει την προεδρία της Βουλής με την Αννίτα Δημητρίου. Μια φυσιολογική εξέλιξη; Ενδεχομένως. Το μεγαλύτερο κόμμα στη Βουλή αποφασίζει να διεκδικήσει με δικό του υποψήφιο ή καλύτερη μια γυναίκα υποψήφιο. 

Με το που ανακοινώνεται το όνομα αρχίζουν τα σενάρια, «για να την επιλέξει ο Αβέρωφ κάποια σκοπιμότητα υπάρχει», «κάνει τεχνάσματα και πάλι προκειμένου να γελάσει τους άλλους επειδή εκατάλαβε πως δεν θα βγάλει πρόεδρο Βουλής», άστε η άλλη που το κόμμα της πήρε λιγότερες ψήφους στη Λευκωσία απ’ ότι η Α. Δημητρίου στη Λάρνακα, «ανακάλυψε ότι ο Αβέρωφ βάζει την Αννίτα για να ελέγχει αυτός τα πράγματα»! Ενώ ορισμένοι κάθισαν και ανέλυσαν τις λέξεις του αναζητώντας σεξιστικά σχόλια πίσω από τα όσα είπε για την Αννίτα Δημητρίου. 

Τίποτε απ’ όλα τα καχύποπτα που έψαχναν και ψάχνουν δεν εντόπισαν ή πρόκειται να εντοπίσουν. Γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν. Αυτό που σίγουρα υπάρχει είναι το πάθος που δείχνουν εναντίον μιας γυναίκας υποψηφίου για την προεδρία της Βουλής. Η αναζήτηση αλλότριων κινήτρων για την επιλογή ενός ατόμου είναι το πρώτο δείγμα άρνησης αποδοχής τους για τη θέση που προτείνεται. Και η αναζήτηση δικαιολογιών που έχουν να κάνουν με το φύλο του ατόμου, αποκαλύπτει και την άρνηση αποδοχής μιας γυναικείας υποψηφιότητας για τη θέση της προέδρου της Βουλής. 

Τα πέντε πρώτα χρόνια της κοινοβουλευτικής της θητείας η Αννίτα Δημητρίου δεν έδωσε ούτε αφορμές, ούτε και προκάλεσε τον οποιονδήποτε. Με ένα συνετό και προσεκτικό λόγο παρουσίαζε τις θέσεις της, χωρίς να ωρύεται, χωρίς να ανεμίζει τα χέρια της. Σεμνά και ταπεινά απαντούσε σε οποιοδήποτε ερώτημα και η συμπεριφορά της όλο αυτό το διάστημα ήταν καθ’ όλα άψογη. Δεν προκάλεσε και ούτε ενόχλησε κανένα. 

Και αυτά είναι στοιχεία που χρειάζεται μια νέα Βουλή η οποία προσπαθεί να αφήσει πίσω της ένα παρελθόν που θα την πληγώνει για δεκαετίες. Το ερώτημα είναι εάν θα υπάρξει εκείνη η πλειοψηφία που θα κάνει το μεγάλο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.