Όταν οι αναλυτές και διαχειριστές χαρτοφυλακίων παρουσιάζουν τις ιδέες τους στην εταιρεία επενδύσεων Baillie Gifford, που εδρεύει στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, ισχύει ένας κανόνας που πρέπει όλοι να ακολουθούν. Στα πρώτα 20 λεπτά, όποιος παρουσιάζει μια ιδέα πρέπει να εκφράζεται θετικά για αυτή, εστιάζοντας μόνο στο αισιόδοξο σενάριο της εκάστοτε μετοχής. Οποιαδήποτε αρνητική κριτική οδηγεί αυτομάτως εκτός της αίθουσας συσκέψεων.

Ο εν λόγω κανόνας αισιοδοξίας έχει υιοθετηθεί για να αποτρέπει την έμφυτη τάση που, σύμφωνα με τους εταίρους της εταιρείας, διέπει τους έξυπνους ανθρώπους, ήτοι να είναι σκεπτικιστές και να απορρίπτουν πρόωρα μια ιδέα. Στην παρούσα συγκυρία δε, ο εν λόγω κανόνας αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία καθώς η απελπισία λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού εξαπλώνεται. Όπως σχεδόν όλοι στον δυτικό κόσμο, οι 1.317 υπάλληλοι της εταιρείας δεν μπορούν πλέον να συναθροίζονται στα κεντρικά γραφεία της, όπου μία επιβλητική πινακίδα πάνω από την είσοδο γράφει: “Οι πραγματικοί επενδυτές σκέφτονται με ορίζοντα δεκαετιών, όχι τριμήνων”.

“Ένα από τα πράγματα που αισθανόμαστε ότι αποτελεί απόλυτη υποχρέωσή μας αυτήν τη στιγμή είναι να ενθαρρύνουμε τις εταιρείες που υποστηρίζουμε, να είναι γενναίες”, λέει ο 60χρονος Τζέιμς Άντερσον, εταίρος της Baillie Gifford και βετεράνος της 112 ετών εταιρείας επενδύσεων, όπου εργάζεται τα τελευταία 37 χρόνια. Η Baillie Gifford έχει φτάσει μάλιστα στο σημείο να στείλει επιστολές στις εταιρείες που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιό της, ενθαρρύνοντας τους CEO να αποφύγουν τις απολύσεις και τις μειώσεις κόστους. Τους προσφέρει ακόμη και νέα κεφάλαια, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τα αναπτυξιακά τους σχέδια.

Πρόκειται όμως για ασυνήθιστη στάση μια μεγάλη εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων να “ανοίγεται” σε ένα επιχειρηματικό τοπίο γεμάτο κινδύνους. Όμως, μεταξύ των διαχειριστών κεφαλαίων, η Baillie Gifford, με 245 δισ. δολάρια υπό διαχείριση, ακολουθεί αυτόνομη πορεία. Η εταιρεία δίνει μικρή σημασία στους παραδοσιακούς τρόπους αποτίμησης, όπως τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) ή ο λόγος τιμή/κέρδη (P/E). Αντίθετα, επικεντρώνεται αποκλειστικά σε τρία πράγματα: στην ανάπτυξη, στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και στη διατήρηση δυναμικής παρά τις αντιξοότητες. Και δεν την πειράζει να τοποθετήσει τα κεφάλαια των επενδυτών της σε μετοχές που θα προκαλούσαν “ναυτία” στους επενδυτές που αναζητούν μετοχές-ευκαιρίες.

Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων είναι οι ακόλουθες μετοχές: η πλέον πανταχού παρούσα εταιρεία βιντεοδιασκέψεων Zoom, η οποία έχει P/E 400· η πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου Shopify, με P/E 50· η online εταιρεία εμπορίας επίπλων Wayfair, η οποία έχασε 1 δισ. δολάρια το 2019, ποσό διπλάσιο από τον προηγούμενο χρόνο. Αλλά αυτές οι ίδιες μετοχές, μαζί αρκετές ακόμη από τις 30 έως 50 μετοχές όπου επενδύει κάθε ένα από τα 14 αμοιβαία κεφάλαια της Baillie Gifford, είναι ακριβώς οι εταιρείες που επωφελούνται από τις υπάρχουσες τάσεις που επιταχύνονται εν μέσω της κρίσης του κορονοϊού.

Σκεφτείτε μια από τις “καυτές” μετοχές στην εποχή του κορωνοϊού. Η Baillie Gifford την έχει ήδη ανακαλύψει και έχει αποκτήσει ισχυρή θέση σε αυτήν πριν ακόμη ξεσπάσει η πανδημία. Η εταιρεία διατηρεί μακροχρόνιες θέσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων σε Alibaba, Amazon, Tencent, Microsoft και Netflix. Οι νεότερες “επιλογές” της περιλαμβάνουν τη Zoom, την εταιρεία Moderna που αναπτύσσει ένα ελπιδοφόρο εμβόλιο κατά του Covid-19, την εταιρεία παροχής ψηφιακών υπηρεσιών υγείας Teladoc και τον online πωλητή βιβλίων Chegg. Επιπλέον, είναι μεγαλομέτοχος της Wayfair, η μετοχής της οποίας βυθίστηκε στην αρχή, με την έλευση του κορονοϊού, αλλά στη συνέχεια οκταπλασιάστηκε όταν οι πωλήσεις της εταιρείας εκτοξεύτηκαν καθώς οι “έγκλειστοι” καταναλωτές άρχισαν να κάνουν βελτιώσεις στα σπίτια τους. Η Baillie Gifford κατέχει επίσης σημαντικές θέσεις στην εταιρεία διανομής φαγητού Grubhub που έχει οφεληθεί από την πανδημία, αλλά και στην εταιρεία ποδηλάτων γυμναστικής Peloton, η οποία έχει βρεθεί στο προσκήνιο καθώς πολλοί είναι αυτοί που αγοράζουν τα ποδήλατά της για να “ξεφορτωθούν” τα κιλά της καραντίνας.

 

 

Οι μετοχές του αύριο
Οι επιλογές της Baillie Gifford για τη μετά κορονοϊό εποχή.

Οι αποδόσεις που εξασφάλισε η Baillie Gifford στους επενδυτές της το 2020 δεν ήταν τίποτα λιγότερο από θαύμα. Το Scottish Mortgage Trust, το 10 δισ. δολαρίων fund “ναυαρχίδα” της εταιρείας, το οποίο συνδιαχειρίζεται ο Άντερσον, και το νεότερο Long-Term Global Growth Fund, με υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία 40 δισ. δολαρίων, έχουν καταγράψει κέρδη περίπου 20% από την αρχή του έτους, ξεπερνώντας την απόδοση του δείκτη S&P 500 κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες. Αμφότερα έχουν σημειώνει παρόμοιες μέσες ετήσιες αποδόσεις τα τελευταία πέντε χρόνια, υπερδιπλάσιες του δείκτη. Τα νεότερα funds της εταιρείας, που εστιάζουν σε αμερικανικές εταιρείες που πρωτοστατούν στη “θετική ψυχολογία” (σ.σ. εταιρείες που μετέχουν στη μάχη κατά του κορωνοϊού) έχουν να επιδείξουν επίσης καλές αποδόσεις, καταγράφοντας κέρδη έως και 25%. Ακόμη και τα funds που εμφανίζουν απώλειες, έχουν κινηθεί καλύτερα από τους δείκτες αναφοράς τους.

Σε αντίθεση λοιπόν με τους επικεφαλής των private equities και των επιχειρήσεων που ξόδεψαν την τελευταία δεκαετία στη “μείωση του λίπους” και στην αύξηση της μόχλευσης των εταιρειών, η Baillie Gifford αγνοεί τη γενική τάση και αναζητά επιχειρήσεις που επενδύσουν στην έρευνα και στην τεχνολογία. Αρέσκεται ιδιαίτερα σε πρότζεκτ που μπορεί να μην είναι άμεσα επικερδή, αλλά θα μπορούσαν να αποτελέσουν “μηχανές ανάπτυξης” της οικονομίας την επόμενη δεκαετία. Με άλλα λόγια, ενώ η γενική τάση επιβάλει τις “ποσοτικές” επενδύσεις, η σκωτσέζικη εταιρεία κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, κάνει “επιλεκτικές” κινήσεις και ξοδεύει τα κεφάλαιά της “σπονσονάροντας” βραβεία, διερευνώντας νέες φιλοσοφικές ιδέες και “επιχορηγώντας” πανεπιστημιακές έδρες στη γενετική και στην υπολογιστική βιολογία.

Η Baillie Gifford, που έχει την έδρα της στη “Νέα Πόλη” του Εδιμβούργου που χτίστηκε τον 18ο αιώνα, λίγα βήματα από τη μεσαιωνική “Παλιά Πόλη” της σκωτσέζικης πρωτεύουσας, είναι πολύ “μεγάλη” τόσο σε μέγεθος όσο και σε ηλικία για να ισχυριστεί κανείς ότι βασίστηκε στην “τύχη”. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1908, λίγο μετά τον “Πανικό του 1907 (σ.σ. ή “πανικό των τραπεζιτών”, που ξεκίνησε από την ανάκληση δανείων κάποιων τραπεζών της Νέας Υόρκης και προκάλεσε την χρηματιστηριακή “κατάρρευση” των τραπεζικών μετοχών), από τον συνταγματάρχη Αύγουστο Μπέιλι και τον δικηγόρο Κάρλαϊλ Γκίφορντ.

Ο συνταγματάρχης έγινε γνωστός από τη συμμετοχή του στον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς, ενώ ο συνεργάτης Γκίφορντ, έγινε γνωστός στη συνέχεια καθώς συνέβαλε στη χρηματοδότηση της βρετανικής προσπάθειας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναλαμβάνοντας την πώληση περιουσιακών στοιχείων που κατείχε το Ηνωμένο Βασίλειο στο εξωτερικό, κυρίως σε επενδυτές στις ΗΠΑ.

 

 

Οι “καλές” και “κακές” επιλογές
Τα υψηλά κέρδη των τεχνολογικών εταιρειών βοήθησαν τη σκωτσέζικη εταιρεία να αντισταθμίσει τη “χασούρα” εσφαλμένων επιλογών.

Μία από τις πρώτες δραστηριότητες της Baillie Gifford ήταν να χορηγήσει δάνεια σε εταιρείες κατασκευής ελαστικών, καθώς πίστεψε ότι το πρωτοποριακό αυτοκίνητο Model T του Χένρι Φορντ θα φέρει επανάσταση στον κόσμο. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εταιρεία αποφάσισε ότι η Αμερική αποτελούσε μια συναρπαστική “αναδυόμενη αγορά” και “έχτισε” θέσεις σε εταιρείες σιδηροδρόμων, συμπεριλαμβανομένων των Union Pacific και Atchison, Topeka και Santa Fe, φτάνοντας να επενδύσει τελικά το 20% των περιουσιακών της στοιχείων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη δεκαετία του 1960, αποτέλεσε έναν από τους πρώτους επενδυτές στην “αναδυόμενη” τότε Ιαπωνία.

Όταν έσκασε η φούσκα των μετοχών του διαδικτύου το 2000, η Baillie Gifford υπέστη πλήγμα, αλλά σε αντίθεση με τους άλλους επενδυτές που εγκατέλειπαν επιχειρήσεις όπως η Amazon, η εταιρεία υποστήριξε το όραμα του Τζεφ Μπέζος. Η αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και η επιτυχία της Amazon ήταν που “γέννησε” τον κανόνα “πρώτα αισιόδοξες σκέψεις, κριτική αργότερα”. Ήταν η κατάλληλη στιγμή. Σήμερα, οι τεχνολογικοί κολοσσοί, όπως η Amazon, η Google και η Microsoft οδηγούν τον S&P 500. “Αρχίσαμε να παρατηρούμε ότι οι μεγάλες εταιρείες έγιναν καλύτερες και ισχυρότερες, και οι αποδόσεις τους αυξάνονταν καθώς μεγάλωναν, αντί να συμβαίνει το αντίστροφο”, σημειώνει ο Άντερσον.

“Εάν μπορείς να ‘χτυπήσεις’ μόνο μία ή δύο από αυτές τις εξαίρετες εταιρείες που πραγματικά οδηγούν τις αγορές μακροπρόθεσμα, τότε θα αντισταθμίσουν τα όποια αναπόφευκτα λάθη”, λέει ο 42χρονος Τομ Σλέιτερ, ο οποίος διαχειρίζεται μερικά από τα σημαντικότερα funds της Baillie Gifford από κοινού με τον Άντερσον. Μέχρι το 2012, η εταιρεία είχε “χτίσει” θέσεις και στις αναδυόμενες “τάσεις”, όπως το cloud computing, και σε ηγετικές εταιρείες τεχνολογίας της Ασίας, όπως η Alibaba και η Tencent.

Αντίθετα, η επιλογή της Baillie Gifford ενίοτε να “ακολουθήσει το πλήθος”, την έχει οδηγήσει σε επιζήμιες επιλογές, όπως βραζιλιάνικη πετρελαϊκή εταιρεία του Άικ Μπατίστα OGX, η Vestas Wind Systems, η LendingClub και η Nio. Έχει επίσης μερίδια στην προβληματική Airbnb και στην εταιρεία κατασκευής βαλιτσών Away. Αλλά τα κέρδη της από άλλες θέσεις, όπως η εκατονταπλάσια απόδοση της Amazon, η δεκαεξαπλάσια απόδοση της Tesla και η δεκαεπταπλάσια απόδοση της Naspers, του νοτιοαφρικανικού ομίλου που κατέχει το 31% της Tencent, έχουν αντισταθμίσει και με το παραπάνω τη “χασούρα”.

Περίπου 35 δισ. δολάρια των κεφαλαίων της Ballie Gifford επενδύονται στην Κίνα. Οι κυριότερες συμμετοχές της περιλαμβάνουν ανερχόμενες εταιρείες delivery όπως η Meituan-Dianping και η πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου Pinduoduo. Είναι επίσης ιδιοκτήτρια της ευρωπαϊκής εταιρείας παράδοσης φαγητού σε πακέτο HelloFresh, αλλά και της λατινοαμερικανικής Amazon, MercadoLibre.

Το fund Scottish Mortgage Trust, που είναι εισηγμένο στο χρηματιστήριο του Λονδίνο, περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις ιδιωτικές επενδύσεις της Baillie Gifford, μεταξύ αυτών συμμετοχές στην εταιρεία ηλεκτρονικών πληρωμών Stripe, στην πρωτοπόρα εταιρεία βιολογικής μηχανικής Ginkgo Bioworks, αλλά και στην CureVac, εταιρεία που αναπτύσσει εμβόλιο κατά του κορονοϊού, η οποία υποστηρίζεται και από τον Μπιλ Γκέιτς και που ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ φέρεται πως ήθελε να εξαγοράσει. Το σκωτσέζικο fund έχει αυξηθεί κατά πέντε φορές την τελευταία δεκαετία. Μεταξύ των αμοιβαίων κεφαλαίων της που διατίθενται στους επενδυτές των ΗΠΑ, τα Long Term Global Growth και U.S. Equity Growth εμφανίζουν τις καλύτερες αποδόσεις.

Η Baillie Gifford δίνει όμως ιδιαίτερη σημασία και σε επενδύσεις που πληρούν περιβαλλοντικά, κοινωνικά κριτήρια και ακολουθούν τους κανόνες ορθής εταιρικής διακυβέρνησης. Η εταιρεία αναφέρει ότι συνεργάζεται με την Amazon όσον αφορά τη βιωσιμότητα και τις συνθήκες εργασίας, ενθαρρύνει την Google να πληρώσει περισσότερους φόρους και καταψήφισε αυτά που θεωρούσε ως “πλούσια” πακέτα αποδοχών για τα στελέχη της Apple.

Τι απαντά όμως για τα δισεκατομμύρια που απέκτησε από την επένδυσή της στην Tesla, ο ιδιοκτήτης της οποίας, Έλον Μασκ, μπορεί να θεωρηθεί πρότυπο κακής εταιρικής διακυβέρνησης; Σύμφωνα με τον Άντερσον, ανησυχίες στη Baillie Gifford προκάλεσαν τόσο η διαμάχη που ξέσπασε το 2018 μεταξύ του Μασκ και ενός διασώστη που συμμετείχε στη διάσωση της Ταϊλάνδης τον οποίο ο Έλον χαρακτήρισε στο Twitter “παιδόφιλο”, όσο και το περίφημο tweet του “$420” για ενδεχόμενη έξοδο της Tesla από το χρηματιστήριο, κίνηση που προκάλεσε την επιβολή κυρώσεων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ. Ωστόσο, η εταιρεία ψήφισε πρόσφατα υπέρ του πακέτου αποδοχών του Μασκ, των 50 και πλέον δισ. δολαρίων, που πιθανότατα είναι το υψηλότερο στην επιχειρηματική ιστορία.

“Νομίζω ότι είναι καθήκον μας να στηρίξουμε την εξαιρετική όρεξη για ευεργετικές αλλαγές και αφήσουμε πίσω τυχόν παραπτώματα του παρελθόντος”, λέει ο Άντερσον. Αποδεικνύοντας ότι η αισιοδοξία μπορεί να αποφέρει κέρδος, αρκεί να μην δίνει κανείς σημασία σε μικροπράγματα.

Του Antoine Gara

Πηγή: Forbes