Καθώς ο πολύπλευρος αντίκτυπος του μεγέθους της πανδημίας COVID-19 γίνεται με το πέρας των ημερών όλο και πιο ισχυρός σε ολόκληρη την υφήλιο, η εκτόξευση της ερευνητικής δραστηριότητας και η εντεινόμενη κινητοποίηση πολλών φορέων σε διεθνές επίπεδο για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού με την ανάπτυξη αποτελεσματικών θεραπειών και εμβολίων θυμίζουν άλλες, παλαιότερες εποχές.
Εποχές όπου η λοίμωξη από τον ρετροϊό HIV και η πανδημία του AIDS, ελληνιστί του Συνδρόμου Επίκτητης Ανοσοποιητικής Ανεπάρκειας, είχαν σπείρει τον τρόμο στον πλανήτη, ειδικά τα «σκοτεινά» πρώτα χρόνια της μετάδοσης, με την εξάπλωση και τη θνησιμότητα από τον ιό να είναι τόσο ψηλές που οδήγησαν στο να χαρακτηριστεί ως «η μάστιγα του 20ού αιώνα», προκαλώντας πάνω από 36 εκατομμύρια θανάτους μέχρι σήμερα ανά το παγκόσμιο. 
Πλέον τόσο οι διαγνώσεις μόλυνσης όσο και οι νέοι θάνατοι από AIDS παρουσιάζουν σταθερά πτωτική τάση από το 2008 στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Επιπρόσθετα, χάρη στην αντιρετροϊκή θεραπεία που καταστέλλει την αναπαραγωγή του ιού HIV στον ανθρώπινο οργανισμό, η πάθηση έχει καταστεί χρόνια από καταληκτική που ήταν στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, επιτρέποντας στους οροθετικούς ασθενείς να έχουν σαφώς βελτιωμένη ποιότητα ζωής.
Κάτι τέτοιο βέβαια πιθανόν να μην ήταν εφικτό αν δεν είχαν προηγηθεί οι εντατικές προσπάθειες των επιστημόνων που συνέβαλαν στις ραγδαίες εξελίξεις φαρμακευτικής αντιμετώπισης του AIDS, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’90, η δημιουργία του Κοινού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το AIDS (UNAIDS) το 1996, αλλά και η κινητοποίηση και οι σθεναρές διεκδικήσεις της ίδιας της κοινότητας των ασθενών που συνέβαλαν στην ορατότητα της ασθένειας και στην αναδιαπραγμάτευση του κοινωνικού στίγματος των ατόμων που ζουν με αυτήν.
Τι μπορεί να μας διδάξει λοιπόν ο HIV σήμερα εν μέσω της νέας πανδημίας του κορωνοϊού; Καταρχάς έρχεται να μας υπενθυμίσει την τεράστια σημασία της σύγχρονης ιατρικής και παγκόσμιας δυναμικής, με την κινητοποίηση τεράστιων ανθρώπινων και οικονομικών πόρων για την αντιμετώπιση τόσο του ίδιου κορωνοϊού όσο και των επιπτώσεών του, οικονομικών και κοινωνικών. Αν και η κάθε χώρα δίνει τον δικό της εθνικό αγώνα, η λύση οφείλει να είναι διεθνής. Βέβαια η διεθνής και πολυμερής συνεργασία αποδεικνύεται κάθε άλλο παρά απρόσκοπτη και ομαλή, παρόλο που η ανάγκη για αυτήν είναι οφθαλμοφανής.
Δευτερευόντως, μέσα από την εμπειρία μας με την πανδημία του HIV μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμα διδάγματα αναφορικά με την αξία της συσπείρωσης των ασθενών και της ενδυνάμωσης της φωνής τους, κυρίως απέναντι στο κοινωνικό στίγμα, τα στερεότυπα και την προκατάληψη που μπορεί να προκαλέσει μια πανδημία, όπως συνέβη και στο παρελθόν. Το στίγμα δεν βοηθά στην αντιμετώπιση μιας πανδημίας, καθώς οι άνθρωποι που νοσούν μπορεί, από φόβο να μη στιγματιστούν, να αποκρύψουν τα συμπτώματα της ασθένειας και να μην αναζητήσουν υγειονομική περίθαλψη θέτοντας σε κίνδυνο τη δική τους, αλλά και τη δημόσια υγεία.
H αφοσίωση της επιστημονικής κοινότητας για την εξεύρεση της θεραπείας είναι μεγάλη. Όμως απαιτείται, παράλληλα, παγκόσμια συνεργασία και συντονισμός σε πολλά επίπεδα για να βγούμε όσον το δυνατόν λιγότερο ζημιωμένοι και από αυτή την επίπονη δοκιμασία.