Η σκηνοθέτις και πανεπιστημιακός πιστεύει ότι η «μουσειακή προσέγγιση» ενός έργου εποχής δεν αποτελεί πλέον επιλογή.
 
Η Αύρα Σιδηροπούλου είναι μια αφοσιωμένη επιστήμονας στο αντικείμενο του θεάτρου. Πέρα από τη θεωρία, έχει εγκύψει στο πεδίο της σκηνοθεσίας και της σύγχρονης σκηνικής πράξης υπηρετώντας από τη θέση της Επίκουρης Καθηγήτριας στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Θεατρικές Σπουδές» του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου. Στο νησί ζει τα τελευταία επτά χρόνια, μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδο για την ίδια που κορυφώνεται με την πρώτη της συνεργασία με την ΕΘΑΛ στο ανέβασμα του εμβληματικού «Κουκλόσπιτου» του Ίψεν.
 
–  Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στο ανέβασμα ενός τέτοιου έργου; Η αίσθηση ευθύνης προς το έργο του Ίψεν, αλλά και προς την εποχή μας κι ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα δύο μπορούν να συνυπάρξουν. Σε κάθε καινούριο ανέβασμα ενός κλασικού έργου καραδοκεί πάντα ο φόβος και η ευθύνη του σκηνοθέτη σχετικά με το πώς θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί αναίμακτα αυτή η συνύπαρξη. Η «μουσειακή προσέγγιση» ενός έργου εποχής δεν αποτελεί πλέον επιλογή. Κάθε «ανακυκλωμένη» αφήγηση μοιάζει ανεπανόρθωτα γερασμένη ήδη από τα πρώτα λεπτά της παράστασης.
 
– Έτσι αποφάσισες να προχωρήσεις με την ελεύθερη απόδοση του έργου. Πώς κύλησε αυτή η διαδικασία; Ήταν αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς, για την οποία ειλικρινά ευγνωμονώ τους ηθοποιούς μου -και ιδίως τη Βασιλική Κυπραίου- που με ακολούθησαν μ’ ενθουσιασμό και διαύγεια στην κατεύθυνση της λιτότητας και της αφαίρεσης. Έτσι ώστε η γλώσσα της παράστασης να είναι η γλώσσα των θεατών και οι αλήθειες του Ίψεν να πέφτουν πάνω μας, άλλοτε σαν μαχαιριές κι άλλοτε σαν δάκρυα.
 
-Πώς κινείσαι σκηνοθετικά; Επέλεξα να κινηθώ στην αφαιρετική φόρμα, το ελλειπτικό σχήμα, τους γεωμετρικούς άξονες και τα επαναληπτικά μοτίβα. Το αρχιτεκτονικό σκηνικό του Γιώργου Τενέντε, σε συνδυασμό με το ψηφιακό στοιχείο (video art της Έμυς Τζάβρα Bulloch) δομούν περαιτέρω τις δυαδικές και τριαδικές σχέσεις του Ίψεν. Tαυτόχρονα, με τον σταθερό μου συνεργάτη, τον συνθέτη Bάνια Απέργη, δουλέψαμε πολύ πάνω στην αντίληψη του χρόνου και τη δημιουργία σημείων αραίωσης και πύκνωσης της δράσης, αλλά και στο πώς θα μπορέσουν να αποδοθούν μουσικά η δραματική ένταση, οι κορυφώσεις και τα μεγάλα ερωτηματικά- αποσιωπητικά του έργου.
 
– Πώς αντηχεί το έργο και ο χαρακτήρας της Νόρας στις μέρες μας; Όσο κι αν στις μέρες μας το να κλείσεις την πόρτα πίσω σου διαλύοντας έναν γάμο έχει πολύ διαφορετικό βάρος απ’ ό,τι στην εποχή του Ίψεν, ο χαρακτήρας της Νόρας εξακολουθεί να ταυτίζεται με την έννοια της αντίστασης, ασκώντας μεγάλη έλξη στο σημερινό κοινό. Πιστεύω ότι αυτό που κάνει τη Νόρα τόσο σύγχρονη έχει να κάνει με το γεγονός ότι θέτει στον εαυτό της δύσκολα ερωτήματα που σταδιακά την οδηγούν στην αυτογνωσία. Αυτή η διαρκής αναμέτρηση με το ψέμα και η μεγαλειώδης απόφασή της να αποτινάξει από τη ζωή της ό,τι δεν συμβαδίζει με τους νόμους της δικής της φύσης, είναι στοιχείο εξαιρετικής γοητείας.
 
– Ποια ερώτηση θα της έκανες –υποθετικά, εννοείται- αν τη συναντούσες; Θα της ζητούσα να μου περιγράψει με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τον κόσμο στον οποίο θα ήθελε ιδανικά να ζει.

– Σε ποιο βαθμό συνδέεται η οικονομική ασφάλεια με την προσωπική ανεξαρτησία; Ήταν και είναι απόλυτη προϋπόθεση. Η έλλειψη οικονομικής ασφάλειας ήταν η βασική τροχοπέδη στη δημιουργική πορεία των γυναικών των παλαιότερων γενιών και όχι μόνο.

– Μπορεί η εγκατάλειψη των παιδιών να ερμηνευθεί ως πράξη αυτοθυσίας; Μεγάλη ερώτηση. Αρχική πηγή έμπνευσης για το έργο υπήρξε η ιδιαίτερα φορτισμένη εμπειρία ενός αποχαιρετισμού. Με τη δουλειά μου ταξιδεύω συχνά στο εξωτερικό. Η εικόνα- ερέθισμα που έθεσε σε κίνηση όλο το ερμηνευτικό και αισθητικό πλαίσιο της παράστασης έχει να κάνει με το νυσταγμένο αντίο στους γιους μου στη μέση της νύχτας, πριν φύγω για το αεροδρόμιο για να προλάβω την πρωινή πτήση… Σφραγισμένος στην αθωότητα του παιδικού ύπνου, αυτός ο αποχωρισμός –παρότι προσωρινός- εξακολουθεί να μου είναι πολύ σκληρός. Είναι τεράστιο αυτό που κάνει η Νόρα για τα παιδιά της, μια μοναδική πράξη υπέρβασης της μητρικής αγάπης. Τους αφήνει παρακαταθήκη τον ηρωισμό της και την ευθύνη να μεγαλώσουν γνωρίζοντας τη σημασία της αυτόβουλης ύπαρξης και της ελευθερίας.
 
– Ένιωσες ποτέ να ταυτίζεσαι μαζί της ή με κάποιον από τους χαρακτήρες; Στη Νόρα βλέπω τη δική μου ανάγκη για ανεξαρτησία και το αίσθημα ασφυξίας που αναπτύσσω αυτόματα μέσα σε περιβάλλοντα περιορισμών. Αναγνωρίζω επίσης την απέχθεια για την επιτήδευση και την υποκρισία, το αυθόρμητο και –ενίοτε- το αφελές, την παντελή έλλειψη διπλωματίας. Λατρεύω όμως όλους τους ήρωες του «Κουκλόσπιτου»: το ένστικτο αυτοσυντήρησης της Λίντε, τη βαθιά τραυματισμένη τρυφερότητα του «κακού» Κρόγκσταντ, τη σοφία του Ρανκ. Στον Τόρβαλντ Χέλμερ, με τον οποίο δυσκολεύομαι προσωπικά να ταυτιστώ, προσπαθώ να κατανοήσω και να φωτίσω την ανάγκη για ασφάλεια και κοινωνική αποδοχή, που υπαγορεύει βασικές αποφάσεις ζωής και συχνά κατακερματίζει τη συναισθηματική μας ακεραιότητα.
 
– Με ποιον τρόπο θα μπορούσες να διεκδικήσεις ή να πετύχεις εσύ, σήμερα, αυτό που επιδίωξε η Νόρα; Ως Αύρα, παλεύω καθημερινά με τους δαίμονές μου, που συνήθως έχουν να κάνουν με την τάση μου για φυγή. Αισθάνομαι ασφαλής μόνο μέσα στη διαρκή κίνηση. Τα «ζωτικά» ψεύδη με πνίγουν. Κάτι που έχω σε ένα βαθμό κατακτήσει είναι να μπαίνω πλέον βαθιά μέσα στο πρόβλημα, κοιτάζοντάς το κατάματα, τις πιο πολλές φορές με κόστος. Δεν ξέρω αν είμαι γενναία σαν τη Νόρα, σίγουρα όμως φοβάμαι λιγότερο από παλιά να σπάσω το απόστημα, όπου χρειάζεται.
 
– Πώς αντιμετωπίζεις τις φεμινιστικές του ιδέες και τη σημερινή τους εφαρμογή; Δεν θεωρώ το έργο αποκλειστικά «φεμινιστικού» προβληματισμού. Πιστεύω ότι μία τέτοια αντίληψη- προσέγγιση, στην οποία ο ίδιος ο Ίψεν είχε αντιταχθεί, θα μίκρυνε σημαντικά την εμβέλειά του. Το «Κουκλόσπιτο» μιλάει για ανθρώπινα δικαιώματα: αφορά τόσο τις γυναίκες όσο και τους άντρες, αφού στην ουσία πραγματεύεται την πανανθρώπινη ανάγκη για ελευθερία και τον δύσκολο δρόμο προς την αυτοπραγμάτωση. Το πώς τολμάει κανείς να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να συγκρουστεί με ό,τι τον κρατάει δέσμιο σε συμβάσεις και επιβεβλημένες ταυτότητες (κοινωνικές, επαγγελματικές, σεξουαλικές, κ.α.) σίγουρα ξεπερνάει το «γυναικείο» ζήτημα.
 
– Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ιδέες αυτές σήμερα; Αναπόφευκτα, αν παρουσιαστούν αποκομμένες από το ιστορικό τους πλαίσιο, φαίνονται παρωχημένες. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση όταν καταπιάνεσαι με ένα κλασικό έργο. Οφείλεις να ψάξεις την κατάλληλη μεταφορά που θα το επικαιροποιήσει χωρίς όμως να το απογυμνώσει από την κοινωνική και ιδεολογική του διάσταση.
 
– Ποιος είναι ο στόχος σου την πρώτη μέρα στην πρόβα; Να δημιουργήσω τις κατάλληλες συνθήκες μέσα στις οποίες να γεννηθεί κάτι –να εμπνεύσω και να εμπνευστώ. H πρώτη πρόβα είναι μία τρομακτική και παράλληλα συναρπαστική ευκαιρία να κερδηθεί μία μικρή δόση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον σκηνοθέτη και την ομάδα. Πάντοτε μου άρεσε να βλέπω τη διαδικασία αυτή ως ένα είδος προετοιμασίας- τελετουργίας για ένα πολυπόθητο ραντεβού: απαιτείται πολλή και συλλογική δουλειά, φαντασία, πειραματισμός και ρίσκο, για να δημιουργηθεί αυτή η εκρηκτική ατμόσφαιρα γιορτής στην παράσταση, όπου ηθοποιοί και θεατές αναπνέουν μαζί, ερωτεύονται και επικοινωνούν.
 
– Το θέατρο πρέπει, απαραίτητα, να είναι πάντα ανατρεπτικό; Εξαρτάται από το πώς ορίζει κανείς την ανατροπή. Κατά τη γνώμη μου, ναι, είναι μοναδικό καταφύγιο: μάς επιτρέπει μέσα από την ταύτιση και τη μεταφορά να έρθουμε αντιμέτωποι με τη δική μας θνητότητα. Ανατρεπτικό για μένα είναι το θέατρο που επαναδιαπραγματεύεται το οικείο και το κλισέ, με τρόπο που να αποκαλύψει τον άφατο, αόρατο πόνο, την επιθυμία που δεν εκφράζεται, τον φόβο για το άγνωστο. Υπό αυτή την έννοια, σαφώς οφείλει να είναι πάντα ανατρεπτικό, να αναποδογυρίζει βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις και προσδοκίες, να μάς οδηγεί μέσα από τις πιο σκοτεινές πόρτες σ’ ένα κάποιο φως επίγνωσης του εαυτού και του «άλλου».
 
– Το κοινό επιζητεί να προκληθεί; Λίγα πράγματα μπορούν πλέον να σοκάρουν το κοινό του 21ου αιώνα, που έχει κυριολεκτικά εθιστεί στον «πορνογραφικό» βομβαρδισμό των media. Κατά συνέπεια, η ίδια η έννοια «πρόκληση» είναι εύθραυστη και προβληματική, καθώς η καθημερινότητά μας κατακλύζεται διαρκώς από πολλαπλές εικόνες βίας, που προκαλούν το κοινό αίσθημα. Αντίθετα, ο σύγχρονος θεατής συνειδητά ή ασύνειδα επιζητεί να συγκινηθεί, να παραδοθεί σε μία υπέρβαση των όσων γνώριζε, να επιτρέψει στην αλήθεια της παράστασης ν’ αγγίξει τη δική του αλήθεια. Η δυνατότητα αναζήτησης αυτής της «αλήθειας» είναι ό,τι πιο τολμηρό μπορούμε να προσφέρουμε στον κόσμο ως καλλιτέχνες του θεάτρου.

– Υπάρχει η τέλεια θεατρική παραγωγή; Πώς τη φαντάζεσαι; Oνειρεύομαι μια παραγωγή που ξεκινά από τις ανάγκες και τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις της παράστασης κι όχι από τους οικονομικούς περιορισμούς του θιάσου, μέσα σε μία συνθήκη όπου όλα τα μέλη της ομάδας, από τον χορηγό έως τον υπεύθυνο προβολής κι από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς έως τον χειριστή της κονσόλας, αισθάνονται εξίσου δημιουργικοί και χρήσιμοι. Μία παραγωγή που ο καθένας δίνει το 100% του εαυτού του σ’ αυτό που του ανήκει, ταυτόχρονα όμως ακούει, προσαρμόζεται και αλλάζει πορεία όταν κρίνεται αναγκαίο. Η ιδανική παραγωγή είναι αυτή όπου όλοι οι συντελεστές ανυπομονούν να συναντηθούν μεταξύ τους, αλλά και με το κοινό. Η γιορτή, που λέγαμε…
 
– Με ποια πάστα ηθοποιού προτιμάς να συνεργάζεσαι; Με τις περισσότερες, αγαπώ πολύ τους ηθοποιούς– αρκεί να είναι ανοιχτοί, να μη φοβούνται δηλαδή το «τσαλάκωμα» και τη «μετατόπιση». Μου αρέσει να δουλεύω με ηθοποιούς που προτείνουν, αλλά και δοκιμάζουν, χωρίς να αντιστέκονται στον σκηνοθέτη λόγω ευκολίας, ανασφάλειας ή έπαρσης. Θεωρώ το ένστικτο το πιο σημαντικό εφόδιο του ηθοποιού, την πυξίδα προς την ερμηνεία. Είναι ευλογία να δουλεύει κανείς με ηθοποιούς που το διαθέτουν και δεν φοβούνται να το εξελίξουν.
 
– Υπάρχει «γυναικεία» και «ανδρική» σκηνοθετική προσέγγιση; Ειλικρινά, δεν είμαι σίγουρη. Φαντάζομαι ότι ως γυναίκα και μητέρα αναπόφευκτα θα ταυτιστώ με όψεις της Νόρας που θα επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο τη συστήνω στον θεατή. Άλλωστε, σε κάθε σκηνική επιλογή εντέλει αποτυπώνεται το ίχνος του προσωπικού βιώματος. 
 
– Πιστεύεις ότι υπάρχει μια αρχετυπική μορφή γυναίκας που αναπαράγεται στο θέατρο; Σίγουρα τα αρχέτυπα της μητέρας, της θεάς- μούσας, της επικίνδυνης ερωμένης, της αφοσιωμένης συζύγου κ.ο.κ. εξακολουθούν να αναπαράγονται δραματουργικά αλλά και παραστασιακά. Η λέξη-κλειδί για τον αιώνα μας, ωστόσο, και φυσικά και για τη θεατρική δημιουργία, είναι «υβρίδιο». Στις πιο σύγχρονες αναπαραστάσεις της γυναίκας, πολλές φορές οι όψεις αυτές συνυπάρχουν. Στο πρόσωπο της δικής μας Νόρας κινούμαστε προς μια τέτοια συμβίωση.
 
* «Το Κουκλόσπιτο», Λεμεσός, Τεχνοχώρος, 6, 8, 9, 10, 12, 15, 16 & 17/11 Λευκωσία, Θέατρο Αποθήκες ΘΟΚ 20, 21, 22/11 25877827