ΕΙΧΑΜΕ μείνει στη λαίλαπα του ’74 που ανέτρεψε το σύνολο της ζωής μας, φυσικά και τις διαθέσεις μας για γιορτές και επετείους.

Καθώς στην τηλοψία οι εικόνες επαναφέρουν την τραγικότατη μοίρα των κυνηγημένων από τη βαναυσότητα της πολεμικής ισχύος και της υπερφίαλης επίδειξής της, ξαναζούμε το δράμα του εκτοπισμού με επίταση, αφού η ατιμώρητη και ασύδοτη τουρκική ηγεσία κορδακίζεται με τον φερετζέ του επιτήδειου ποδκιάντραπου.

Λοιπόν, η Σαρακοστή του ’75 μας βρήκε μακριά από την Κερύνεια, σκορπισμένους σαν τα παιδκιά του λα(γ)ού.

• Διάτρητος ο κοινωνικός ιστός, διαλυμένες οι κοινότητες και οι ενορίες, ανέστιες τέσσερις στις δέκα οικογένειες του Νησιού, κυρίαρχο και γενικό το πένθος για τις χιλιάδες των απόντων, πού διάθεση για Αποκριές και φενακισμούς; Έτσι που άκρως ρηξικέλευθη ακούστηκε η λεμεσιανή πρόταση/απαίτηση, σε τέτοιο καταθλιπτικό κλίμα:

– Εμείς δεν μπορούμε να στερηθούμε το καρναβάλι μας και τις …βασιλικές παρελάσεις μας!

• Ακολούθησαν Αποκριές και Καθαρο-Δευτέρες που τές μετρούσαμε σε απρόσμενους τόπους και με βάση τους –εκάστοτε- απόντες: Πρώτη Καθαρο-Δευτέρα της Προσφυγιάς στο εργοστάσιο του θείου του Χαράλαμπου, με τα νηστίσιμα εδέσματα.

• Ακολούθησαν, για σειράν πολλών ετών, οι Καθαρο-Δευτέρες στο «εξοχικό» της Καλλιόπης, με τις επιδαψιλεύσεις της βαλανιδέικης οικογένειας, κάπου στα απόμακρα της Λακατάμιας. Πλην, και αυτές οι εξορμήσεις έληξαν άδοξα, όταν το «εξοχικό» βρέθηκε να ασφυκτιά περιτριγυρισμένο από πολυκατοικίες, μία εκκλησία και μία υπεραγορά, λες και υπήρξε πόλος οικοδομικού οργανισμού.

• Με αυτά και μ’ εκείνα, ήδη κάμψαμε τον Μαλέα, και η Τράπεζα που εν μια νυκτί κατάπιε τον Συνεργατισμό μας, προσχηματικά απαιτεί την –ανά τριετία- επικαοροποίηση των στοιχείων μας, με χοντρή την υποβολή:

– Μα, ζείτε ακόμη;

Χωρίς τη δική της επικαιροποίηση! Μας πέτυχε ανάδελφους, κατά τον Σαρτζετάκη!