Πίσω από τις πολιτικές και τα μέτρα οι απλοί άνθρωποι βιώνουν από τον περασμένο Μάρτιο τη σκληρή πραγματικότητα ένεκα των μέτρων για περιορισμό της πανδημίας του κορωνοϊού. Άνθρωποι σαν τον κύριο Αντώνη στο συνοικισμό των Λειβαδιών που ξεσπούν σε λυγμούς μόλις τους ρωτήσεις και σου λένε με μιας τον πόνο τους.

«Δεν είμαι καλά γιε μου. Απαγόρευσαν σε μας τους παππούδες να αγαπούμε τα εγγόνια μας. Η κόρη μου με το γαμπρό μου έχουν ένα κατάστημα στη Λάρνακα. Κάθε λίγο βγάζουν φιρμάνι και κλείνουν τους. Το 2020 δεν δούλεψαν. Τις γιορτές δεν δούλεψαν. Ακόμα προχθές τους έκλεισαν πάλι τρεις βδομάδες. Έχουν δυο παιδιά. Δυσκολεύονται. Η σύνταξη είναι χαμηλή που παίρνω. Δεν μπορώ να τους βοηθήσω πολύ. Κλαίω και γι’ αυτό, μα κλαίω που απαγορεύεται να αγαπώ τα εγγόνια μου και να σφίγγω αγκαλιά». Και τι να πει κάποιος στον κύριο Αντώνη ή τον άλλο τον παππού, πάλι στο συνοικισμό των Λειβαδιών, που όλη μέρα βολτάρει με το σκυλάκι του και βουρκώνει και αυτός λέγοντας με νόημα, «τι άλλο να κάνω. Ο καφενές, τα εγγόνια και τα παιδιά, μια αγκαλιά, με τα δικά σου άτομα, όλα αυτά δεν γίνονται πια». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Εστίαση και καταστηματάρχες οι μεγάλοι χαμένοι

Στο μανάβικο της κυρίας Σταυρούλας και της κυρίας Μάρως στο συνοικισμό των Λειβαδιών μαθαίνουμε και άλλα πράγματα για τη ζωή των απλών ανθρώπων τις δύσκολες μέρες του εγκλεισμού και του λουκέτου σε επιχειρήσεις και καταστήματα. Πρώτα, ότι το δευτέρι που γράφουν τα βερεσέδια αναγκαστικά μεγάλωσε και έγινε ξανά βιβλίο με πολλές σελίδες. Διότι, προστέθηκαν όλοι εκείνοι οι επαγγελματίες, επιχειρηματίες και υπάλληλοι που το 2020, «οι δουλειές τους ήταν για πολύ καιρό κλειστές και έτσι δεν μπόρεσαν να βγάλουν ικανοποιητικό μεροκάματο και να ζουν με αξιοπρέπεια. Και δεν έφτανε αυτό, μόλις μπήκε το 2021, τους ξανάκλεισαν τους ανθρώπους. 

Μαθαίνουμε στο μανάβικο για εκείνο τον περήφανο και τίμιο μεροκαματιάρη ή και επιχειρηματία της κοινωνίας μας που δούλευε σκληρά, για να μπορεί να πηγαίνει και να ψωνίζει ότι λαχταρούσε η οικογένεια, αλλά και τα λεγόμενα «ληξιά» των πιτσιρικάδων του. «Τώρα», μας αφηγείται η κ. Μαρούλα, «μπαίνει στο μανάβικο ανέκφραστος και σκυφτός. Ψωνίζει γρήγορα-γρήγορα τα απαραίτητα και αφού συζητήσει λίγο με τα πιτσιρίκια του, λέγοντας τους ότι θα πάρουν μόνο από μια λιχουδιά, πλησιάζει ακόμα πιο σκυφτός στο ταμείο». Και εκεί, σκύβει ακόμη λίγο και χαμηλόφωνα λέγει στην κ. Σταυρούλα, «γράψε τα. Τι να κάνουμε; Πάλι μας κλείσανε. Και δεν δουλέψαμε και καλά πριν». Μαθαίνουμε, επίσης, έξω από το μανάβικο από μια άλλη γυναίκα για τον γαμπρό και την αδελφή της που έχουν παιδότοπο κάπου στη Λάρνακα. Και που πάλι τους κλείσανε και «δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Δηλαδή, να αγοράσουν ακόμα και τα απαραίτητα. Αγοράζουν με βάση τα χρήματα που κρατούν και όχι το τι θα ήθελαν πραγματικά να αγοράσουν», μας εξηγεί η γυναίκα.

Η μανάβισσα, η κ. Σταυρούλα, μας μιλά για τον παππού, την οικοκυρά, εκείνους όλους τους ανθρώπους που πλέον στέκουν στο ταμείο και μετρούν υπομονετικά, αλλά σκυφτοί γιατί νιώθουν και κάπως άβολα, τα κέρματα των 5, των 2 και του 1 σεντ, για να συμπληρώσουν το οφειλόμενο ποσό. Γιατί, εδώ που φτάσαμε στις μέρες μας, για πολλούς ανθρώπους έχουν εκτός από χρηματική αξία και μεγάλη σημασία και τα μικρά κέρματα. «Ακόμα και το ένα σεντ, αφού πολύς κόσμος δεν εργάζεται και δεν βαστά». 

Με την κ. Χριστίνα και κάποιες άλλες γυναίκες στη βεράντα του μανάβικου, μιλούμε για όλο αυτό τον κόσμο που χρειάστηκε ακόμα και ψυχολογική στήριξη από ειδικό, για να αντεπεξέλθει σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Που έκανε τους ανθρώπους σκυθρωπούς, ανέκφραστους, λιγομίλητους, συχνά και ευέξαπτους.

Απογοήτευση και οργή από τις αποφάσεις

Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους μιλήσαμε είχαν αρνητική άποψη σχετικά με την απόφαση να κλείσουν από την περασμένη Κυριακή, σχεδόν όλες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και καταστήματα. Τονίζοντας ότι δεν ήταν εκεί που συνωστιζόταν ο κόσμος, αλλά ωστόσο με την απόφαση να κλείσουν, αρκετές ίσως «γονατίσουν» οικονομικά. Γεγονός που κάνει πλέον τους ιδιοκτήτες αλλά και τους υπαλλήλους τους, εκτός από απογοητευμένους και πολύ οργισμένους.