Κάποτε θα πρέπει να μας απαντήσουν: Οι διαπραγματεύσεις γίνονται για να γίνονται, για να συντηρείται η (σχεδόν) πενηντάχρονη μιζέρια των υποχωρήσεων, για να έχουν τίτλους οι εφημερίδες και να βολτάρουν στα ελβετικά θέρετρα κάθε τρεις και λίγο ή υπάρχει ακόμα ο σκοπός για «δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό»; Οι συνομιλίες γίνονται προς τέρψιν όσων αφιέρωσαν τη ζωή τους στα αλισβερίσια με το κατοχικό καθεστώς ή υπάρχει θέληση για να τερματιστεί η κατοχή και να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στα σπίτια τους.

Μεσούσης της ατέρμονης κρίσης που προκαλεί η Τουρκία, λοιπόν, είναι ιδανικό να βγει ένας άνθρωπος, με νομιμοποίηση αν θέλουν από όλα τα κόμματα, και να μας εξηγήσει τι εννοούν οι κρατούντες όταν λένε «συνέχιση των διαπραγματεύσεων». Κι ας κάνουν έκκληση για ενότητα –σάματις κι αυτό θα κόψει τα πόδια του Ερντογάν– είναι καιρός να πάρει ο λαός οφειλόμενες απαντήσεις. Ασχέτως ότι δεν ζητά και μουδιασμένος (από το φέισμπουκ) περιμένει το «θερμό επεισόδιο», οι εξουσιαστές πρέπει να δώσουν εξηγήσεις: Γιατί θέλουμε διαπραγματεύσεις;

Και δεν είναι μονάχα θέμα του ΑΚΕΛ, όλοι εμμένουν στην επανέναρξη των συνομιλιών πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων. Όλοι αόριστα προκρίνουν συνομιλίες, προσθέτοντας το «όταν τερματιστούν οι τουρκικές προκλήσεις» (το ΑΚΕΛ όχι πάντα), αλλά χωρίς να ξεκαθαρίζουν τι θεωρούν πρόκληση και τι όχι. Συντηρώντας μια κούφια πολιτική τακτική, που εγκλωβίζει, εδώ και δεκάδες χρόνια, την Κύπρο σε ατέρμονες διαπραγματεύσεις υπό τουρκικούς όρους πάντα. Εμμένοντας στις σάπιες συμφωνίες του ’77-’79, σάμπως και ο Μακάριος και ο Σπύρος κλείδωσαν τη «Βίβλο» και δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε. Προκαλώντας έτσι κάτι φαεινές ιδέες περί «συνεννόησης» του κατοχικού στρατού με την Εθνική Φρουρά.

Εν πάση περιπτώσει, όλα αρχίζουν από την ατολμία και την αβουλία των κρατούντων να ανατρέψουν τα δεδομένα. Από την «πολιτική του κατευνασμού», που ανακάλυψε κι ο μεγαλύτερος θιασώτης της ότι έχει αποτύχει, από τον πόθο για «κλείσιμο» του Κυπριακού κατά παράβαση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Στο διά ταύτα, η Κυπριακή Δημοκρατία, το μοναδικό νόμιμο κράτος στο νησί, μπορούσε να κάνει πολλά. Κατ’ αρχάς, για να επιστρέψουμε στο θέμα, ο εκάστοτε ηγέτης όφειλε να απορρίπτει εκ προοιμίου τη συζήτηση ενόσω υπάρχει κατοχικός στρατός στο νησί. Να υποχρεωθούν οι κλειδοκράτορες της «ειρήνης» να διαμηνύσουν στην Τουρκία πως τούτος ο άγριος λαός της Μεσογείου, δεν διαπραγματεύεται για τη λευτεριά του με τους όρους των κατακτητών του. Για να καταστεί σαφές πως «υπό απειλή κανονιοφόρων» (άλλος έσχατος όρος) σε γη, αέρα, θάλασσα δεν υπάρχει διαπραγμάτευση. Αλλά αυτό, θα μπορούσε να γίνει αν οι ηγεσίες αντιλαμβάνονταν πως οι τουρκικές προκλήσεις στο νησί δεν ξεκίνησαν με την ΑΟΖ και τα οικόπεδα, ξεκίνησαν πολύ πριν και από την εισβολή. Από το ’58, το ’63, το ’64, το ’74, το ’83, το ’96 και πάει λέγοντας. «Μας κοιτάζει ο χάρος και του τρέχουνε τα σάλια».