Τι μπορεί να κάνει κάποιος για να βγάλει το ψωμί του; Ίσως τα πάντα, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.

Την περασμένη βδομάδα, είδαμε έναν νεαρό, σε καθήκοντα σερβιτόρου, να περπατά στη θάλασσα, με το νερό να φτάνει σχεδόν μέχρι τους ώμους του για να παραδώσει παραγγελία σε πελάτες που απολάμβαναν τον ήλιο σε «απλώστρες» που στήθηκαν (παράνομα) μέσα στη θάλασσα της Ρόδου.

Το στιγμιότυπο καταγράφηκε από κάποιον που προφανώς μπορεί ακόμα να διαχωρίσει τα λογικά από τα παράλογα. Κι αφού δημοσιοποιήθηκε, άρχισαν οι μεν και δε απόψεις, με τον υπουργό Εργασίας να επεμβαίνει χωρίς εν τέλει να βρίσκει κάτι κακό «αφού ο εργαζόμενος το έκανε εθελοντικά για να εισπράξει φιλοδώρημα», κατά τον εργοδότη. Άποψη που πιστοποίησε εκ των υστέρων ο εργαζόμενος και υιοθετήθηκε από τον υπουργό.

Ο εργοδότης, φυσικά, δεν θα έλεγε κάτι διαφορετικό αν και δύσκολα μπορεί να πιστέψει κάποιος πως στην επιχείρηση του επιτρέπει στους εργαζόμενους να κάνουν ότι γουστάρουν. Κι ο νεαρός μπορεί όντως να μην το έβρισκε τόσο εξευτελιστικό έχοντας αποφασίσει να εργαστεί για λίγους μήνες, να βγάλει ότι περισσότερο γίνεται και να την κάνει για αλλού. Ή, ακόμα και αν το έβρισκε ξεφτίλα, να είχε τόση ανάγκη ώστε να εκτελούσε όποια επιθυμία είχε ο πελάτης και, κυρίως, ο εργοδότης με τις ευφάνταστες ιδέες. Για λίγα ή πολλά ευρώ. Για μικρό ή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ανάλογα με την ανάγκη και την ιδιοσυγκρασία.

Οι πελάτες όμως; Πώς μπορεί κάποιος να είναι τόσο απαθής όταν βλέπει έναν άνθρωπο να προσπαθεί να ισορροπήσει κουβαλώντας ένα δίσκο στο χέρι με ποτά και φαγητά; Πώς μπορεί να απολαμβάνει το θέαμα ενός εργαζόμενου που κάνει ζογκλερικά στο νερό για να βγάλει το ψωμί του ή να καλύψει το ενοίκιο του και τις όποιες ανάγκες που μάλλον αυτός δεν έχει; Πώς μπορείς να θεωρείς δικαίωμα σου να σου ικανοποιούν όλα τα καπρίτσια; Ακόμα κι αυτά που ίσως δεν είχες σκεφτεί πως μπορούν να γίνουν;

«Είναι ένα θέαμα», γράφει η Λίλα Σταμπούλογλου, «που κανονικά, πρέπει να σου φέρνει αμηχανία και να σε οδηγεί σε άλλη παραλία. Πόσο βαθιά απολίτιστα όντα έχουμε καταντήσει, που φτάσαμε να βλέπουμε το παράλογο, φυσιολογικό και το αντιαισθητικό, ωραίο; Τόσο εκ βαθέων βάρβαροι, που επιβραβεύουμε το ξεφτίλισμα των ανθρώπων με γερά φιλοδωρήματα. “Αν καταφέρεις να κολυμπήσεις με τη μαργαρίτα μου μέχρι εδώ που ξαπλώνω, θα σου δώσω είκοσι ευρώ. Αν δεν βουλιάξουν τα σφηνάκια, θα πάρεις άλλα είκοσι”. Ντροπής κατάδυση στον παραλογισμό του ηθικού ξεπεσμού».