Πρέπει να πείσει, λένε, η πλευρά μας ότι αποδέχεται την πολιτική ισότητα. Δεν του ζητούν του εκπροσώπου μας και Προέδρου, να παραβιάσει κόκκινες γραμμές, αλλά μόνο να πείσει ότι αποδέχεται την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων για να ξεκλειδώσει η διαδικασία.

Δεν αρκεί που επαναλαμβάνει κι ο ίδιος κι όλα τα κόμματα ότι την αποδέχεται, ούτε που οι προηγούμενοι εκπρόσωποι μας την αποδέχτηκαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ούτε που την πολιτική ισότητα την ορίζουν ρητά τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Πρέπει να κάνει και κάτι άλλο σήμερα ο Πρόεδρος. Τι άλλο, όμως; Δεν υπάρχει κάτι άλλο εκτός από το να αποδεχτεί την «κυριαρχική ισότητα» όπως την ορίζουν οι Τούρκοι. Κι άμα γίνει αυτό θα βρεθούμε ένα βήμα από τη λύση (βρε, τα ψώνια!), θα αμοληθούμε στους δρόμους και θα αγκαλιάσουμε τους Τουρκοκύπριους αδελφούς μας οι οποίοι είναι έτοιμοι κι αυτοί για τις αγκαλιές και τα πολύχρωμα μπαλόνια που θα γεμίσουν τους ουρανούς, όπως τότε που άνοιξε η Λήδρας και στέλναμε το μήνυμα στον κόσμο που μας παρακολουθούσε πως λύθηκε το Κυπριακό κι έπεσε το τείχος της ντροπής.

Παράγινε το κακό με την αλλοφροσύνη που μας πουλάνε. Ακόμα και τώρα που ένας αχαρακτήριστος Τατάρ κι ένα καθεστώς μαριονετών μιλά τόσο απροκάλυπτα, που δεν θα έπρεπε να έχει κανένας αμφιβολία για το σκοτάδι στο οποίο μας οδηγούν. Να τους πούμε, λοιπόν, την ωμή ιστορία μπας και συνέλθουν. Διότι, το φαινόμενο Τατάρ, ούτε καινούργιο είναι, ούτε μοναδικό.

Από το 1878, όταν οι Βρετανοί πάτησαν το πόδι τους στην Κύπρο και άρχισαν να οργανώνουν τη διοίκηση του νησιού, οι Τουρκοκύπριοι έθεταν ζητήματα διχοτόμησης και αυτονομίας. Απαιτούσαν να διατηρήσουν τα προνόμια, που είχαν από την οθωμανική αυτοκρατορία σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνοκυπριακού πληθυσμού. Το 1907, δηλαδή πάνω από ένα αιώνα πριν, ζητούσαν από τους Βρετανούς να επιβάλουν δημαρχεία με εκ περιτροπής δήμαρχο, έναν Έλληνα και έναν Τούρκο εναλλάξ.

Από τότε μέχρι σήμερα η ιστορία καταγράφει εκατοντάδες τουρκικές ενέργειες με στόχο τη διχοτόμηση και ούτε μία, ΟΥΤΕ ΜΙΑ, που να έχει στόχο την αναγνώριση μίας κοινής πατρίδας και ενός λαού, που συμβιώνει ειρηνικά και συνδιαχειρίζεται την πατρίδα του. Το 1926, για παράδειγμα, οι μουσουλμάνοι δημοτικοί σύμβουλοι Λευκωσίας απαιτούσαν να εκλέγεται μουσουλμάνος αντιπρόεδρος ή αντιδήμαρχος. Το 1947 το αίτημα των δημοτικών συμβούλων Λεμεσού ήταν να υψώνουν την τουρκική σημαία στο δημαρχείο κατά τις τουρκικές εθνικές εορτές και το έκαναν.

Να μην πούμε για τις ταραχές που προκαλούσαν ασταμάτητα τα επόμενα χρόνια, τις λεηλασίες και τις δολοφονίες, αυτά είναι γνωστά, ούτε για τους θύλακες που σχεδίαζαν από το 55 σε όλους τους δήμους και καταδίωκαν από αυτούς τους Ελληνοκύπριους και τους εξανάγκαζαν να εγκαταλείπουν τις περιουσίες τους και να τρέχουν να σωθούν, όλα με σκοπό τον γεωγραφικό διαμελισμό και την εκκαθάριση περιοχών από τους χριστιανούς. Να μην πάμε στο 58, στο 63, στο 64, στο 67, στο 74, στο 84 ή στη Δερύνεια του 1996. Είναι χιλιοειπωμένα.

Να αναφέρω μόνο κάτι άγνωστο, ως παράδειγμα: Διαβάζω κύριο θέμα στον Φιλελεύθερο, με ημερομηνία 6 Απριλίου 1972: Άνοιξαν, λέει, στην Άγκυρα «Αποστολή τουρκοκυπριακής διοικήσεως», αντί πρεσβείας. Και εκεί θα πηγαίνουν οι Τουρκοκύπριοι που θα ταξιδεύουν και θα εφοδιάζονται με διαβατήρια. Μάλιστα, διαβατήρια! Θα είναι ίδια με τα διαβατήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά σε μια σελίδα θα γράφουν: «Εκδίδονται υπό της Τουρκοκυπριακής Διοικήσεως».

Ο επίτιτλος του Φιλελεύθερου τότε ήταν: «Βήμα προς διεθνή αναγνώρισιν διαμελισμού». Αυτοί ήταν και αυτοί είναι μέχρι σήμερα οι αδελφοί και εταίροι μας. Διαμελισμό επιθυμούσαν αιώνες τώρα, αυτό και σήμερα. Τώρα ξαφνικά ας μην λέμε παραμύθια ο ένας στον άλλο ότι οι Τουρκοκύπριοι αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους όλη αυτή την ιστορία και να κτίσουν μαζί μας κοινό μέλλον στην ίδια γη, αρκεί να αναγνωρίσουμε εμείς οι αδιάλλακτοι εθνικιστές την πολιτική ισότητα.

Μια τόσο βαθιά πορεία ριζωμένη στο μυαλό τους, δεν πρόκειται να αναιρεθεί επειδή θα δώσουμε «πολιτική ισότητα» για να κάτσουν στις συνομιλίες. Όπως δεν αναιρέθηκε όταν δώσαμε όλα όσα ζητούσαν πριν από αυτό. Σήμερα υπάρχει η προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και είναι ο μόνος δρόμος για να πεισθούν ότι είναι για το δικό τους συμφέρον να ξεφύγουν από την αγκαλιά της Τουρκίας. Αλλά, ούτε αυτό το προσπαθούμε. Γιατί ποτέ δεν βλέπουμε τα δεδομένα όπως είναι, τα βλέπουμε όπως θα θέλαμε να είναι.