Οι εκφοβιστικές αγωγές είναι εργαλείο καταστολής της ελεύθερης κριτικής.

Συμβαίνει συχνά κάποιο ισχυρό πρόσωπο ή οργανισμός να καταθέτει αγωγή σε ένα ή περισσότερα άτομα, με σκοπό όχι τόσο να δικαιωθεί στο δικαστήριο αλλά να εκφοβίσει όσους του ασκούν κριτική μέσω της οικονομικής και ηθικής τους εξόντωσης. Σχεδόν πάντα πρόκειται για ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, κοινωνικού ή πολιτικού, και τα πρόσωπα που στοχοποιούνται είναι δημοσιογράφοι ή άλλα μη κυβερνητικά σχήματα και άτομα. Ο όρος που έχει καθιερωθεί γι’ αυτή την πρακτική, η οποία χρησιμοποιείται ως εργαλείο υποταγής όποιου «αυθάδη» τολμά να αμφισβητήσει το κύρος και τις πράξεις κάποιου ισχυρού, είναι γνωστός ως SLAPP (Strategic Lawsuits Against Public Participation), δηλαδή «Στρατηγικές Αγωγές Κατά της Συμμετοχής του Κοινού», και είναι μια μορφή της «επινόησης της προσβολής» για την οποία έχω γράψει επανειλημμένως με διάφορες αφορμές. Αρχικό μέτρο ενίοτε είναι η απειλή λήψης νομικών μέτρων ώστε ο ερευνών, δημοσιογράφος συνήθως, να αυτολογοκρίνεται μπροστά στον κίνδυνο να μην μπορεί να αποδείξει επαρκώς τα ευρήματά του.

Πράξεις που επισύρουν τέτοιες αγωγές είναι οι δημόσιες διαμαρτυρίες, η δημοσιογραφική έρευνα και κριτική, η αναφορά ανάρμοστης συμπεριφοράς αξιωματούχων οι οποίοι θεωρούν ότι δυσφημίζονται (τι σας θυμίζει;), τα σχόλια στο διαδίκτυο, η συγκέντρωση υπογραφών για κάποιο ζήτημα κ.ά. Ένα πρόσθετο πρόβλημα από τις εκφοβιστικές αγωγές είναι ότι φορτώνουν τα δικαστήρια με έναν τεράστιο όγκο υποθέσεων, καθυστερώντας την εκδίκαση άλλων, σοβαρότερων και ουσιαστικών. Από τις πιο χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις είναι η επίθεση του Γενικού Εισαγγελέα κατά του Γενικού Ελεγκτή, η οποία απασχόλησε, και θα συνεχίσει να το κάνει για αρκετό καιρό, όχι μόνο το ανώτατο δικαστικό σώμα του τόπου αλλά και μια πλειάδα δικηγόρων και δημοσίων υπαλλήλων, με οικονομικό κόστος υπέρογκα δυσανάλογο της αντικειμενικής σοβαρότητας του θέματος. Βέβαια, η υπόθεση αυτή διαφέρει από μια τυπική περίπτωση SLAPP, όχι μόνο επειδή ενδέχεται να επιστρέψει στον καταγγέλλοντα ως slap (χαστούκι), αλλά κυρίως επειδή χαστουκίζει βάναυσα τη λογική των πολιτών.

Με πρόσχημα ένα ουσιαστικά μη-θέμα, έχει αναδειχθεί ως ουσιαστικό μέγα θέμα ο ρόλος μεγάλων θεσμών του κράτους, όπως αυτός του Γενικού Εισαγγελέα, σαν αντίδραση κακομαθημένου παιδιού που δεν ανέχεται τις παρατηρήσεις – βάσιμες ή αβάσιμες. Και επειδή αδυνατεί να απαντήσει όπως οφείλει, επιλέγει να το κάνει το δικαστήριο αντ’ αυτού. Πρόσφατα μας προέκυψε ένα ακόμα SLAPP, αυτή τη φορά από τον αρχιεπίσκοπο Γεώργιο: Η αγωγή του κατά του Αριστείδη Βικέτου, με σκοπό να λειτουργήσει ως… slap, επειδή ισχυρίστηκε ότι υπήρξε προεκλογική μυστική συμφωνία του νυν αρχιεπισκόπου με τον μητροπολίτη Ταμασού Ησαΐα, ώστε ο πρώτος να εκλεγεί ως επικεφαλής της Εκκλησίας «Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου». Το κύρος και η αυθεντία χρησιμοποιείται ως μοναδικό επιχείρημα, με σκοπό την καταστολή της ελευθερίας της έκφρασης – μια αντίστροφη «επίθεση ad hominem», δηλαδή ενάντια στο άτομο: Δεν απαντάς σε αυτά που σου καταλογίζουν, αλλά επιτίθεσαι προσωπικά σ’ αυτόν που τα διατυπώνει. Γιατί δεν μπορούσε απλώς να απαντήσει; Ο αρχιεπίσκοπος της… Νέας Ιουστινιανής χρειάζεται δικαστική συνδρομή για να πείσει;

Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται όσοι χρησιμοποιούν το όνομά τους, το κύρος και την αυθεντία τους ως επιχείρημα και απάντηση σε ένα δημοσίευμα που τους αφορά, είναι ότι έτσι αυτοακυρώνουν την εν λόγω αυθεντία και το όποιο κύρος διαθέτουν, θέτοντάς το στη ζυγαριά ενός δικαστή – εκτός βεβαίως και αν πιστεύουν ότι αυτό το ίδιο το κύρος της θέσης τους θα βαρύνει στην κρίση του. Το θλιβερό είναι πως όντως συμβαίνει πολύ συχνά κάτι τέτοιο και εδώ και διεθνώς, υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα «ελαττωματικής» δικαστικής κρίσης για την οποία, ακόμα και όταν ανατρέπεται σε δεύτερο ή τρίτο βαθμό, δεν υπάρχει καμιά επίπτωση για τον δικαστή, όπως έγραφα την περασμένη Κυριακή. Όμως, όχι μόνο το πρόβλημα είναι υπαρκτό αλλά επιδεινώνεται.

Αν και ο ΟΗΕ ζητά από τα κράτη να λάβουν «anti-SLAPP» νομοθετικά μέτρα ώστε να απορρίπτονται τέτοιου είδους αγωγές σε πρώιμο στάδιο, νόμοι ποινικοποίησης της δυσφήμισης εξακολουθούν να υπάρχουν στην Ευρώπη, ακόμα και για τον Τύπο, με αποτέλεσμα καταδίκες δημοσιογράφων (ο γράφων έχει υπάρξει θύμα στο παρελθόν μαζί με τον «Φ»). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για τη Δημοκρατία, προωθεί την αποποινικοποίηση της δυσφήμισης στα κράτη μέλη. Την ίδια ώρα, όμως, αντί να την εφαρμόσει η πολιτεία μας, κάνει το αντίθετο: Ετοιμάζει αυστηρότερη τροπολογία που θα περιορίζει και θα ποινικοποιεί (και) τη δημοσιογραφική έρευνα, με πρόσχημα την προστασία από fake news. Θα ρωτήσει κάποιος, πώς αλλιώς θα προστατευτεί εκείνος που δυσφημείται αδίκως; Ένα δημόσιο πρόσωπο οφείλει να είναι σε θέση να πείσει και να αποδείξει την αλήθεια του. Είναι θεσμική υποχρέωσή του.

chrarv@philelefheros.com

Ελεύθερα, 07.07.2024