«Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο νερό», τραγουδούσε συχνά η Ηλέκτρα όταν καθόταν με τον άντρα της να δροσιστούν στη βεράντα που έβλεπε στον κύριο δρόμο, για να δουν κίνηση και να περάσει η ώρα. Ο γάμος τους τη δεκαετία του 70 είχε χρηστεί ως θαύμα, αφού οι μικρότερες αδελφές της είχαν όλες παντρευτεί και τεκνοποιήσει, εδώ και χρόνια, ενώ η ίδια είχε καταταχθεί στην κατηγορία των γεροντοκόρων. «Ζάβαλλε μου εν εκαταφέραν να την παντρέψουν» έλεγαν με οίκτο οι γειτόνισσες. «Ε, μα φταίει τζαι τζείνη, τόσα συνοικέσια, αλλά ο ένας ήταν κοντός, ο άλλος φαλακρός, ο άλλος μασσός, άησ’ την τζαμέ», έλεγαν με χαιρεκακία οι κουτσομπόλες.

«Τζαμέ», που την είχαν όλοι ξεγράψει τα νέα έσκασαν σαν βόμβα. Η Ηλέκτρα παντρεύτηκε με έναν Εγγλέζο, μια δεκαετία νεότερό της με τον οποίον εγκαταστάθηκαν στην Αγγλία. «Είδες καμμιά φορά; Γάμος ’που έρωτα, όπως στις ταινίες» έλεγαν οι καλοπροαίρετες ενώ οι πικρόχολες σχολίαζαν «ευτυχώς που έσιει ακόμα Εγγλέζους των Βάσεων, τζαι παίρνουν τες γεροντοκόρες μας ή όσες εν έχουν προίκα».

Τα ίχνη της χάθηκαν από το νησί και τη γειτονιά και το σπίτι της ενοικιάστηκε. Μόνο ένας ανιψιός της περνούσε κάθε τόσο για να εισπράττει τα ενοίκια και να της τα στέλνει. Στις ερωτήσεις των γειτονισσών ο νεαρός απαντούσε πως «Μια χαρά η θεία στην Αγγλία, ζει και βασιλεύει». Οι πλείστες γειτόνισσες είχαν φύγει από τη ζωή, όταν το σπίτι βάφτηκε και ανακαινίστηκε για να φιλοξενήσει μετά από χρόνια τους ιδιοκτήτες του. Ο άντρας της ο Mr Firth είχε βγει σε σύνταξη οπόταν ακολουθώντας το «εγγλέζικο όνειρο» επέστρεψαν στο νησί στο οποίο ονειρεύεται να αφυπηρετήσει ο μέσος Εγγλέζος, κάτω από τον μεσογειακό ήλιο και το λιοπύρι του καλοκαιριού.

Εκείνη ηλικιωμένη, αυτός στα εξήντα πέντε του αλλά με δυσκολίες κινητικότητας, δεν έβγαιναν από το σπίτι παρά για να πάνε για ψώνια ή στον γιατρό. Είχαν γίνει πλέον σπιτόγατοι, τέλος της εποχής με τα mince-pies και τις μπύρες στην pub ή τις κυριακάτικες τους εξόδους για roast beef στην εξοχή. Τώρα η Ηλέκτρα ξαναγύρισε στο ψητό της Κυριακής, στον κυπριακό καφέ και στους φραπέδες. Μόνο που ο σπιτόγατος σύζυγος φαινόταν να μισά τις γάτες, που δόξα τω θεώ υπήρχαν μπόλικες στο νησί και στη γειτονιά, καταρρίπτοντας έτσι τον μύθο πως «Οι Εγγλέζοι εν φιλόζωοι». Μπορεί να μεν τζερνούν άνθρωπον, αλλά τους κάττους τζαι τους σιύλλους έχουν τους τζαι πώς τους έχουν» έλεγαν.

Ο Mr Firth όμως όχι μόνο δεν τους τάιζε αλλά τους έδιωχνε από την αυλή, έχοντας μάλιστα το θράσος να τους κυνηγά και στα σπίτια της γειτονιάς, μπαίνοντας σε ξένες αυλάδες. Ακουμπισμένος στις πατερίτσες του, έβγαινε στη γειτονιά, αναποδογύριζε το νερό που άφηναν σε λεκάνες οι γείτονες για να ξεδιψούν οι γάτες τα καλοκαίρια ή πετούσε την ξηρά τροφή που τους άφηναν. Όταν μετά από την πανδημία βρέθηκαν νεκρές πολλές γάτες στη γειτονιά, οι κατηγορίες έστω και αβάσιμες στράφηκαν σ’ αυτόν. Με τα χρόνια, μόνο με ελάχιστους γείτονες αντάλλασσαν καλημέρα, αφού εξακολουθούσε να παρενοχλεί τα κατοικίδιά τους. Η Ηλέκτρα αμέτοχη και αχάπαρη, καθόταν στη βεράντα τραγουδώντας μεγαλόφωνα δημοτικά τραγούδια «Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά στην παραπάνω ρούγα / τη φωλιά της έκτισε μια πέρδικα μικρούλα …»

Εκείνο το δειλινό επαναλάμβανε συνέχεια το «Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ» που έμελλε να είναι το τελευταίο της τραγούδι εφόσον δεν ξύπνησε το επόμενο πρωί. Κηδεύτηκε στην εκκλησία της ενορίας, με όλους τους μέχρι τότε παρεξηγημένους γείτονες να της λεν το ύστατο χαίρε και να δίνουν το χέρι στον Mr Firth, ο οποίος λίγες εβδομάδες αργότερα άρχισε να υιοθετεί αδέσποτα εγκαταλελειμμένα γατάκια. Φρόντιζε να μην τους λείψει το γάλα, το νερό και αργότερα το φαγητό, τους έφτιαξε σπιτάκια για τον χειμώνα ενώ αυτά μεγάλωναν με τα χάδια του. Ακόμη και οι κεραμιδόγατες της γειτονιάς αν τύγχανε να περνούν από την αυλή του, θα είχαν το τυχερό τους αφού τα φίλευε με κανένα μεζέ ή γατίσια μπισκοτάκια.

Στο σπίτι του κρέμασε μια ξύλινη πινακίδα στην οποία έβαλε να χαράξουν ένα σπιτάκι και την επιγραφή “Little House on the Prairie”. Στο «Μικρό σπίτι στο λιβάδι» λοιπόν, στο κέντρο της πόλης, ανάμεσα σε πολυκατοικίες και μαγαζιά, έδωσε κάποια δωμάτια σε αλλοδαπούς οι οποίοι διέμεναν δωρεάν, πήγαιναν στις δουλειές τους αλλά και βοηθούσαν στο καθάρισμα, στα ψώνια και έτρωγαν παρέα τα ασιατικά φαγητά που μαγείρευαν. Αυτός τάιζε τα γατιά του, φρόντιζε ώστε να ’χουν φρέσκο δροσερό νερό, κυρίως το καλοκαίρι, προσθέτοντας σ’ αυτό παγάκια.

«Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό, κρύο νερό…».

dena.toumazi@gmail.com