Η γιγάντια κολοκύθα σε πορτοκαλί ξεθωριασμένο χρώμα ήταν αραχτή, ξαπλωμένη σε μια συγκεκριμένη γωνιά της αυλής, από τις αρχές του φθινοπώρου όταν την εναπόθετε εκεί ο πατέρας. Ήταν περίπου στο μπόι μου αλλά εγώ μεγάλωνα και ψήλωνα κάθε χρονιά, φορώντας με περηφάνια τα ρούχα που είχαν μικρύνει στην αδελφή μου. Απτή απόδειξη και η γραμμή που τραβούσε με μολύβι η μητέρα στην πόρτα του ερμαριού, μετρώντας το ύψος μας ενώ σημείωνε και την ημερομηνία. Αντιθέτως, η κολοκύθα μήνα το μήνα μίκραινε εφόσον η γιαγιά έκοβε συχνά ένα κομμάτι της για να φτιάξει κολοκοτές.
Τη νύχτα όλοι στην ήσυχη μικρή πόλη κοιμόμασταν νωρίς ενώ δεν κυκλοφορούσε πλέον κανείς, παρά οι λιγοστοί άνθρωποι της νύχτας που πήγαιναν στα κακόφημα καμπαρέ. Τότε, μες στη σιωπή, όταν το εκκρεμές στον τοίχο κτυπούσε δώδεκα φορές σημαίνοντας μεσάνυχτα, η κολοκύθα μετατρεπόταν σε άμαξα, χρυσή κι αστραφτερή. Έπαυε να είναι εκείνο το ευτελές γιγάντιο λαχανικό που έχασκε στη γωνιά της αυλής.
Η νύχτα είχε τη δική της ζωή και τις δικές της νομοτέλειες, οι νυχτερίδες και οι μισιαροί κυνηγούσαν τα κουνούπια, οι γάτες τα ποντίκια ή απλά νυχτοπερπατούσαν και ερωτοτροπούσαν στα κεραμίδια. Οι κωλολάμπηδες, οι πυγολαμπίδες φώτιζαν τις σκοτεινές και ήσυχες νύχτες της πόλης. Τον χειμώνα τα σαλιγκάρια και οι γυμνοσάλιαγκες άφηναν στο χώμα και στις πλάκες της αυλής ασημένιες κλωστές από τις νυχτερινές τους πορείες.
Ανάμεσα σ’ όλα τα αθέατα θαύματα, η κολοκύθα της γιαγιάς μετατρεπόταν σε άμαξα, τα ποντίκια σε υπασπιστές, γλυτώνοντας από τις γάτες ενώ άρχιζαν οι χοροί και οι νυχτερινές συναυλίες στο παλάτι. Αυτή η άλλη ζωή, «η κοιμισμένη», διαδραματιζόταν την ώρα που εμείς ταξιδεύαμε στα όνειρά μας, ανάμεσα στα βαμβακερά σεντόνια μας και τα ασήκωτα παμπατζιένια παπλώματά μας. Μα δεν ήταν λιγότερο αληθινή και υπαρκτή από την καθημερινή μας ζωή.
Από το φθινόπωρο και έπειτα, σχεδόν κάθε εβδομάδα η γιαγιά Δέσποινα άνοιγε φύλλο για κολοκοτές. Ενώ ετοίμαζε τη γέμιση, κόβοντας σε κομματάκια την κολοκύθα και μουλιάζοντας το πλιγούρι, η κουζίνα μύριζε κανέλα και πορτοκάλι. Μου έδινε κι εμένα ζυμαράκι κι ενώ αυτή τις έπλαθε και τις φούρνιζε, εγώ συνεπαρμένη έφτιαχνα τον εφήμερο ζυμαρένιο μου κόσμο με ζωάκια, ανθρωπάκια και ό, τι άλλο χωρούσε η παιδική μου φαντασία. Ήμουν σαν ένας «θεός των μικρών πραγμάτων» αφού έδινα ζωή στα μικρά μου ειδώλια.
Μοσχοβολούσαν την ώρα που ψήνονταν στον φούρνο και χάιδευαν τον ουρανίσκο, όταν τις καταβροχθίζαμε ζεστές-ζεστές. Η κολοκύθα όλο και μίκραινε με την πάροδο του χρόνου, αυτό όμως δεν εμπόδιζε τα νυχτερινά θαύματα να λαμβάνουν χώρα στην αυλή μας. Οι καλοκαιρινές νύχτες ήταν γεμάτες τριζόνια, γιασεμιά και θαύματα που έσβηναν με το φως της μέρας. Σαν έμπαινε το καλοκαίρι ξεχνούσαμε τις κολοκοτές αφού μας κατακλύζαν νέες δροσερές γεύσεις από παγωτά, κεράσια, καρπούζι, ζουμερά ροδάκινα, σύκα και βαβάτσινους. Ώσπου ωρίμαζε και «το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχή». Είχαμε άπειρο χρόνο να νοσταλγήσουμε και να πεθυμήσουμε κάτι, όλα ήταν εποχιακά και χωρούσε μέσα μας η λαχτάρα αλλά και η καρτερικότητα.
Έφυγαν ένας-ένας οι άνθρωποι των παιδικών μας χρόνων, παίρνοντας μαζί τους τα μυστικά των συνταγών τους, που ήταν σαν την επική μας ποίηση αφού διδάσκονταν από στόμα σε στόμα, δεν γράφονταν, ούτε είχαν συγκεκριμένες δοσολογίες. «Πόσο αλεύρι, πόσες σταφίδες γιαγιά»; Κι αυτή απαντούσε με φυσικότητα «Όσον σηκώσει….». Ευτυχώς κάποιες θείες αποκρυπτογράφησαν τα μυστικά των γιαγιάδων, της Δέσποινας και της Ανδριανής, όπως η Αννίκα, η οποία μας προσκαλεί σπίτι της για να κάνουμε «καλόν χρόνον» με τις τραγανές κολοκοτές της.
Είναι ευτυχώς και οι φίλες της επόμενης γενιάς, νοικοτζυρές και μερακλήνες όπως η Έλλη που μας τις σέρβιρε ζεστές-ζεστές στο φωτόσπιτό της στον Άι Γιάννη της Μαλούντας, μιαν ανοιξιάτικη μέρα. Καθίσαμε στο σπιτάκι-τζαμαρία στη μέση του κήπου με τα ψάθινα έπιπλα, τις μαξιλάρες και τα πετσετάκια που κέντησε η ίδια. Απολαύσαμε τσάι και λαχταριστές κολοκωτές μες στα λουλουδάτα σερβίτσια της, ενώ γύρω μας άνθιζαν τα πολύχρωμα άνθη της αυλής της.
Ναι ευτυχώς υπάρχουν ακόμη οι γυναίκες που με μεράκι και πάθος κρατούν ζωντανές και ανόθευτες τις γεύσεις και τις παραδόσεις μας, που με τη φιλοξενία τους μας κάνουν να νιώθουμε βασιλιάδες, χωρίς να έχουμε ανάγκη από πολυτελείς άμαξες, ασημένια γοβάκια και χορούς σε παλάτια. Γυναίκες που γεμίζουν κάθε τόσο τη ζωή μας με μικρά θαύματα, όπως άλλωστε και η θεία Ανδρούλα με τα γεμιστά της μπισκότα με μαρμελάδα σε σχήματα λουλουδιών και τα ακτύπητά της κανελόνια που ετοιμάζει από την προηγούμενη, υπομονετικά, ψήνοντας τη μια μετά την άλλη, αμέτρητες κρέπες στη φωτιά.
Γυναίκες που με την παρουσία και τις χειρονομίες τους, ανακινούν το χρόνο και τις εποχές. Κάνουν τον ήλιο να ανατέλλει κάθε πρωί, ενορχηστρώνουν τη ζωή με τις μυρωδιές και τις ιεροτελεστίες τους, μετατρέποντας ακόμη και μια απλή μέρα σε γιορτή, μέσα από τις μυρωδιές, τη φροντίδα και την αγάπη τους.
dena.toumazi@gmail.com