Την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, έπεσε η Κωνσταντινούπολη˙έπαψε να υπάρχει η πέραν των χιλίων ετών Bυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο τελευταίος Αυτοκράτορας (1449-1453) της συρρικνωθείσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος ή Κωνσταντίνος Δραγάσης (9/2/1404 – 29/5/ 1453 (49 ετών), την υπερασπίστηκε μέχρι τέλους πολεμώντας και πεθαίνοντας ως απλός στρατιώτης. Πατέρας του ήταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος (1349-1425) και μητέρα του η Ελένη Δραγάση (1372-1450 -μετέπειτα Αγία Υπομονή). Ο Μανουήλ και η Ελένη (γάμος 1392) απέκτησαν 9 τέκνα και ήταν οι γονείς των δύο τελευταίων Βυζαντινών αυτοκρατόρων: Ιωάννη Η’ και Κωνσταντίνου ΙΑ’.
Η γέννησή του Κωνσταντίνου έγινε κάτω από κακούς οιωνούς, αφού τον έπληξαν πλήθος αλλεπάλληλων συμφορών. Παντρεύτηκε σε ηλικία 24 χρονών (1428), την ευγενικής καταγωγής Μαγδαληνή, η οποία πέθανε τον επόμενο χρόνο. Σε ηλικία 36 ετών, ανταποκρινόμενος στην παραίνεση του αυτοκράτορα αδελφού του Ιωάννη για διάδοχο, έκαμε δεύτερο γάμο με την Αικατερίνα κόρη του Λατίνου δυνάστη της Λέσβου. Όταν κατέπλευσε στη Λέσβο με την έγκυο σύζυγό του, εγκλωβίστηκε και πολιορκήθηκε επί ένα μήνα από τους Τούρκους. Η Αικατερίνα τρομοκρατήθηκε, απέβαλε και πέθανε συνεπεία επιπλοκών. Ο Κωνσταντίνος δεν απέκτησε παιδιά.
O θάνατος του Ιωάννη Η’ βρήκε τον Κωνσταντίνο στο Μυστρά όπου στέφθηκε (6/1/1449) αυτοκράτορας σε ηλικία 45 χρονών.
Σχεδόν δύο χρόνια μετά το θάνατο του Ιωάννη Παλαιολόγου, πέθανε (3/2/1451) και ο φοβερός εχθρός των χριστιανών σουλτάνος Μουράτ. Διάδοχος του ο γιός του 21χρονος Μωάμεθ Β’, από μητέρα χριστιανή σκλάβα. Ο Κωνσταντίνος μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του Μουράτ, μέσω του έμπιστου φίλου του Γεώργιου Φραντζή, πρότεινε γάμο στη Χριστιανή χήρα του, σουλτάνα Μάρα Βράκοβιτς, η οποία καταγόταν από τον οίκο των Κομνηνών και ήταν κόρη της αδελφής του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Καλοϊωάννη και του Κράλη της Σερβίας. Επρόκειτο για ένα παράδοξο συνοικέσιο, αλλά από πολιτικής άποψης πολύ σωστό. Ο πατέρας της, ο Κράλης της Σερβίας, θα γινόταν πολύτιμος σύμμαχος της αυτοκρατορίας, αλλά και ο νεαρός σουλτάνος πολύ πιθανόν να σεβόταν το σύζυγο της χήρας του πατέρα του, η οποία τον μεγάλωσε όταν πέθανε νέα η μάνα του. Όμως, η σουλτάνα απέρριψε το γάμο και αποσύρθηκε στον πατέρα της.
Ο Μωάμεθ αμέσως κατασκεύασε φρούριο στη δυτική πλευρά των στενών του Βοσπόρου, αποκλείοντας τα στενά και ελέγχοντας τον επισιτισμό της πόλης (Αύγουστος 1452). Ο Κωνσταντίνος εν τω μεταξύ προσπαθούσε να συγκροτήσει στρατό και να βελτιώσει την άμυνα της Πόλης. Ταυτόχρονα έστελνε πρεσβείες στην Δύση εκλιπαρώντας για βοήθεια.
Ο αυτοκράτορας, εκτός των άλλων, προσπαθούσε να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ ανθενωτικών και ενωτικών (εκκλησιών). Υπόψη ότι εκπρόσωποι του Πάπα μαζί με την ενωτική μερίδα και στην παρουσία του βασιλιά και του πατριάρχη Γρηγορίου, συλλειτούργησαν από κοινού στην Αγία Σοφία (12/12/1452) προκαλώντας αντιδράσεις. Ο μετέπειτα πρώτος πατριάρχης της άλωσης και επικεφαλής των ανθενωτικών, Γεώργιος Σχολάριος, εκτόξευε απειλές και κατάρες. Ανθενωτικός ήταν και ο πρωθυπουργός Λουκάς Νοταράς, ο οποίος είπε: «Είναι προτιμότερον να δω στην Πόλη το φακιόλι (τουρπάνι) των Τούρκων παρά την καλύπτραν των Λατίνων». Το πλήρωσε πολύ ακριβά.
Ενώ αυτά γίνονταν μέσα στην Πόλη, έξω χιλιάδες πολεμιστές παρατάχθηκαν μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το σημαντικότερο σώμα του στρατού του Μωάμεθ αποτελούσαν οι γενίτσαροι (παιδιά χριστιανών που απήχθησαν) οι οποίοι ήταν άριστα εκπαιδευμένοι και πειθαρχημένοι. Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα του Τούρκου πολιορκητή ήταν το τεράστιο κανόνι που κτυπούσε συνεχώς και κατάστρεφε τα τείχη, τα οποία ξανάκτιζαν τα γυναικόπαιδα όλη νύχτα ώστε να ξεκουράζονται οι άντρες. Ο κατασκευαστής το είχε προτείνει στον αυτοκράτορα αλλά ο Κωνσταντίνος δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τις χρηματικές απαιτήσεις του, οπότε αυτός στράφηκε στον Μωάμεθ.
Όταν ο Μωάμεθ ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να του παραδώσει την Πόλη με αντάλλαγμα πλούτη, αξιώματα, προστασία και την επαρχία του Μοριά, αυτός του απάντησε περήφανα ότι δεν είναι δική μου να σου την παραδώσω.
Ο λαός προσευχόταν και έκαμνε συνεχώς λιτανείες των εικόνων και των λειψάνων των αγίων. Η τελευταία λειτουργία τελέσθηκε στην Αγία Σοφία (28/5/1453), όπου ο βασιλιάς απευθύνθηκε στο λαό και, αφού τους μίλησε, τους αγκάλιασε και τους ζήτησε να τον συγχωρέσουν αν τους έβλαψε ποτέ. Ο λόγος του Κωνσταντίνου, που σώθηκε από τον Φραντζή, αποτελεί ηθικό δίδαγμα έντιμων και ηρωϊκών αντρών. Τους υπέδειξε ότι για τέσσερα πράγματα οφείλουμε να προτιμήσουμε να πεθάνουμε παρά να ζούμε: 1) Την πίστη μας, 2) την πατρίδα, 3) τον βασιλιά και 4) τους συγγενείς και φίλους. Ένας λόγος αντάξιος του «Υπέρ βωμών και εστιών» του Ομήρου, το «Μολών Λαβέ» του Λεωνίδα και των λόγων του Πλάτωνα «Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιοτέρων εστίν πατρίς». Ακολούθως, ο Κωνσταντίνος έφυγε πάνω στο άλογό του, για να επιθεωρήσει τα ρήγματα στα τείχη.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της Τρίτης, 29ης Μαΐου, άρχισε σφοδρή επίθεση από στεριά και θάλασσα. Από ένα άνοιγμα στα τείχη μπήκαν οι βάρβαροι στην Πόλη. Ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε ότι έφτασε το τέλος. Έβγαλε την αυτοκρατορική του στολή, αφήνοντας τα ερυθρά πέδιλα με τους χρυσούς δικέφαλους αετούς, και αναφώνησε, «ας βρεθεί ένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι» αφού έπεσε η Πόλη. Κρατώντας το σπαθί του όρμησε στους βαρβάρους και χάθηκε μαχόμενος μαζί με τους πιστούς στρατιώτες του. Τελικά του πήραν το κεφάλι, αφού βρήκαν μόνο το αποκεφαλισμένο σώμα του, που αναγνωρίστηκε από τα πέδιλά του.