«Το σούρουπο οι Παναγιές θρηνούν στον ελαιώνα και του κορμιού του οι πληγές κατάρες είναι και ντροπές στον εικοστό αιώνα», έγραφε το 1971 ο Πυθαγόρας στους στίχους του τραγουδιού που μελοποίησε ο Απόστολος Καλδάρας, με τίτλο, «Ο θάνατος του ποιητή», αφιερωμένο στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Εκείνο του τραγούδι με ακολουθεί σαν ένα από τα «Κοντάκια του Παλαίκυθρου», τον Ιούνιο του 2007 και ήρθε ξανά να με συντροφεύσει το σούρουπό της περασμένης Πέμπτης όταν με πρόσκληση του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαικύθρου βρέθηκα σε εκδήλωση μνήμης για τους πεσόντες και αγνοούμενους της κοινότητας στο Δημοτικό Θέατρο Λατσιών, μαζί με τη Τ/κ συνάδελφο Σεβγκιούλ Ουλουτάγ.
Και αναφέρομαι στον Ιούνιο του 2007 διότι εκείνη τη μέρα στους ελαιώνες του Παλαίκυθρου βιώσαμε με τη Σεβγκιούλ την εκταφή από τους Αργεντινούς ανθρωπολόγους των 17 θυμάτων της σφαγής, στις 17 Αυγούστου 1974, των 17 μελών των οικογενειών Σουπουρή και Λιασή από τέσσερεις Τ/κ παραστρατιωτικούς, τρεις από την Επηχώ και ένα από τη Μόρα. Εκείνες τις στιγμές απλώθηκε στη μνήμη μου η τεραστίων διαστάσεων Γκουέρνικα του τραγικού Παλαίκυθρου, με τα αδικοχαμένα θύματα και τους αγνοούμενους του, όπως ο μικρός Χριστάκης της αγαπημένης Μυροφόρας, που η αναζήτηση του με έφτασε μέχρι τα Άδανα αλλά και ο πατέρας του που εκτελέστηκε στο Βόνη κι ακόμα αγνοείται.
Επίσης ένα άλλο στίγμα είναι η σφαγή των στρατιωτών του 395 ΤΠ από τη Λάρνακα, που μεταφέρθηκαν με ένα λεωφορείο κι ένα φορτηγό, στις 14 Αυγούστου σε τοποθεσία μεταξύ Παλαικύθρου και Τύμπου, και χωρίς καθόλου να γνωρίζουν την περιοχή βρέθηκαν μπροστά στα πολυβόλα ενός τουρκικού άρματος μάχης και γέμισαν τα χωράφια νεκρούς. Οι αξιωματικοί τους επέστρεψαν στη Λάρνακα αλώβητοι… Τις ιστορίες και τις μαρτυρίες, τις μαζέψαμε από έναν επιζώντα στρατιώτη ο οποίος κατάφερε να βγει από την κόλαση ζωντανός, και μετά από χρόνια από έναν Τ/κ βοσκό ο οποίος μας περιέγραψε την κόλαση που είδε και μας αφηγήθηκε ότι οι νεκροί έμειναν άταφοι για πολλές μέρες και πως ο κατοχικός στρατός τους έσπρωξε σε πηγάδια και πρόχειρους τάφους με εκσκαφείς λόγω της φοβερής δυσωδίας που σκέπασε την περιοχή και φοβούμενος μολυσματικές ασθένειες…
Για τον Ιούνιο του 2007 είχα μεταξύ άλλων γράψει στο fb τον Αύγουστο του 2016 και το εξής: «Ο ήλιος στον ελαιώνα, στο κατεχόμενο Παλαίκυθρο, αδυσώπητος. Η διαδικασία της εκταφής των δεκαεφτά Ε/κ θυμάτων ενός φρικτού εγκλήματος πολέμου είχε αρχίσει, πολύ πριν να φτάσουμε στον χώρο. Ανθρωπολόγοι και αρχαιολόγοι, με επιμέλεια είχαν καθαρίσει το χώμα γύρω από τα τοποθετημένα σε σειρά λείψανα του ομαδικού τάφου, σε τέτοιο σημείο που όλα είχαν αποκαλυφθεί πλήρως, χωρίς όμως να μετακινηθούν. Το πρώτο λείψανο φορούσε ακόμα το νάιλον πουκάμισό του κι ένα χαμόγελο, θαρρείς τραγικής ειρωνείας, ξεπρόβαλλε από την τεχνητή οδοντοστοιχία του. Το δεύτερο ανήκε σε γυναίκα, καθότι φορούσε στα πόδια γυναικεία πέδιλα με χοντρή σόλα από καλουπωμένο πλαστικό. Όσο το βλέμμα προχωρούσε, ένιωσα το οξυγόνο να λιγοστεύει, ο ιδρώτας να φεύγει σε χοντρούς κόμπους, τα γόνατα να λυγίζουν. Ένα χέρι μ’ ένα μπουκάλι νερό με στήριξε. Οι εικόνες είχαν γίνει τραγικά σουρεαλιστικές. Δεν χωρούσαν στη λογική. Μόνο στον παραλογισμό μπορούσε να χωρέσει ένας τόσο μικρός σκελετός. Το νερό κύλησε στο λαρύγγι μου με δυσκολία. Πρώτη φορά είχα δει τόσο μικρό σκελετό. Δέκα μηνών βρέφος, ο Γιωργάκης, έμοιαζε με το πιο αδυσώπητο κατηγορώ αυτού του παρανοϊκού και δύσμοιρου τόπου. Το μυαλό αλαφιασμένο έριξε τα μάτια προς αναζήτηση των άλλων μικρών σκελετών. Η δίχρονη Ιουλία. Ο δίχρονος Λουκάς. Ο εξάχρονος Δημητράκης. Η επτάχρονη Μαρία. Πέντε μικροί κατάλευκοι σκελετοί ανάμεσα σε άλλους δώδεκα ενηλίκων, που βγήκαν όλοι μαζί στο φως κι έπιασαν σειρά ακολουθώντας τα ίχνη του αίματος. Περπατήσαμε πίσω τους και φτάσαμε στην γειτονική Επηχώ. Όλοι οι χωριανοί γνώριζαν και τους φονιάδες. Ήταν τέσσερις δεκαεπτάχρονοι. Στο Παλαίκυθρο, στις 16 Αυγούστου, είχαν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι φύγει, πλην 23 ανθρώπων, κυρίως των οικογενειών Λιασή και Σιουππουρή, που είχαν μαζευτεί στο σπίτι του τελευταίου. Οι τέσσερις φονιάδες, σύμφωνα με τον Πέτρο Σιουππουρή , έκαναν την εμφάνισή τους μάλλον με πρόθεση να κλέψουν τις αγελάδες της οικογένειάς του. Είδαν κόσμο κι έφυγαν άπραγοι εκείνη την ημέρα, αλλά επέστρεψαν την επομένη ένοπλοι. Τους έβγαλαν όλους έξω από το σπίτι και τους δολοφόνησαν εν ψυχρώ. Της σφαγής διέφυγε ωστόσο ο οκτάχρονος Κώστας, αδελφός του Πέτρου, ενώ ο Πέτρος τραυματίστηκε κι έχασε τις αισθήσεις του. Όταν μετά από παρέλευση κάποιου χρόνου συνήλθε, άκουσε κάποιον να ζητά νερό. Ήταν ο 14χρονος τότε Γιώργος Λιασής και παρακάτω η αδελφή του 29χρονη Γιαννούλα. Μόνο που ο δίχρονος γιος της, ο Λουκάς, κείτονταν δίπλα της νεκρός… Το δράμα της μάνας ήταν απίστευτο. Ο Πέτρος μάς είπε εκείνο τον Ιούνιο του 2007 ότι «αυτό που έχει τώρα σημασία είναι τα παιδιά μου, τα παιδιά μας. Πρέπει να αντιληφθούμε τι συνέβη για να μπορέσουμε να αποφύγουμε τα ίδια στο μέλλον». Από την άλλη, κανείς δεν ζήτησε συγγνώμη. Οι φονιάδες και η απόδοση δικαιοσύνης δεν είναι δουλειά των οικογενειών Σιουππουρή και Λιασή, είναι καθήκον του συντεταγμένου κράτους. Φεύγοντας εκείνο το απόγευμα από τον ελαιώνα στο Παλαίκυθρο, το αλαφιασμένο μου μυαλό κουβαλούσε τρυφερά και με απέραντη θλίψη τον μικρό Γιωργάκη. Κι ίσως για να μη σαλέψει, το μυαλό, κατέφυγε στον στίχο του Πυθαγόρα, που προανέφερα: «Το σούρουπο οι Παναγιές θρηνούν στον ελαιώνα και του κορμιού του οι πληγές κατάρες είναι και ντροπές στον εικοστό αιώνα»…
Όλες εκείνες οι φοβερές εικόνες στο Παλαίκυθρο με το έγκλημα πολέμου κατά των 17 αθώων θυμάτων, τους νεκρούς στρατιώτες στα χωράφια στο μυαλό μου έμειναν σαν η Γκουέρνικα του τραγικού Παλαίκυθρου. Τι είναι η Γκουέρνικα; Είναι ένα από τα πιο διάσημα έργα του Πάμπλο Πικάσο 3,54 x 7,82μ.,που εκτίθεται στη Μαδρίτη, στο Μουσείο της Βασίλισσας Σοφίας, και θεωρείται από πολλούς κριτικούς τέχνης ως το πιο δυνατό έργο ζωγραφικής με αντιπολεμικό μήνυμα στην ιστορία. Η πόλη Γκουέρνικα βρίσκεται στην επαρχία Μπισκάγια της βόρειας Ισπανίας, 30 χιλιόμετρα ανατολικά του Μπιλμπάο. Στις 4 και 30 το μεσημέρι της 26ης Απριλίου 1937, οι Ισπανοί εθνικιστές του Φράνκο εξαπέλυσαν στην πόλη μία δίωρη βομβαρδιστική επίθεση, που σκότωσε χιλιάδες αθώους πολίτες και ενέπνευσε τον σπουδαίο ζωγράφο να φιλοτεχνήσει ένα από τα πιο γνωστά έργα του. Ο Πικάσο ξεκίνησε το έργο του την 1η Μαΐου και το ολοκλήρωσε στις 3 Ιουνίου του 1937. Οι κυρίαρχες μορφές του έργου είναι ένας ταύρος και ένα πληγωμένο άλογο με διαμελισμένα κορμιά και τέσσερις γυναίκες που ουρλιάζουν κρατώντας νεκρά μωρά. Αρχικά ο Πικάσο πειραματίστηκε με χρώμα, αλλά τελικά κατέληξε στο άσπρο-μαύρο και αποχρώσεις του γκρι, καθώς θεώρησε ότι έτσι δίνει μεγαλύτερη ένταση στο θέμα. Κίνητρο της φρικιαστικής επίθεσης των φασιστών του Φράνκο ήταν η θέση κλειδί της βασκικής πόλης. Η Γκουέρνικα είχε στρατηγική σημασία για την έκβαση του Εμφυλίου, καθώς βρισκόταν στο δρόμο των εθνικιστών, οι οποίοι ήθελαν να βρεθούν στο Μπιλμπάο, η κατάληψη του οποίου θα υπέγραφε το οριστικό τέλος του πολέμου στη βόρεια Ισπανία. Ο Φρανθίσκο Φράνκο επικράτησε στον εμφύλιο και επέβαλε 36χρονη δικτατορία στην Ισπανία από το 1939 μέχρι και το θάνατο του το 1975, οπότε και στέφθηκε βασιλιάς ο πρίγκιπας Χουάν Κάρλος.
Σήμερα η Γκουέρνικα θα μπορούσε εκτός από το Παλαίκυθρο, να τυλίξει ως λάβαρο και τη δολερή Γάζα. Να κυματίζει ως σημαία διαμαρτυρίας των φιλειρηνικών ανθρώπων του πλανήτη κατά της αναλγησίας του γενοκτόνου καθεστώτος Ντετανιάχου, που ολοένα και σφίγγει τον κόμπο του λιμού και των δολοφονιών στα πλάσματα και κυρίως στα παιδιά της Λωρίδας του θανάτου. Όχι όμως σαν σημαία ευκαιρίας τυχοδιωκτών κρατών και πολιτικών που διαμοιράζονται τον πλούτο του πλανήτη και παίζουν στο πιο χυδαίο καζίνο που επινοήθηκε ποτές, παίγνια ζωής και θανάτου χωρίς να υπάρχει ούτε δικαιοσύνη ούτε οξυγόνο για να αναπνεύσουμε οι πληβείοι…