Τρία είναι τα ζητήματα που προκύπτουν από την έντονη διαμάχη που προκλήθηκε εξαιτίας της κυπριακής συμμετοχής στη φετινή μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Το πρώτο αφορά σε όσα εστίασε ο βουλευτής αναδεικνύοντας το θέμα και, αν κατάλαβα καλά, αφορούν στην εθνικής μας επιβίωση. Το δεύτερο είναι οι τσούννες και τα έντονα συμπτώματα κνίδωσης που εμφανίζουν ορισμένοι κάθε φορά που κάποιος αποφασίζει να εκφραστεί στην κυπριακή διάλεκτο. Το τρίτο είναι η λογοκρισία και η φίμωση που κατά την άποψή μου είναι και το σοβαρότερο, ασχέτως αν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με ένα κείμενο, αν ποθαυμάζεται ή όχι με ένα έργο τέχνης και πάει λέγοντας.
Ωστόσο δεν θα ασχοληθώ με το σοβαρότερο – είναι σαν να ξεκινάμε εκ νέου από το Λόλα Να Ένα Μήλο, η όποια δε συζήτηση προϋποθέτει να είναι σε θέση κανείς να ξεχωρίσει τη διαφορά της διαφωνίας από τη λογοκρισία. Αρκεί να σας θυμίσω ότι πριν από πέντε χρόνια είχε έρθει η συντέλεια του κόσμου εξαιτίας του ώριμου και κόσμια διατυπωμένου προβληματισμού ενός κοριτσιού δευτέρας Λυκείου για το μάθημα των θρησκευτικών και τον τρόπο διδασκαλίας του. Άλλοι φώναζαν ολοφυρόμενοι «Ντροπή, Ντροπή, Ντροπή» / «Δεν επιτρέπεται σε ένα παιδί να στρέφεται κατά των θεσμών δημόσια…» και άλλοι προσπαθούσαν να βρουν το λάθος και να δικαιολογηθούν που δεν είδαν το κείμενο νωρίτερα, προκειμένου να το αποσύρουν! «Οι σχολικές εφημερίδες δεν είναι αμπελοχώραφο του καθενός» / «Θα σταλεί επιστολή στο Υπουργείο και θα αναζητηθούν ευθύνες» / «Έπρεπε να ενημερώνονταν από πριν οι θεολόγοι του σχολείου ώστε να απαντήσουν…» / «Έχω ντραπεί και καταστεναχωρεθεί, διότι της έβαλα 20 στην Γ’ Γυμνασίου…».
Συνεπώς, το μόνο που εξακολουθεί να μου κάνει εντύπωση σ’ ό,τι αφορά στη λογοκρισία και τη φίμωση είναι η ευκολία με την οποία βλέπω να την υπερασπίζονται δημοσιογράφοι.
Για το δεύτερο θέμα, αυτό της χρήσης της κυπριακής διαλέκτου, ούτε κρύο, ούτε βράστη. Αντιλαμβάνομαι ότι από πολλούς η χρήση της έχει ενταχθεί σ’ ένα πολιτικό πλαίσιο που διατυπώνει συγκεκριμένη ιδεολογία ή και πολιτική τοποθέτηση και ως εκ τούτου προκαλεί τις ανάλογες αντιδράσεις. Ομολογώ ότι σπανιότατα τη χαίρομαι διαβάζοντας ένα κείμενο σημερινό ή ακούγοντας κάποιον να τη χρησιμοποιεί στον δημόσιο λόγο και οι λόγοι είναι καθαρά αισθητικοί! Και μόνο! Όποιος έχει διαβάσει τους πιο κάτω στίχους του Λιπέρτη, καταλαβαίνει τι εννοώ:
Βούττημαν ἣλιου τζι ὑστερις, τέλεια πὢν νά σιγράσει
Τζ’αί πὢν ν’ ἀδκειάσουν τά στενά
πὢν ἒσ’ει πλάσμαν νά περνᾶ
Γιά νά σέ ξιφαράση,
Ἒλα τζ’αί ‘σοῦ στό μνῆμαν μου τζ’αί μές τόν μπότην ἂψε
Ἁϊταφίτικον τζ’ερίν
Κάπνισε, κόρη, νακκουρίν
Νομάτισ’ με τζ’αί κλάψε.
Τι μας μένει, λοιπόν; Το κεφαλαιώδες ζήτημα της υπόσκαψης «του αγώνα του λαού μας και της εθνικής μας επιβίωσης». Καταρχάς να ξεκαθαρίσω τα ήδη ξεκαθαρισμένα προ χρόνων πολλών, διά της αρθρογραφίας μου. Συνοπτικά αναφέρω ότι για μένα το status quo δεν αποτελεί κανονικότατα, τα γεγονότα επιδέχονται μεν ερμηνείας, όμως οι λέξεις που τα προσδιορίζουν είναι συγκεκριμένες, δεν με αφορά το ρετουσάρισμα οποιασδήποτε πτυχής της ιστορίας, όποιον κι αν βαραίνει, δεν θεωρώ ότι το «σπρώξιμο κάτω από το χαλί», οι διαστρεβλώσεις και οι λεκτικοί ακροβατισμοί βοηθούν, αν και ένας «κώδικας επικοινωνίας» μπορεί να χρειάζεται, είμαι τέλος της άποψης ότι οι αλήθειες είναι άβολες και άβολες πρέπει να παραμένουν, γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνουν κάποια στιγμή λυτρωτικές. Αυτά, ευθαρσώς διατυπωμένα σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, το 2018 με το περιβόητο «Γλωσσάρι» και το 2021 με το σύνθημα «Η κυβέρνηση του Νότου».
Δεν παύει, ωστόσο, κάθε φορά που αναδύεται ένα τέτοιο ζήτημα – «υπόσκαψης του αγώνα του λαού μας και της εθνικής μας επιβίωσης»- να με εντυπωσιάζει η απτόητη υποκρισία που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος των αντιδρώντων.
Αναφέρομαι στους… «εργολάβους» του οικοδομήματος «τζιείνοι ποτζιεί, εμείς ποδά τζιαι τοίχο μες τη μέση», που ενώ καταπίνουν την κάμηλο, δεν χάνουν ευκαιρία να διυλίζουν τον κώνωπα.,
Σ’ όσους τάχατες ανησυχούν μπροστά στον… κίνδυνο (!) να σταλούν (πού αλήθεια;) λάθος μηνύματα από ήσσονος σημασίας περιστατικά, αλλά παραδόξως ποιούσαν την νήσσαν όταν ο πρόεδρος της χώρας τους, για δύο ολόκληρα χρόνια, διατύπωνε όπου καθόταν και όπου στεκόταν την ιδέα των δύο κρατών – μέχρι που η Τουρκία την έκανε επίσημη θέση της και έκτοτε μπορούν να ξιφουλκούν εκ του ασφαλούς. Ούτε όταν υποδείκνυε στην Τουρκία: «Εάν επιλέγει να προστατεύσει τα δικαιώματα των Τ/κ σε μια ξεχωριστή, ανεξάρτητη οντότητα, τότε θα πρέπει να περιοριστεί εις όσα αναλογούν στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της εν λόγω παρανόμου οντότητας. Και συνεπώς δεν έχουν λόγο να αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας»,
Αναφέρομαι σε όσους δεν ανησυχούν για τα μηνύματα που στέλνονται όταν επιλέγεις ως κεντρικό ομιλητή σε μνημόσυνο νεοφανούς «εθνάρχη» κάποιον που έχει ήδη διατυπώσει την άποψη «είναι προτιμότερο να δημιουργηθούν στο έδαφος της Κύπρου δύο κράτη, που θα είναι μέλη στην ΕΕ…».
Σε εκείνους που κάνουν ότι δεν ακούν όταν ο αρχιεπίσκοπος τους τούς προτρέπει «να μην φοβόμαστε τη διχοτόμηση» ή όταν σοβαροί τάχατες πολιτικοί ζητούν να τους μπάσουμε στη Βουλή της Κυπριακής Δημοκρατίας «για να γίνει επιτέλους πραγματικότητα η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα».
Αναφέρομαι σε εκείνους που συμπεριφέρονται με τρόπο που υποδηλώνει ότι στην πραγματικότητα δεν είναι την Κυπριακή Δημοκρατία και το κράτος του 60 που υπερασπίζονται αλλά την «Έλληνική Δημοκρατία της Κύπρου» που ανακήρυξαν οι άμυαλοι τον Ιούλιο του 1974, αμέσως μετά το πραξικόπημα, ανοίγοντας τις κερκόπορτες στην καταστροφή.
Εν ολίγοις αναφέρομαι σε όσους καλλιέργησαν στον λαό την μεγαλύτερη ουτοπία μετά τον «μακροχρόνιο», το «προτιμητέα η παρούσα κατάσταση», που κόπιασαν δεκαετίες ολόκληρες για το τρενάρισμα του προβλήματος, με στόχο «να αφεθεί το Κυπριακό να εκφυλιστεί ώστε να καταλήξουμε σε χρονίζουσα διχοτόμηση». Που το μόνο που πετυχαίνει είναι την παγιοποίηση και μονιμοποίηση εκείνων που δήθεν δεν αποδεχόμαστε, τα τετελεσμένα της εισβολής. Που ως γνωστόν,είναι«η δεύτερη καλύτερη λύση».
Αυτοί, λοιπόν, στην μεγάλη τους τουλάχιστον πλειοψηφία, είναι που ανησυχούν για την «υπόσκαψη του αγώνα του λαού μας», προστατεύουν την Κυπριακή Δημοκρατία και γνοιάζονται για την «εθνική μας επιβίωση».