Οι βρετανικές βάσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ορμητήριο για επιθέσεις σε γειτονικές χώρες. Κι αυτό γιατί τέτοιες στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν αμυντικού χαρακτήρα. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει προειδοποιήσει ακόμη και προ ημερών, διά του υπουργού Άμυνας, Βασίλη Πάλμα, ότι η χώρα μας δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως ορμητήριο για αεροπορικές επιδρομές στον πόλεμο ΗΠΑ- Ισραήλ κατά του Ιράν.
Και αυτή η τοποθέτηση της Λευκωσίας δεν αφορά προφανώς μόνο τον συγκεκριμένο πόλεμο αλλά ευρύτερα. Πρωτίστως επειδή η χρήση των βάσεων για τέτοιου χαρακτήρα στρατιωτικές επιχειρήσεις θέτει σε κίνδυνο την Κύπρο, την στοχοποιεί.
Τέτοιες δραστηριότητες, κατά την άποψη μας, παραβιάζουν τις Συνθήκες Εγκαθίδρυσης. Είναι προφανές πως οι προετοιμασίες που γίνονται διά των βάσεων συνδέονται βασικά με την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης, να ακολουθήσει, όπως πάντα πιστά, την Ουάσινγκτον. Αυτό πράττει συνήθως η ξεδοντιασμένη πάλαι ποτέ κραταιά βρετανική αυτοκρατορία.
Στο πλαίσιο αυτό, ο υπουργός Επιχειρήσεων και Εμπορίου Τζόναθαν Ρέινολντς δήλωσε στις προάλλες πως δεν υπάρχει αίτημα για εμπλοκή των βάσεων στον πόλεμο. Δεν είπε πως δεν θα εμπλακούν αλλά ότι δεν το ζήτησαν (ακόμη) οι Αμερικανοί. Έσπευσε δε να επισημάνει πως η Βρετανία μετακίνησε στρατιωτικά στοιχεία στην περιοχή και πως θα αναλάβει «κάθε απαραίτητη δράση για να υπερασπιστεί τους συμμάχους της, αν δεχθούν απειλή». Ξεκάθαρη τοποθέτηση ως προς τις προθέσεις του Λονδίνου.
Δικαιούνται να χρησιμοποιήσουν τις βάσεις οι Βρετανοί για πολεμικές επιχειρήσεις; Υποστηρίζουν πως οι βάσεις είναι κυρίαρχες. Αυτό αμφισβητείται και με νομικές γνωματεύσεις. Για παράδειγμα, από τη στιγμή κατά την οποία θεωρείται βρετανικό έδαφος γιατί στη Συνθήκη υπάρχει πρόνοια να πληρώνουν ενοίκιο; Μια αποζημίωση, που θα έπρεπε να πληρώνουν, αλλά δεν το πράττουν παρανομώντας. Η Βρετανία, μέχρι και το 1965, κατέβαλλε κανονικά τις οφειλές της. Το 1965 η Βρετανία τερμάτισε μονομερώς την πληρωμή με τη δικαιολογία ότι δεν μετείχαν στο Κράτος οι Τουρκοκύπριοι και ότι τα χρήματα δεν μπορούσε να τα εισπράττει μόνο η ελληνοκυπριακή πλευρά! Και επί τούτου υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Το πρώτιστο είναι να μην χρησιμοποιηθούν οι βάσεις καθώς αυτό θα θέσει στο κάδρο του πολέμου την Κύπρο. Εάν οι Βρετανοί θέλουν τόσο πολύ να υπηρετήσουν τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, ας ξεκινούν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους από τη χώρα τους. Όπως έπραξαν προ ημερών οι Αμερικανοί. Να ξεκινούν τα μαχητικά από στρατιωτικές βάσεις εντός της χώρας «για να βοηθήσουν τους συμμάχους τους» και όχι από την Κύπρο.
Ενόψει όλης αυτής της κινητικότητας, επανέρχεται εκ των πραγμάτων το θέμα των βάσεων. Ένα ζήτημα, το οποίο θα πρέπει να βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο, αλλά κρύβεται κάτω από το χαλί.
Κι αυτό γιατί είναι προφανές πως η παρουσία τους είναι πολιτικά και νομικά ξεπερασμένη. Πρόκειται για αποικιακό κατάλοιπο. Για την Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει το θέμα της από-αποικιοποίησης να αποτελεί μείζον καθώς, μεταξύ άλλων, συνδέεται με τις στρατηγικές μας επιδιώξεις. Κατά την άποψη μας, αυτό θα έπρεπε να ενδιαφέρει και την Ε.Ε. κυρίως μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ένωση.
Στη μεγάλη εικόνα, σε σχέση με το θέμα αυτό, προφανώς και θα πρέπει να εντάξουμε και την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για τον Μαυρίκιο. Από τη στιγμή, κατά την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία παρέστη στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος, δεν μπορεί παρά να την αξιοποιήσει.
Στο διά ταύτα: Πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο προς το Λονδίνο ότι θα υπάρξει αντίδραση σε περίπτωση που θα χρησιμοποιηθούν οι στρατιωτικές τους εγκαταστάσεις στην Κύπρο για πολεμικούς σκοπούς. Και η αντίδραση αυτή θα οδηγήσει σε ρήξη. Είτε «δικαιούνται» να τις χρησιμοποιούν ( που δεν δικαιούνται) είτε όχι.