Ο πλανήτης κινήθηκε σε ρυθμούς καταιγίδας Τραμπ το τελευταίο διάστημα καθώς ο αλλοπρόσαλλος Αμερικανός Πρόεδρος, τις τελευταίες δύο βδομάδες, έπαιξε την πιο σκληρή παρτίδα πολιτικού πόκερ, στα 79 χρόνια της ζωής του: Βομβάρδισε το Ιράν χτυπώντας πυρηνικές εγκαταστάσεις. Επέβαλε κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Ιράν επικρίνοντας δημόσια το Ισραήλ και επιβάλλοντας του σιγή όπλων. Πήγε στη Χάγη σε μια Σύνοδο του ΝΑΤΟ -κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του- και επέβαλε στους Νατοϊκούς συμμάχους δέσμευση να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ σε βάθος δεκαετίας.
Ο ένθερμος υποστηρικτής του Τραμπ, γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Ολλανδός Μαρκ Ρούτε, άνοιξε την βεντάλια της πολυδιαφημιζόμενης «αναγκαίας ευρωπαϊκής αυτοάμυνας», επιχειρηματολογώντας ότι η Κίνα μπορεί να επιτεθεί στην Ταιβάν γύρω από την οποία συγκεντρώνει δυνάμεις και πως ίσως επιχειρήσει να αποπροσανατολίσει τους Ευρωπαίους εργαλειοποιώντας τη ρωσική επιθετικότητα εντός της Ευρώπης. Το Πεκίνο αντιδρώντας άμεσα υποστήριξε, δια εκπροσώπου του, ότι το ΝΑΤΟ παραπληροφορεί, καθώς «προσπαθεί να βρει τις δικαιολογίες που θα του επιτρέψουν να αυξήσει δραστικά τις στρατιωτικές του δαπάνες και να επεκταθεί στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού». Τουτέστιν η Γηραιά Ήπειρος θα επιβάλει βαρύ φόρο στους πολίτες της, όχι για να προστατεύσει εαυτόν αλλά για να μπορεί να συνδράμει τις ΗΠΑ σε περίπτωση που αυτές θα μπουν σε μια πολεμική σύγκρουση με την Κίνα για την Ταιβάν. Μια σύγκρουσή η οποία αναμφίβολα θα εξελιχθεί σε παγκόσμια σύρραξη…
Σύμφωνα, πάντως, με τη δήλωση της Συνόδου Κορυφής της Χάγης, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας δεσμεύτηκαν ότι οι χώρες τους θα επενδύουν το 5% του ΑΕΠ σε βασικές αμυντικές ανάγκες, καθώς και σε δαπάνες που σχετίζονται με την άμυνα και την ασφάλεια ως το 2035.
Στη δήλωση επισημαίνεται από τους ηγέτες ότι είναι “ενωμένοι απέναντι στις σοβαρές απειλές και προκλήσεις για την ασφάλεια, ιδίως τη μακροπρόθεσμη απειλή που θέτει η Ρωσία για την ευρωατλαντική ασφάλεια και τη διαρκή απειλή της τρομοκρατίας». Ως εκ τούτου, «οι Σύμμαχοι δεσμεύονται να επενδύουν το 5% του ΑΕΠ ετησίως σε βασικές αμυντικές ανάγκες, καθώς και σε δαπάνες που σχετίζονται με την άμυνα και την ασφάλεια έως το 2035, για να διασφαλίσουν τις ατομικές και συλλογικές υποχρεώσεις, σύμφωνα με το ‘Αρθρο 3 της Συνθήκης της Ουάσιγκτον». Ακόμα, συμφωνούν ότι αυτή η δέσμευση του 5% θα περιλαμβάνει δύο βασικές κατηγορίες αμυντικών επενδύσεων: 1-τουλάχιστον το 3,5% του ΑΕΠ ετησίως, βάσει του συμφωνημένου ορισμού των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ έως το 2035, για την ενίσχυση των βασικών αμυντικών αναγκών και για την επίτευξη των Στόχων Δυνατότητας του ΝΑΤΟ και: 2- έως και το 1,5% του ΑΕΠ ετησίως, μεταξύ άλλων, για την προστασία των κρίσιμων υποδομών, την υπεράσπιση των δικτύων, τη διασφάλιση της πολιτικής ετοιμότητας και ανθεκτικότητάς, την απελευθέρωση της καινοτομίας και την ενίσχυση της αμυντικής μας βιομηχανικής βάσης.
Στο διάγγελμα του στο Λευκό Οίκο ο Τραμπ πλαισιωμένος από τον αντιπρόεδρο Βανς, τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και τον υπουργό Αμυνας Πιτ Χέγκσεθ, ισχυρίστηκε ότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν «καταστράφηκε ολοσχερώς και συνολικά». Ακολούθησε σειρά ειδικών καθώς επίσης και η κυβέρνηση του Ισραήλ που σημείωναν ότι είναι πολύ νωρίς για να γίνει εκτίμηση της έκτασης της ζημιάς. Ο Τραμπ έδωσε συνέντευξη Τύπου και στη Χάγη, όπου επέμεινε ότι η επιχείρηση «Σφυρί του Μεσονυκτίου» κατάφερε συντριπτικό χτύπημα στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Ο ίδιος και ο Χέγκσεθ επιτέθηκαν σφοδρά στα μέσα ενημέρωσης που δημοσίευσαν τα ευρήματα της DIA (υπηρεσίας πληροφοριών του Πενταγώνου), κατηγορώντας τα για έλλειψη πατριωτισμού και προσβολή των πιλότων που συμμετείχαν στην επιχείρηση. Σύμφωνα με την DIA οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί δεν κατέστρεψαν τις βασικές υποδομές των πυρηνικών εγκαταστάσεων και πιθανώς απλώς να καθυστέρησαν κατά μερικούς μήνες το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Ανοιχτό επίσης παραμένει το ερώτημα πού βρίσκονται τα 409 κιλά εμπλουτισμένου (σε επίπεδο 60%) ουρανίου που διέθετε το καθεστώς – και αν πρόλαβε το καθεστώς να τα μεταφέρει σε κάποιο ασφαλές σημείο πριν από το αμερικανικό χτύπημα. Τούτων δεδομένων, οι επιπτώσεις της επιχείρησης «Σφυρί του Μεσονυκτίου» μπορεί και να αποδειχθεί ότι δεν ήταν τόσο άμεσες όσο λέει ο Τραμπ. Η ουρά των βομβαρδισμών, επιπλέον, μπορεί να είναι μακριά. Αν προκύψουν νέα στοιχεία στο προσεχές μέλλον για το μέλλον του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν ή υπάρξουν τρομοκρατικές ενέργειες κατά των ΗΠΑ που να συνδέονται με την αμερικανική επιχείρηση στο Ιράν, ο Αμερικανός Πρόεδρος θα βρεθεί προ μεγάλων διλημμάτων καθώς θα αντιληφθεί ενδεχομένως ότι πρόβλημα που δεν λύθηκε με τις σούπερ βόμβες, θα πρέπει να λυθεί με τη διπλωματία ή ίσως και με ένα ολοκληρωτικό πόλεμο. Ένα πόλεμο για την τεράστια αγορά της Ευρασίας που κανείς σήμερα δεν είναι έτοιμος να κάμει.
Στο πλαίσιο αυτού του ακήρυχτου πολέμου έχει σημασία να δούμε τι μετέδωσε από την πόλη Τσινγκντάο στην ανατολική Κίνα, ο Florence Lo του REUTERS: «Ο Κινέζος υπουργός Άμυνας υποδέχθηκε την Πέμπτη τους ομολόγους του από το Ιράν και τη Ρωσία, στο πλαίσιο της Συνόδου των ΥΠΑΜ των χωρών του -υπό κινεζική ηγεσία- Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO). Ρωσία και Κίνα «συμπράττουν» με το Ιράν στις ομάδες των BRICS και του SCO, ενώ έχουν παράλληλα αναπτύξει στενές σχέσεις με την Τεχεράνη όχι μόνο σε πολυμερές αλλά και σε διμερές επίπεδο. Ως προς αυτό, υπενθυμίζονται δύο συμφωνίες: το 25ετές πρόγραμμα συνεργασίας που υπέγραψαν Κίνα και Ιράν το 2021, και η 20ετής στρατηγική εταιρική συμφωνία που υπέγραψαν Ρωσία και Ιράν μόλις τον περασμένο Ιανουάριο. Στην περίπτωση της Μόσχας, σημειώνεται ότι οι σχέσεις με το Ιράν ενισχύθηκαν σημαντικά έπειτα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022, με αιχμή κυρίως την ιρανική στήριξη στο μέτωπο των drones (Shahed) και της παράκαμψης των δυτικών κυρώσεων, ενώ η Τεχεράνη είχε οριστικοποιήσει ήδη από το 2023 και μια συμφωνία για την αγορά ρωσικών μαχητικών Su-35, τα οποία όμως ακόμη δεν έχουν παραδοθεί».
Με αυτά τα δεδομένα θα ανέμενε κανείς από τους Πούτιν και Σι Τζινμπίνγκ, να συνταχθούν στο πλευρό της Τεχεράνης, το τελευταίο διάστημα κάτι που έγινε μόνο σε καταγγελτικό επίπεδο. Σύμφωνα με Ντιμίταρ Μπέτσεφ, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σε ανάλυσή του στο FP, σημειώνεται: «Προς έκπληξη πολλών, η Μόσχα δεν παρενέβη για να αποτρέψει την πτώση του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ τον Δεκέμβριο του 2024, ενώ τώρα ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν φρόντισε να εμφανιστεί ουδέτερος στην αντιπαράθεση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, προσφέροντας τις υπηρεσίες του ως ειρηνοποιός αντί να παρέχει απτή υποστήριξη στην Τεχεράνη. Η Ρωσία δεν έχει πια ούτε τη θέληση, αλλά ούτε και την ικανότητα να παρέμβει στις πολιτικές ισχύος της Μέσης Ανατολής».
Οι Ρώσοι πάντως δείχνουν πια να έχουν επικεντρωθεί σε μια σειρά από μέτωπα, στα οποία όμως δεν φαίνεται να συμπεριλαμβάνεται το μεσανατολικό: Ουκρανικό, σινορωσικό, αντινατοϊκό, αφρικανικό όπου εξακολουθούν να διατηρούν προσβάσεις δια αντιπροσώπων και στο κεφάλαιο της προσωπικής «χημείας» μεταξύ Πούτιν- Τραμπ. Αν και το Πεκίνο έχει επενδύσει αρκετό διπλωματικό και οικονομικό κεφάλαιο στη Μέση Ανατολή, έχει ως κορυφαία προτεραιότητα τη γειτονιά της. Εκείνη της διάσπαρτης με διαφιλονικούμενες ζώνες Νότιας Σινικής Θάλασσας, στην οποία το Πεκίνο δείχνει τα δόντια του και για την οποία, έχει διαμηνύσει σε κάθε τόνο ότι θα μπορούσε να πάει ακόμη και σε πόλεμο. Προκύπτει ότι ο πλανήτης βρίσκεται σε μια πολύ προκαταρκτική περιδίνηση και αλώβητος θα βγει εκείνος που θα επιδείξει γερά αντανακλαστικά και κράση.