Μετά τη συνάντηση της Αλάσκας ανάμεσα στους Προέδρους ΗΠΑ-Ρωσίας και την εντυπωσιακή επάνοδο της Μόσχας στο διεθνές στερέωμα, ακολούθησαν οι μετασεισμικές δονήσεις των όσων συμφωνήθηκαν εκεί ανάμεσα στους Αμερικανούς και τους Ρώσους. Έγινε φανερό ότι ο μεγάλος κερδισμένος στη γεωπολιτική σκακιέρα από τη διάσκεψη της Αλάσκας ήταν ο Πούτιν αφού ο Τραμπ αναγνώρισε λίγο-πολύ τα κεκτημένα του πολέμου στη Μόσχα.

Επιπλέον υποχώρησε στο αίτημά του για εκεχειρία και αποδέχτηκε τη θέση του Πούτιν για διαπραγματεύσεις ειρήνευσης ενώ θα συνεχίζεται ο πόλεμος. Ακόμη ο Αμερικανός Πρόεδρος έστρωσε για τον Ρώσο ηγέτη το κόκκινο χαλί και ως καλός έμπορος συζήτησε μαζί του πέρα από το Ουκρανικό και διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες ανάμεσα στις δύο χώρες. Εννοείται ότι για όλες τις ενέργειές του ο Τραμπ είχε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του την εμμονή του για το βραβείο Νόμπελ της Ειρήνης.

Η επόμενη μέρα για τον Αμερικανό Πρόεδρο ήταν πώς να πουλήσει στην Ουκρανία και την Ευρώπη αυτά που συμφώνησε με τον Πούτιν.  Οι Ευρωπαίοι ηγέτες και ο Ζελένσκι που έφτασαν στην Ουάσινγκτον για να ενημερωθούν για τα αποτελέσματα της συνάντησης της Αλάσκας βρέθηκαν ουσιαστικά προ τετελεσμένων γεγονότων. Αν και προσπάθησαν με πολλές κολακείες να επαινέσουν τον Τραμπ, το σκηνικό της συνάντησης στον Λευκό Οίκο ήταν χαώδες. Ήταν ένα σκηνικό στα μέτρα του τρόπου συμπεριφοράς και σκέψης του Τραμπ που έλεγε κάτι και το αναιρούσε μετά, που προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στις ρωσικές θέσεις και αυτές των Ευρωπαίων και του Ζελένσκι. Προσπάθησε με τον δικό του χαώδη τρόπο να κάνει ένα φροντιστήριο διεθνών σχέσεων στους Ευρωπαίους που προσπαθούσαν ακόμη και την τελευταία στιγμή να τον πείσουν να ασκήσει πιέσεις στον Πούτιν και να μη του έχει μεγάλη εμπιστοσύνη.

Στο τέλος, μετά από το φροντιστήριο Τραμπ στους άβουλους Ευρωπαίους ηγέτες το εδαφικό παραμερίστηκε κάπως, αν και το μήνυμά του ήταν καθαρό για αναγκαίες υποχωρήσεις σ’ αυτό από μέρους της Ουκρανίας, και η συζήτηση περιστράφηκε περισσότερο στα θέματα ασφάλειας. Εκεί δέσμευσε τους Ευρωπαίους να αγοράσουν αμερικανικό εξοπλισμό 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να παραχωρηθεί στην Ουκρανία. Τους είπε επίσης ότι δεν επρόκειτο να στείλει με κανένα τρόπο Αμερικανούς στρατιώτες στην Ουκρανία για την ασφάλειά της μετά το τέλος του πολέμου και ότι λίγο-πολύ αυτό ήταν δικό τους έργο. Δεσμεύτηκε πάντως να προσπαθήσει να πείσει τον Πούτιν να συναντήσει τον Ζελένσκι για να συζητήσουν οι δυο  την ειρήνευση και το τέλος του πολέμου.

Μετά τα όσα έγιναν στην συνάντηση της Ουάσιγκτον και το φροντιστήριο «ρεαλισμού» ακολούθησαν επαφές με την Μόσχα η οποία όμως για την ώρα δεν φαίνεται έτοιμη για μια συνάντηση Πούτιν-Ζελένσκι χωρίς να υπάρξουν προηγουμένως σε κατώτερο επίπεδο διαπραγματεύσεις που θα καταλήξουν σε συμφωνίες οι οποίες θα επικυρωθούν στη συνέχεια από μια συνάντηση κορυφής. Έτσι ακούονται πολλά και διάφορα για συναντήσεις τεχνικών και εμπειρογνωμόνων πρώτα και πολιτικών σε μεσαίο επίπεδο στη συνέχεια για να συζητηθούν μια σειρά από θέματα για την ασφάλεια, το εδαφικό και τη σχέση της Ουκρανίας τόσο με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ όσο και με τη Ρωσία. Ακούστηκαν επίσης ως τόποι συνάντησης η Τουρκία, η Ελβετία, η Ουγγαρία και  τα Αραβικά Εμιράτα, ενώ οι Ρώσοι πρότειναν και τη Μόσχα.

Έντονη παραμένει και η διαφωνία για το ποιες χώρες θα στείλουν ειρηνευτικά στρατεύματα μετά τη λήξη του πολέμου καθώς η Ρωσία θέλει να αποκλείσει τις χώρες του ΝΑΤΟ και προτείνει ουδέτερες χώρες ενώ θα ήθελε στις εγγυήτριες δυνάμεις και την Κίνα.

Από την πλευρά της η Τουρκία αυτοπροτείνεται να στείλει μόνη της στρατεύματα στην Ουκρανία κάτι που φαίνεται να υποστηρίζει και η Γαλλία, κρίνοντας από κάποιες δηλώσεις του Μακρόν. Στο μεταξύ βέβαια ο πόλεμος συνεχίζεται και πάντα με ρωσική προέλαση.

Είναι φανερό ότι η κατάσταση παραμένει νεφελώδης ενώ η προσοχή στην Ουκρανία αφήνει ανενόχλητο το Ισραήλ να συνεχίζει τη γενοκτονία των Παλαιστινίων με μια νέα επίθεση στην πόλη της Γάζας και με σχεδιασμούς διαμελισμού της Δυτικής Όχθης σε δύο περιοχές που δεν θα συνδέονται μεταξύ τους. Ο «ειρηνοποιός» Τραμπ στηρίζει πάντα τον Νετανιάχου και την γενοκτονία. Τόσο ο Νετανιάχου όσο και ο Τραμπ επωφελούνται των συζητήσεων για το Ουκρανικό και προσπαθούν να αποστρέψουν την προσοχή της  διεθνούς κοινής γνώμη από όσα συμβαίνουν στη Γάζα.

Είναι καθαρό ότι η υποτέλεια των Ευρωπαίων ηγετών στην τραμπική πολιτική, όπως διαφάνηκε και στο φροντιστήριο του Αμερικανού Προέδρου που παρακολούθησαν με ευλάβεια, δεν οδηγεί πουθενά. Η Ευρώπη είναι η μεγάλη χαμένη τόσο από τον πόλεμο στην Ουκρανία όσο και για την ανοχή της στη γενοκτονία των Παλαιστινίων. Αν υπήρχαν Ευρωπαίοι ηγέτες με πολιτικό ανάστημα και όραμα θα επεδίωκαν αυτή τη στιγμή την απευθείας επαφή με τη Μόσχα και τη διαπραγμάτευση της ειρήνης μαζί της αντί να εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε ένα αλλοπρόσαλλο Τραμπ.

Στην ουσία ο μόνος δρόμος ελπίδας που υπάρχει για την Ευρώπη είναι αυτός της ειρήνης και της συνεργασίας με την Μόσχα. Μια ακόμη πιο τολμηρή κίνηση θα ήταν να ενσωματώσει η Ευρώπη τη Ρωσία σε μια ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας στο πλαίσιο της οποίας θα λυνόταν και το Ουκρανικό. Αυτό θα καθιστούσε την Ευρώπη μια μεγάλη δύναμη με γεωπολιτικές διαστάσεις αξιώσεων και θα την τοποθετούσε ισότιμα απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα.

Στα καθ΄ημας Αθήνα και Λευκωσία συνεχίζουν την αδιέξοδη πολιτική τους, πάντα σε αντιρωσικό φόντο, πάντα με τη συμμαχία των προθύμων. Κι αυτό σε μια στιγμή που ακόμη και ο Μακρόν μας εγκαταλείπει και στρέφεται προς την Τουρκία την οποία προτείνει εγγυήτρια της ουκρανικής ανεξαρτησίας.  Πως είναι δυνατό η Ευρώπη να προτείνει την κατοχική δύναμη για εγγυήτρια δύναμη και μάλιστα με γαλλική πρωτοβουλία; Μια χώρα μάλιστα που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ακόμη μια οδυνηρή πολιτική ήττα της Αθήνας και της Λευκωσίας. Η πολιτική τους απομόνωση, ακόμη   και σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν κρύβεται.

Σημπερασματικά  ζούμε την παραδοξότητα της  κυριαρχίας της αμερικανικής τραμπικής πολιτικής και ιδεολογίας σε μια στιγμή παρακμής της αμερικανικής αυτοκρατορίας, μιας παρακμής που θυμίζει την παρακμή της Αθήνας και αργότερα αυτή της Ρώμης.