Υπάρχουν στιγμές που ξεπερνούν το εφήμερο της καθημερινότητας και χαράσσονται ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη. Στιγμές που δεν περιγράφονται με ψυχρές αναλύσεις. Που μετρά μόνο το ρίγος το οποίο διαπερνάει το κορμί. Και τα δάκρυα τα οποία πλημμυρίζουν τα μάτια. Μια τέτοια στιγμή ζήσαμε το περασμένο Σάββατο στο στάδιο «Σπύρος Κυπριανού» στη Λεμεσό. Στην ιστορική στιγμή κατά την οποία ακούστηκε ο εθνικός ύμνος μόνο μια φορά και για τις δύο ομάδες που αγωνίζονταν στο Eurobasket, της Κύπρου και της Ελλάδας.
Όταν ακούστηκε ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», οι αθλητές της Κύπρου βρίσκονταν απέναντι από τους αθλητές της Ελλάδας. Εκείνη την στιγμή διεγράφη κάθε τι διαχωριστικό. Ξεχάστηκαν οι ονομασίες. Εκείνη την στιγμή, όλα ήσαν ένα. Οι φωνές ενώθηκαν σε μία. Ο ύμνος αντήχησε ως υπόσχεση: Όσο κι αν περνούν τα χρόνια, όσο και αν αλλάζουν οι εποχές, όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο, παραμένουμε ένα έθνος.
Οι φίλαθλοι στην κερκίδα όρθιοι. Οι παππούδες έψελναν τον ύμνο μαζί με τα εγγόνια τους. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία χαμογελαστοί, αντανακλούσαν την ευφροσύνη της ψυχής τους για τη μοναδική στιγμή την οποία βίωναν. Νέοι με μάτια βουρκωμένα, που μπορεί να μην έζησαν ποτέ πολέμους, αλλά κουβαλούν στην ψυχή τους την ίδια ιστορική μνήμη. Δεν ήταν μισαλλοδοξία. Ήταν περηφάνεια. Ήταν συγκίνηση.
Και όμως, η Αντρούλα Βασιλείου είδε σε αυτήν τη στιγμή «κίνδυνο». Θυμήθηκε τον Τατάρ και την προπαγάνδα του. Μα αλήθεια τώρα; Ο Τατάρ χρειάζεται να του δώσουμε επιχειρήματα; Δεν βρίσκει από μόνος του; Τόση υποκρισία Αντρούλα Βασιλείου… Δεν τολμάς να παραδεχτείς ότι δεν είναι τον Τατάρ που φοβάσαι. Δεν τολμάς να ομολογήσεις πως είναι τους Ε/κ που φοβάσαι. Τη δική τους μνήμη. Τη δική τους φωνή. Τον δικό μας ύμνο.
Βιάστηκες να στείλεις σήμα στον Τατάρ: «Έλα, πάρε κι αυτό, να το χρησιμοποιήσεις εναντίον μας». Σαν να μην ξέρουμε πια ότι, διαχρονικά, ο κάθε Τατάρ κατασκευάζει επιχειρήματα χωρίς να χρειάζεται τις «χάρες» των δικών μας. Κάποιοι εκ των οποίων, όμως, συνεχίζουν την ίδια εγκληματική μέθοδο: Πρώτοι εκείνοι να υποδεικνύουν στον αντίπαλο τι να πει. Να αυτομαστιγωνόμαστε.
Είναι και απείρως ειρωνικό. Και συνάμα υποκριτικό. Επειδή εσύ Αντρούλα Βασιλείου, επί πέντε χρόνια, συνόδευες τον σύζυγό σου σε κόκκινα χαλιά, σε δεξιώσεις, σε διεθνείς τιμές. Πάντα, σε κάθε βήμα, αντηχούσε ο ίδιος ύμνος. Τότε δεν σε ενοχλούσε. Επειδή έντυνε με μεγαλείο τις στιγμές της εξουσίας σας. Σήμερα, όμως, σου φαίνεται «επικίνδυνος». Τότε δεν το έβλεπες σαν δείγμα μισαλλοδοξίας. Τότε δεν το χαρακτήριζες «εθνικιστική έξαρση». Τότε δεν ανησυχούσες πώς θα το εκμεταλλευόταν ο Ντενκτάς.
Ορισμένοι στον τόπο αυτό δείχνουν αλλεργία σε οτιδήποτε θυμίζει Ελλάδα. Από τις σχολικές γιορτές μέχρι και τους ύμνους. Ένα είδος ενοχής που καλλιεργήθηκε και διοχετεύτηκε επί δεκαετίες. Στο όνομα μιας δήθεν «σύγχρονης ταυτότητας», που στην ουσία κρύβει μόνο απέχθεια για τις ρίζες μας.
Αν κάποιοι θέλουν να αλλάξουν τον ύμνο, ας το πουν καθαρά. Αλλά δεν τολμούν. Γνωρίζουν πως θα είναι το κύκνειο άσμα μιας θλιβερής πολιτικής πορείας. Γι’ αυτό περιορίζονται να οπτασιάζονται κινδύνους. Να τον εμφανίζουν ως «πρόβλημα». Μα πώς μπορεί ο ύμνος μας να είναι πρόβλημα; Είναι η ίδια μας η ψυχή.
Το Σάββατο στο «Σπύρος Κυπριανού», η ψυχή αυτή βγήκε στο φως. Έγινε φωνή. Έγινε δάκρυ. Για όσους βρίσκονταν εκεί, η ονειρική στιγμή θα παραμείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό τους. Και στην ψυχή τους. Για όσους το παρακολούθησαν από την τηλεόραση ή από το διαδίκτυο το ίδιο. Για μερικά λεπτά, μέσα στο στάδιο δεν υπήρχε Κύπρος και Ελλάδα. Υπήρχε μόνο το έθνος.
Ήταν μια μοναδική στιγμή κατά την οποία επισφραγίστηκε ο ορισμός τον οποίο έδωσε ο Ηρόδοτος, ως ο θεμελιωτής της επιστήμης της ιστορίας. Στοιχειοθέτησε τα τέσσερα ισχυρά θεμέλια, πάνω στα οποία είναι δομημένο διαχρονικά το ελληνικό Έθνος και συνθέτουν την ελληνική συνείδηση ανεξαρτήτως κρατικών συνόρων: Το ὅμαιμον (κοινή καταγωγή), το ὁμόγλωσσον (κοινή γλώσσα), το ὁμόθρησκον (κοινοί ναοί) και το ὁμότροπον (κοινά έθιμα και τρόπος ζωής).
Το περασμένο Σάββατο, στο γήπεδο, επισφραγίστηκε μια μεγάλη αλήθεια: Μπορεί Ελλάδα και Κύπρος να αποτελούν ξεχωριστές κρατικές οντότητες, όμως παραμένουν ένα έθνος. Με κοινές ρίζες, κοινό πολιτισμό και ναι, με κοινό εθνικό ύμνο. Αυτό δεν μειώνει την Κυπριακή Δημοκρατία. Κανείς μας δεν παζαρεύει την υπόσταση της Δημοκρατίας. Κανείς μας δεν θα την ανταλλάξει με ψεύτικες υποσχέσεις και διπλωματικά χαμόγελα. Άλλο, όμως, η Κυπριακή Δημοκρατία ως κρατική οντότητα, κι άλλο η παραχάραξη της Ιστορίας και των πραγματικοτήτων.
Αυτή είναι η απάντηση, κυρία Βασιλείου. Όχι στον Τατάρ, αλλά όχι και σε εσάς και τους ομοϊδεάτες σας. Δύο κράτη; Ναι. Ένα έθνος; Για πάντα. Όσο κι αν σας ενοχλεί, κάθε φορά που θα ψάλλεται ο ύμνος μας, θα θυμόμαστε ποιοι είμαστε. Όσο και αν σας ενοχλεί, θα παραμένει για πάντα, μια στιγμή ανεκτίμητης περηφάνειας.