Ένας φωτισμένος χτες το πρωί στο Τρίτο του ΡΙΚ έβαλε τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να τραγουδά τη Δραπετσώνα. Έκατσα ήσυχα – ήσυχα στην κουζίνα να πιω τον καφέ μου κι άκουσα ξαφνικά την φωνάρα να τραγουδά: «Πάρ΄ το στεφάνι μας, πάρ΄ το γεράνι μας – στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή – Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου – εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί»…
Ανατρίχιασα. Τι φωνάρα! Τι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη! Τι μουσική του Μίκη Θεοδωράκη! Λες και ακούς εθνικό ύμνο, τόσο πολύ. Σου έρχεται να μείνεις ακίνητος, να μην αναπνέεις καν, μόνο να ακούς με κατάνυξη μέχρι να τελειώσει ο Μπιθικώτσης και τον τελευταίο του στίχο.
Λες να είναι εθνικιστικές εξάρσεις; Μισαλλοδοξίες; Τι με νοιάζει και συγκινούμε για ένα τραγούδι που γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 60, για την ιστορία της μακρινής Δραπετσώνας, στον Πειραιά, όταν η κυβέρνηση προσπαθούσε να διώξει τους πρόσφυγες από τις παράγκες τους κι έστελνε μπουλντόζες να τους χαλάνε τα σπίτια… Γιατί αγγίζει τη ψυχή μου ιστορία και στίχοι, που δεν αφορά το «σαν την Κύπρον ένεσιει»;
Τέλος πάντων. Μπορεί να είναι η μουσική που δεν έχει σύνορα, μπορεί οι στίχοι της ελληνικής μου γλώσσας, μπορεί απλώς να έχω αδυναμία στη φωνή του Μπιθικώτση, δεν σημαίνει ότι είναι εθνικιστική έξαρση, ας μην ανησυχήσω.
Μπαίνω, λοιπόν, στο αυτοκίνητο να πάω δουλειά. Ξεκινά αυτόματα και το ράδιο και ακούω άλλη φωνάρα. Στέλιος Καζαντζίδης: «Βράχο – βράχο τον καημό μου τον μετράω και πονώ – κι είναι το παράπονό μου, πότε μάνα θα σε δω – πότε μάνα θα σε δω…». Ξανά ανατριχίλα με τη μουσική του Θεοδωράκη, με τους στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου, με τη φωνή του ανεπανάληπτου Καζαντζίδη.
Ε, δεν γίνεται, εθνικιστικές εξάρσεις θα είναι, πρέπει να κοιταχτώ. Κανονικά θα έπρεπε να τα ακούω κι αυτά όπως άκουγα την Σελίν Ντιόν που τραγουδούσε τον «Ύμνο της Αγάπης». Μου αρέσει αλλά δεν σηκώνεται η τρίχα μου, όπως όταν ακούω Μπιθικώτση και Καζαντζίδη και Θεοδωράκη. Αν ήμουν και πολιτισμένος άνθρωπος έπρεπε να μου αρέσουν και τα τραγούδια του Βολκάν Κονάκ, του διάσημου Τούρκου, που πέθανε πριν μερικούς μήνες όταν κατέρρευσε επί σκηνής σε συναυλία που έδινε στην Αμμόχωστο. Την κατεχόμενη Αμμόχωστο. Δεν μου αρέσουν, όμως, τα τραγούδια του, ούτε άλλου Τούρκου τραγουδιστή. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να τους ακούω. Κι αυτό σίγουρα είναι μισαλλοδοξία. Ε, κυρία Ανδρούλλα μου, τι λες κι εσύ;
Υ.Γ. Χτες, στη Λεμεσό, στο Γιουρομπάσκετ, έπαιζε πρώτα η Ελλάδα με την Βοσνία και μετά η Κύπρος με την Γεωργία. Και, ω του θαύματος, ακούστηκε στο γήπεδο δυο φορές ο εθνικός μας ύμνος. Μια για την Ελλάδα και μια για την Κύπρο. Ε, αυτό τι είναι; Εθνικιστικές εξάρσεις επαναλαμβανόμενες. Γιατί να ακουστεί δυο φορές ο εθνικός μας ύμνος; Θα έχει άδικο ο Τατάρ να το χρησιμοποιεί ως παράδειγμα της μισαλλοδοξίας μας και μετά να τρέχουμε να τα μπαλώσουμε;
Υ.Γ.2 Πάντως, μια που έγινε τόση συζήτηση διότι μετά από 60 χρόνια, η αντιπρόεδρος του Πανεπιστημίου Κύπρου, συμπρόεδρος της δικοινοτικής επιτροπής Πολιτισμού, πρώην προεδρική σύζυγος, πρώην Επίτροπός μας στην ΕΕ, και πολλά άλλα, ανακάλυψε ότι έχουμε τον ίδιο εθνικό ύμνο με την Ελλάδα, το έψαξα λίγο και ενημερωτικά σημειώνω ότι δεν είμαστε μοναδικοί. Εσθονία και Φινλανδία έχουν τον ίδιο εθνικό ύμνο. Το Λίχτενσταϊν χρησιμοποιεί τον αγγλικό εθνικό ύμνο, το «God save the Queen», όπως και η Β. Ιρλανδία. Το Χονγκ Κονγκ έχει τον ίδιο ύμνο με την Κίνα. Και αρκετές χώρες της Αφρικής χρησιμοποιούν ως εθνικό ύμνο το «Sikelel iAfrika» (God bless Afric).