Σήμερα βρήκα σ’ ένα συρτάρι στο χωριό του πατέρα ένα πακέτο με λιγοστά τσιγάρα, που πρέπει να ξέμειναν από την τελευταία του επίσκεψη, όταν στα ογδόντα οκτώ του επέμενε να οδηγήσει ως το χωριό του, όπως κάθε Αύγουστο για να παραθερίσει. Κι αφού οι κόρες του έστησαν πόδι να τον συνοδεύσουν οι ίδιες, μας έδωσε ψεύτικη ημερομηνία σκάζοντάς το νωρίτερα.

Με τη βοήθεια της Madu, της οικιακής βοηθού από τη Sri Lanka, ψώνισαν, γεμίζοντας το αυτοκίνητο με όλες τις απαραίτητες προμήθειες, αφού στο χωριό δεν υπήρχε μπακάλικο. Ανάμεσα στις σακούλες με τα ψώνια αγόρασε και μερικές κούτες τσιγάρων, τα κόκκινα, απ’ αυτά που κάπνιζε μια ζωή. Ανηφόρισε το βουνό, αργά, σταθερά και προσεκτικά, όπως έκανε σε όλες τις κινήσεις και πράξεις της ζωής του.

Το μόνο του ατόπημα ήταν αυτό του καπνίσματος. «Ένει να μεν το μάθεις, το μαυρογέριμον», έλεγε ανάβοντας το νέο του τσιγάρο προτού σβήσει το προηγούμενο. Μέσα σε συννεφάκια καπνού γεννήθηκε η αδελφή κι έπειτα εγώ. Ο πατέρας και οι θείοι κάπνιζαν στον διάδρομο του μαιευτηρίου πηγαίνοντας πάνω-κάτω μέχρι να γεννήσει η μητέρα.

Η πρώτη μου μυρωδιά εκτός από το γάλα, πρέπει ήταν αυτή του καπνού, ο οποίος είχε διεισδύσει στα ρούχα του, όταν με πήρε για πρώτη φορά αγκαλιά. Το σπίτι μας μύριζε καπνό αφού από το πρωί προτού πάμε σχολείο βρίσκαμε τον πατέρα στην κουζίνα, σ’ ένα συννεφάκι καπνού, πίνοντας κατανήστικα τον πρώτο του καφέ. Μας έδινε ένα φιλί και κάποια σελίνια για να αγοράσουμε ό, τι θέλουμε από την καντίνα του σχολείου και προτού φύγουμε περνούσαμε από ένα δεύτερο συννεφάκι καπνού, το θυμιατό της γιαγιάς, η οποία μας σταύρωνε τρεις φορές με το καπνιστήρι της.

Οι άντρες κάπνιζαν αρειμανίως παντού, στα γραφεία, στα σπίτια στα υπνοδωμάτια, στις οικογενειακές ταβέρνες και στο αυτοκίνητο, στις εκδρομές με την οικογένειά τους. Μόνο μέσα στους ναούς δεν κάπνιζαν, αλλά στο προαύλιο τους, κάνοντας πηγαδάκια με άλλους καπνιστές ενώ περίμεναν να τελειώσει η θεία λειτουργία ή το μυστήριο του γάμου.

Αρχικά ξεκινούσαν το κάπνισμα κρυφά στην εφηβεία τους, ως ένδειξη ανδρισμού και μαγκιάς, όπως οι σταρ του Hollywood που κρατούσαν ένα τσιγάρο κατά τη διάρκεια των ταινιών. Ποιος μπορούσε να αντισταθεί στη σαγήνη της Rita Hayworth, της Marilyn Monroe, του James Dean ή του Gregory Peck, που σε κοιτούσαν σαγηνευτικά από την οθόνη;

Ανάμεσα στις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες του αρραβώνα, σχεδόν σε κάθε σπίτι υπήρχε και μια του πατέρα, ποζάροντας στο στούντιο του φωτογράφου με το τσιγάρο στο χέρι. Τα μεσημέρια ο παπάς ερχόταν σπίτι για φαγητό και τη μεσημβρινή αργία και επέστρεφε στο γραφείο αφού διάβαζε τον Φιλελεύθερό του με καφέ και τσιγάρο. Τα δειλινά συχνά πηγαίναμε στο γραφείο του με τη μάμμα, η οποία εκτελούσε χρέη γραμματέως, αφήνοντας μάλιστα τη δουλειά της στην Οθωμανική Τράπεζα, για να γίνει βοηθός του. Εκεί ο παπάς δεν προλάβαινε να παραγγέλνει καφέδες ή αναψυκτικά από το διπλανό καφενείο για να κερνά τους πελάτες και τους επισκέπτες, μαζί με τσιγάρα.

Στο τραπεζάκι του σαλονιού μας ανάμεσα στα κρύσταλλα υπήρχε και ένα πορσελάνινο «σετ καπνίσματος» που απεικόνιζε την πλατεία ενός ιταλικού χωριού. Περιείχε την τσιγαροθήκη, μια θήκη για τα σπίρτα και αναπτήρα για να ανάβουν οι καλεσμένοι τα τσιγάρα τους, την στάχτη των οποίων έριχναν στα μικροσκοπικά ατομικά τασάκια στο ίδιο μοτίβο. Οι πλείστοι άντρες δεν χρησιμοποιούσαν τον επιτραπέζιο αναπτήρα αφού ήθελαν να επιδείξουν δικό τους, χρυσό ή επάργυρο, «το τσακμάτζιν» τους, που έβγαζαν από την τσέπη και ήταν δώρο από τη γυναίκα τους, στους αρραβώνες ή στην επέτειο του γάμου τους.

Δειλά-δειλά άρχισαν και κάποιες γυναίκες να καπνίζουν, έχοντας την άδεια και την ευλογία του συζύγου τους. Όχι οποιεσδήποτε γυναίκες, εννοείται, αλλά αυτές της υψηλής κοινωνίας, ή αυτές που μεγαλοπιάνονταν. Αν κάπνιζε η κυρία δικαστού ή η σύζυγος του μεγαλοβιομηχάνου ή του ξενοδόχου, θα έλεγαν πως είναι μοντέρνα ή προχωρημένη. Αν το έκανε μια απλή οικοκυρά, μια κομμώτρια ή μια εργάτρια μπορεί και να χαρακτηριζόταν και ως γυναίκα ελαφρών ηθών.

Ο βαθμός ανοχής και αμαρτίας είχε κι αυτός την κοινωνική του κλίμακα. Οι συζυγικές απιστίες, ή οι προγαμιαίες σχέσεις ήταν λόγος ώστε να καταδικαστεί μια νεαρή κοπέλα στην πυρά ή στο ράφι. Κανείς δεν θα παντρευόταν ένα κορίτσι που ήταν «κατεστραμμένο» όπως συνήθιζαν να λένε τη δεκαετία του ’60 ακόμη και του ’70 στο νησί. Αν όμως επρόκειτο για την κόρη μιας πλούσιας οικογένειας με πολλή περιουσία, τότε έκαναν τα στραβά μάτια οι πεθερές και οι υποψήφιοι γαμπροί, εν αντιθέσει με τη φτωχή αγρότισσα ή τη γραμματέα που την είχε αποπλανήσει το αφεντικό της.

Και συνεχίζαμε να πηγαίνουμε σε πάρτι αρραβώνων ή γενεθλίων, σε γάμους, κηδείες και γιορτές, τυλιγμένοι σε σύννεφα καπνού από τα τσιγάρα των παρευρισκομένων και του πατέρα. Ώσπου έφυγε κι αυτός από τη ζωή, αναλήφθηκε σ’ ένα σύννεφο καπνού. Εύχομαι μόνο να επιτρέπεται το κάπνισμα στον παράδεισο.

dena.toumazi@gmail.com