Κι όμως, δεν φεύγουν ποτέ στ’ αλήθεια οι άνθρωποι που τραγουδούν την ψυχή ενός τόπου. Μένουν, σαν ήχοι που δεν σβήνουν, σαν στίχοι που συνεχίζουν να ψιθυρίζονται. Γιατί ο Νιόνιος δεν ήταν απλώς τραγουδοποιός, ήταν καθρέφτης μιας Ελλάδας που πάλευε, γελούσε, ονειρευόταν.
Σσσς… «Μη μιλάς άλλο για αγάπη η αγάπη είναι παντού…» και καλά κρατεί με χορούς από το ροκ του μέλλοντος μας…
Κι από το «Φορτηγό» μέχρι τους «Αχαρνείς», από τα «Δέκα χρόνια κομμάτια» μέχρι τα «Τραπεζάκια έξω», έπλεξε μια ιστορία όπου η ζωή και η τέχνη δεν ξεχωρίζουν. Μίλησε για την ελευθερία, για τον έρωτα, για την τρέλα και την ελπίδα, χωρίς στόμφο, με εκείνη τη χαρακτηριστική απλότητα που έκρυβε μέσα της σοφία. «Μη μιλάς, μη γελάς, θα σε δούνε», έλεγε κάποτε -κι όμως, ο ίδιος μίλησε και γέλασε δυνατά, γιατί ήξερε ότι η σιωπή είναι συνενοχή.
Ο Σαββόπουλος μεγάλωσε με την Ελλάδα μέσα του. Όχι την ιδεατή, την «τέλεια», αλλά τη ζωντανή: Αυτή που στέλνει τα παιδιά της «στην Ουψάλα» και που ακόμα πιστεύει ότι «ας κρατήσουν οι χοροί». Ήξερε να συνδυάζει το λαϊκό με το λόγιο, το ρεμπέτικο με τον ηλεκτρικό ήχο, τη γειτονιά με την ιστορία. Έβαλε τον Καραγκιόζη να συνομιλήσει με τον Μπομπ Ντίλαν και το Βυζάντιο να χορέψει με το ροκ. Και μέσα από αυτό το μείγμα, έδωσε στον Έλληνα μια νέα μουσική γλώσσα, προσωπική και ταυτόχρονα συλλογική.
Ο Νιόνιος δεν δίδαξε, δεν κήρυξε, μας έκανε να σκεφτούμε. Μας έκανε να θυμηθούμε ποιοι είμαστε. «Όλα είναι δρόμος», έλεγε, και με τα τραγούδια του μας έμαθε να περπατάμε πιο ελαφριά, να βλέπουμε λίγο πιο καθαρά. Μέσα στη φωνή του ακουγόταν η ειρωνεία και η τρυφερότητα μαζί, μια αγάπη για τον ελληνισμό, που δεν ήταν αφελής, αλλά ώριμη, κριτική, βαθιά.
Όταν τραγουδούσε «Άγγελος εξάγγελος» ή «Σαν τον καραγκιόζη», δεν ήταν απλώς ένας ερμηνευτής. Ήταν ο δικός μας αφηγητής. Ο άνθρωπος που έβαλε μουσική στην ιστορία μας και την έκανε να χορέψει. Οι γενιές που τον άκουσαν μεγάλωσαν μαζί του -άλλες στις ταβέρνες, άλλες στα αμφιθέατρα, άλλες με ένα παλιό βινύλιο να γυρίζει. Και κάθε φορά, κάτι καινούργιο αποκάλυπταν οι στίχοι του, σαν να γράφονταν ξανά για τις εποχές που αλλάζουν.
Κι έφτασε η ώρα του αποχαιρετισμού που δεν είναι εύκολο να αποχαιρετάς κάποιον που ένιωθες δικό σου χωρίς να τον έχεις γνωρίσει. Αλλά αυτό είναι το δώρο των μεγάλων καλλιτεχνών -μας κάνουν να πιστεύουμε πως είμαστε φίλοι τους. Κι ο Σαββόπουλος ήταν φίλος όλων: Του απλού ανθρώπου, του διανοούμενου, του ονειροπόλου, του κουρασμένου. Όλοι βρίσκαμε κάπου μέσα στα τραγούδια του μια σπίθα από τον εαυτό μας. Γιατί οι δημιουργοί σαν τον Νιόνιο δεν φεύγουν -απλώς αλλάζουν σκηνή.
Και ο ελληνισμός, όσο κι αν αλλάζει, θα έχει πάντα τη φωνή του να τον συνοδεύει. Θα τη βρίσκεις στις πλατείες, στα ραδιόφωνα, στις νύχτες που θέλεις να θυμηθείς ποιος είσαι. Γιατί αυτό ήταν ο Σαββόπουλος: Μια μνήμη που τραγουδά.
Σε ευχαριστούμε που μας έμαθες να κοιτάζουμε τη ζωή με μουσική.
Που μας έδειξες πως «οι παλιοί μας φίλοι ζουν ακόμα», και πως η Ελλάδα, αλλά και η Κύπρος, όση φθορά κι αν κουβαλούν, θα έχουν πάντα κάτι να τραγουδήσουν.
Κι όσο θα ακούμε τη φωνή σου,
θα θυμόμαστε πως, ναι –
«ας κρατήσουν οι χοροί…»