Ο ρεαλισμός είναι κάτι που απουσιάζει από την κυπριακή πολιτική, ή εάν θέλετε, η κυπριακή πολιτική έχει προσδώσει στον ρεαλισμό μια λανθασμένη ερμηνεία. Κι αυτό έχει, ως ένα σημείο, να είναι μέρος μιας αυτόματης αντίδρασης/απόρριψης όταν λέχθηκε για πρώτη φορά σε σχέση με το Κυπριακό. Όταν ο Ραούφ Ντενκτάς μίλησε, επί δικής του κυριαρχίας στα κατεχόμενα, για τις πραγματικότητες και τον ρεαλισμό στο Κυπριακό, δημιούργησε αμέσως μια αρνητική διασύνδεση μεταξύ Κυπριακού και ρεαλισμού. Ό,τι δηλαδή όταν κάποιος δει το Κυπριακό και τις προσπάθειες λύσης του προβλήματος με ρεαλισμό, σημαίνει υιοθετεί τη λογική ή την προσέγγιση της τουρκικής πλευράς.

Κι όμως θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Θα έπρεπε να είναι η ελληνοκυπριακή πλευρά, η πολιτική ηγεσία στο σύνολό της που θα έπρεπε να προτάσσει τον ρεαλισμό στο Κυπριακό. Είναι η ελληνοκυπριακή πλευρά που θα μπορούσε να εργαστεί στη βάση των ρεαλιστικών δεδομένων και όχι των ευσεβοποθισμών της εκάστοτε ηγεσίας ή πολιτικής δύναμης που ανέβαινε στον Λόφο. Και χωρίς στις πλείστες των περιπτώσεων να αναγνώσουν σωστά τα δεδομένα ή το διεθνές περιβάλλον πρότασσαν ιδέες και απόψεις οι οποίες στο τέλος λειτούργησαν κατά τρόπο αρνητικό και εγκλώβισαν την ελληνοκυπριακή πλευρά αναγκάζοντας την να προβεί σε υποχωρήσεις (ασχέτως εάν τις εμφάνιζαν ως χειρονομίες).

Αυτός ο ευσεβοποθισμός στο Κυπριακό πέρασε και στην πλευρά εκείνου που ονομάζεται κοινωνία των πολιτών και δραστηριοποιείται ποικιλοτρόπως για βελτίωση της επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες, αγνοώντας την ίδια ώρα πως όλα αυτά θα μπορούσαν να δημιουργήσουν, όπως και έχουν δημιουργήσει, κλίμα «καλής γειτονίας» ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Δηλαδή να ζουν δίπλα-δίπλα, ως χωριστές οντότητες και απλώς αν συνυπάρχουν ειρηνικά.

Πέρασε και στους διάφορους διαμεσολαβητές που ανέλαβαν ρόλο στο Κυπριακό κάνοντας τους να πιστεύουν ότι δεν είναι και δα τόσο δύσκολο να λυθεί ένα τέτοιο πρόβλημα. Και λογικό είναι όταν κάθεσαι σ’ ένα τραπέζι και μιλάς με άτομα τα οποία βλέπουν το Κυπριακό στη λογική του ευσεβοποθισμού και όχι σύμφωνα με τις πραγματικότητες. Και έτσι θα δημιουργηθεί μια ακόμα λανθασμένη αντίληψη, ότι μπορεί το Κυπριακό να λυθεί από την κοινωνία των πολιτών. Μακάρι να ήταν έτσι, αλλά δυστυχώς δεν είναι και ούτε μπορεί στο ορατό μέλλον να λυθεί κατά ανάλογο τρόπο.

Ο ευσεβοποθισμός κυριαρχεί και σήμερα στο πως προσεγγίζουν πολλοί τον νέο ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, όπως αυτός αναδείχθηκε από την ψηφοφορία που διενεργήθηκε στα κατεχόμενα την περασμένη Κυριακή. Βλέπουν στο πρόσωπο του Τουφάν Ερχιουρμάν την ελπίδα επανέναρξης των συνομιλιών, ως τον μόνο δηλαδή που θέλει να λύσει το Κυπριακό. Ήδη εκ προοιμίου, πριν ακόμα μπει στο πολυτελές παλάτι που έκτισε ο Ερντογάν, θεωρούν ότι τα όσα προτείνει στο Κυπριακό θα είναι με γνώμονα τη λύση του προβλήματος. Γι’ αυτούς ό,τι και να πει ο Ερχιουρμάν θα είναι σωστό και θα πρέπει να ανταποκριθεί και ο Νίκος Χριστοδουλίδης. Δεν χρειάζεται να δουν ή να ακούσουν τις προτάσεις του, αφού ήδη του έχουν δώσει πιστοποιητικό καλών προθέσεων.

Σήμερα, που τίποτε ή σχεδόν τίποτε δεν κινείται στο Κυπριακό (όχι με υπαιτιότητα της ελληνοκυπριακής πλευράς όπως κακώς επικράτησε να λέγεται από ορισμένους κύκλους) είναι μια ευκαιρία η επανεκκίνηση να γίνει στην βάση των πραγματικών δεδομένων και του ρεαλισμού. Και ο ρεαλισμός λέει πως το Κυπριακό δεν μπορεί να λυθεί μόνο με τις καλές προθέσεις ή με τις συναντήσεις των δύο ηγετών στο νησί, ο ρεαλισμός λέει επίσης ότι ο εκάστοτε Τουρκοκύπριος ηγέτης μπορεί να λέει ό,τι θέλει πριν αναλάβει καθήκοντα αλλά στη συνέχεια ακολουθεί τις οδηγίες της Άγκυρας. Ο ρεαλισμός λέει πως η Τουρκία θέλει μέσω της λύσης του Κυπριακού να διασφαλίσει τα δικά της συμφέροντα στο νησί. Ο ρεαλισμός λέει πως ο Ερχιουρμάν κέρδισε γιατί υπήρχε το μομέντουμ λόγω της ανικανότητας Τατάρ, κάτι όμως το μομέντουμ Αναστασιάδη με κυβέρνηση ΑΚΕΛ.  

Ο ευσεβοποθισμός ότι όλα μπορεί να αλλάξουν στο Κυπριακό ένεκα της εκλογής Ερχιουρμάν ίσως θα πρέπει να αντικατασταθεί με το ρεαλισμό ότι κι αυτός θα κινηθεί στα πλαίσια που τους επιτρέπουν τα συμφέροντα της Τουρκίας. Είναι καιρός να ειδοθεί ο κόσμος ως έχει και όχι ως θα ήθελαν κάποιοι να τον βλέπουμε.