Η πρώτη μεγάλη συνέντευξη που έδωσε στα κατεχόμενα ο Τουφάν Έρχιουρμαν, μετά την ανάληψη της ηγεσίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας, ήταν άκρως αποκαλυπτική και συνάμα ανησυχητική. Αποκαλύπτει συνάμα μια στρατηγική που συνδυάζει επιθετική ρητορική με επιλεκτική ερμηνεία της πραγματικότητας. Και πίσω από τη φαινομενική προθυμία του για διάλογο διαφαίνεται μια προσέγγιση που θέτει τόσες προϋποθέσεις που καθιστούν τις διαπραγματεύσεις δύσκολες ή και καταδικασμένες εκ προοιμίου.

Ο νέος ηγέτης των Τουρκοκυπρίων διατυμπανίζει συνεχώς ότι επιθυμία του είναι «διαπραγματεύσεις που θα οδηγήσουν σε λύση» και όχι συνομιλίες για χάρη των συνομιλιών. Ωστόσο, η όλη του προσέγγιση έρχεται να υπονομεύσει ακριβώς αυτό τον στόχο. Έμμεσα ή άμεσα ο Έρχιουρμαν απορρίπτει άτυπη διευρυμένη συνάντηση χωρίς να υπάρξει προηγουμένως «απτή πρόοδος» στη Λευκωσία, απορρίπτει κατηγορηματικά να τεθεί στο τραπέζι το θέμα της αποχώρησης στρατευμάτων και ο τερματισμός των εγγυήσεων, κ.ά.

Όλα αυτά είναι προαπαιτούμενα που εκμηδενίζουν κάθε προοπτική για διαπραγματεύσεις. Ουσιαστικά ζητά από την ελληνοκυπριακή πλευρά να ικανοποιήσει όλα τα προαπαιτούμενα χωρίς καν να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Πρόκειται για μια στρατηγική που αντιστρέφει τη φύση των διαπραγματεύσεων: Η συμφωνία διευθέτησης να προηγηθεί των διαπραγματεύσεων, και όχι να προκύψει μέσα από αυτή.

Η αναφορά του σε «αθέμιτο πλεονέκτημα» της Κυπριακής Δημοκρατίας λόγω της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποκαλύπτει την απόλυτη έλλειψη σεβασμού στη διεθνή νομιμότητα. Η Κύπρος είναι αναγνωρισμένο κράτος-μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ε.Ε., ενώ το καθεστώς που εκπροσωπεί ο Έρχιουρμαν παραμένει διεθνώς μη αναγνωρισμένο για έναν απλούστατο λόγο: είναι προϊόν εισβολής και κατοχής. Γι’ αυτό, το να χαρακτηρίζει αυτή τη θεμελιώδη ασυμμετρία ως «αδικία» συνιστά επιχείρηση ανατροπής της ιστορικής και νομικής αλήθειας.

Ιδιαίτερα προβληματική είναι και η στάση του απέναντι στις διεθνείς πρωτοβουλίες. Η κριτική του για το έργο GSI ως «οικονομικά και πολιτικά ανέφικτο» και η καταγγελία των αμυντικών συμφωνιών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως «περιφρόνησης» των Τουρκοκυπρίων, αποκαλύπτουν μια νοοτροπία πολιορκίας. Κάθε προσπάθεια της νόμιμης Κυβέρνησης της Κύπρου να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα ερμηνεύεται ως «εχθρική ενέργεια». Επιπρόσθετα, η «αλληλεξάρτηση» που επικαλείται ως συνθήκη ειρήνης μεταφράζεται ως δικαίωμα βέτο της Άγκυρας σε κάθε περιφερειακή πρωτοβουλία.

Η αναφορά του στις περιφερειακές εξελίξεις και την «αυξανόμενη ισχύ των ΗΠΑ», προδίδει μια γεωπολιτική ανάγνωση του Κυπριακού που το μετατρέπει σε πεδίο ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, παρά σε ανθρωπιστικό πρόβλημα που αφορά δύο κοινότητες. Η δήλωσή του ότι αρνείται να θεωρηθούν οι Τουρκοκύπριοι «πιόνια στη διεθνή σκηνή» ακούγεται ειρωνική, όταν η ίδιά του η ρητορική ενσωματώνει απόλυτα τις τουρκικές θέσεις.

Η πρόταση για άνοιγμα οδοφραγμάτων και τοποθέτηση ηλιακών πάνελ στη νεκρή ζώνη, παρουσιάζεται ως απόδειξη «καλής θέλησης». Ωστόσο, πρόκειται για μικρά μέτρα που αποσκοπούν σε εμπέδωση σχέσεων καλής γειτονίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Το κατοχικό καθεστώς επιδιώκει να κερδίσει μικρές παραχωρήσεις που θα ενισχύσουν τη λειτουργικότητά του, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο το στάτους κβο.

Η διεθνής κοινότητα ευρύτερα, αλλά κυρίως η Μαρία Άνχελα Ολγκίν που θα τον συναντήσει, οφείλει να αποκωδικοποιήσει αυτή τη ρητορική και να την αντιμετωπίσει για αυτό που είναι: μια στρατηγική διαιώνισης της κατοχής μέσω της φαινομενικής αναζήτησης διαλόγου. Η «λύση» που επιδιώκει ο Έρχιουρμαν δεν είναι η επανένωση της Κύπρου αλλά η διεθνής αναγνώριση ενός ψευδοκράτους το οποίο στηρίζεται στην στρατιωτική βία.

Μία διαπραγμάτευση προϋποθέτει καλή πίστη και σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Όταν αυτά απουσιάζουν, οι «διαπραγματεύσεις» δεν είναι παρά θέατρο σκιών που καλύπτει την πραγματικότητα της κατοχής. Και αυτό ακριβώς αποκαλύπτει η συνέντευξη Έρχιουρμαν: ότι η πραγματική απειλή για τη λύση δεν είναι η απουσία διαλόγου, αλλά η παρουσία ενός ψευδοδιαλόγου που υπηρετεί την παγίωση του διχασμού.

Το Κυπριακό, όπως πολλές φορές έχει λεχθεί, χρειάζεται ηγέτες και ηγετικές ικανότητες. Πρωτίστως χρειάζεται ηγέτες που θα προσεγγίσουν το τραπέζι των διαπραγματεύσεων με πνεύμα συμβιβασμού και όχι με κατάλογο αξιώσεων. Ο Έρχιουρμαν με τη «νέα μεθοδολογία» που προτείνει, απλώς παρουσιάζει την παλιά αδιαλλαξία σε μια νέα συσκευασία.