Ασφαλώς και μετά από τις εξελίξεις της Πέμπτης είναι σαν να έφυγε ένα βάρος από πάνω μας. Το βάρος των μηδενικών εξελίξεων. Πήραμε μια ανάσα. Τώρα θα υπάρξει κινητικότητα.

Στην περίπτωση ενός προβλήματος κατοχής που θέλουμε να λήξει, είναι πολύ πιο ανακουφιστική από την απόλυτη αδράνεια. Που οφειλόταν ασφαλώς στην τουρκική πλευρά και όχι στην ελληνοκυπριακή, στον Πρόεδρο ή στους «λυσοφοβικούς». Έληξε κι αυτό.

Με την αποχώρηση του Τατάρ φάνηκε ποιος ευθυνόταν για την αδράνεια. Πήραν και εμπράκτως απάντηση όσοι στην πλευρά μας κατηγορούσαν ιδίως τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη, και προηγουμένως τον Αναστασιάδη, ότι έπρεπε να κάνει ενέργειες για να φέρει τους Τούρκους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, έπρεπε να είναι πιο ξεκάθαρες οι θέσεις του, να αποδεχτεί το πλαίσιο Γκουτέρες, να αποδεχτεί την πολιτική ισότητα, και άλλα τέτοια βλακωδώς αυτοκαταστροφικά.

Παρελθόν αυτά. Τώρα, που ξεκίνησε η νέα εποχή, τι έχουμε μπροστά μας; Έχουμε επί της διαδικασίας την θετική εξέλιξη ότι οι δυο πλευρές συνομιλούν, ανταλλάσσουν απόψεις και επιθυμίες. Κι αυτό είναι θετικό. Καλύτερα να μιλούν παρά να κρύβονται. Το άλλο είναι η κοινή δήλωση που εκδόθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη. Το πιο σημαντικό είναι αυτή η αναφορά:

«Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν ότι ο πραγματικός στόχος είναι η λύση του Κυπριακού προβλήματος με πολιτική ισότητα, όπως περιγράφεται στα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών».

Δεν μιλά ούτε για κυριαρχική ισότητα, ούτε για αριθμητική ισότητα. Αλλά, το πρόβλημα που οδηγούσε πάντα στο αδιέξοδο είναι η ερμηνεία που δίνει η κάθε πλευρά. Ιδίως, όμως, η τουρκική πλευρά. Κάτι που φάνηκε και με την δήλωση του Τουφάν Ερχιουρμάν, όταν σχολίαζε αυτή την αναφορά. Διευκρίνισε ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά ερμηνεύει την πολιτική ισότητα ως τη λήψη κοινών αποφάσεων σε θέματα «κοινής κυριαρχίας». Τι σημαίνει αυτό; Μπορούμε μόνο να υποθέσουμε. Ότι η λήψη κοινών αποφάσεων μπορεί να οδηγεί σε αυτό που πάντα ήταν η θέση τους.

Άλλωστε, το εξήγησε πολλές φορές ο ίδιος. Ότι καμία απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί στην ομοσπονδιακή δομή (σε όλα, δηλαδή) χωρίς τη θετική ψήφο τουλάχιστον ενός Τουρκοκύπριου αξιωματούχου. Η δική μας πλευρά -όσοι σκέφτονται δηλαδή, διότι έχουμε και πολλούς που δεν σκέφτονται- θεωρεί ότι αυτό θα ήταν συστατικό που θα οδηγούσε το κράτος σε παράλυση, όπως και το 60. Αλλά, το πρόβλημα είναι ότι το 1991, η πλευρά μας αποδέχτηκε να υιοθετηθεί με ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας η πολιτική ισότητα. Ήταν κι αυτό μια από τις παραχωρήσεις που έκαναν οι σοφοί μας με την προσδοκία της λύσης. Λύση γιοκ, αλλά η πολιτική ισότητα μας έμεινε.

Παρότι στο ψήφισμα και αργότερα στην έκθεση του Γενικού Γραμματέα διευκρινίζεται ότι πολιτική ισότητα δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα, η τουρκική πλευρά έχει την πολυτέλεια να την ερμηνεύει όπως θέλει. Τώρα, λοιπόν, η αναφορά στην κοινή δήλωση για την «πολιτική ισότητα, όπως περιγράφεται στα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας», αλλάζει την μονοκόμματη φρασεολογία του Τατάρ περί κυριαρχικής ισότητας, αλλά δεν φαίνεται να αλλάζει την ουσία. Αφού η ερμηνεία της τουρκικής πλευράς παραμένει αναλλοίωτη. Και αυτή δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά μόνο στον έλεγχο του κυπριακού κράτους από την Τουρκία μέσω των Τουρκοκυπρίων.

Αν σκοπός αυτής της αξίωσης ήταν η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας από την ελληνοκυπριακή πλειονότητα, η πρόταση του Νίκου Αναστασιάδη θα είχε γίνει αποδεχτεί. Είχε προτείνει να ισχύει ο όρος της μίας θετικής ψήφου όταν το ζήτημα για το οποίο θα λαμβάνεται απόφαση θα επηρεάζει τη μία ή την άλλη κοινότητα. Έτσι η «ομοσπονδιακή δομή» δεν θα μπορούσε να πάρει οποιαδήποτε απόφαση που θα ήταν εναντίον των συμφερόντων της μιας ή της άλλης κοινότητας. Στην πραγματικότητα δεν είναι αυτό που τους ενδιαφέρει. Αλλά, να μπλοκάρουν αποφάσεις, ειδικά για θέματα ενέργειας, οι οποίες δεν θα εξυπηρετούν την Τουρκία.

Αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολεί κι εμάς και τους Τουρκοκύπριους, αν θέλουμε φυσιολογικό κράτος, θα έπρεπε να ήταν να διασφαλιστεί η πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων με τρόπο που δεν θα εξουδετέρωνε την ισότητα των πολιτών και τη δημοκρατία. Αλλά, ούτε που απασχολεί κανέναν.