Η λεμονιά στην αυλή της Ζωούλας και του Σοφόκλη δεν ήταν μόνο το καμάρι της αυλής τους αλλά και του χωριού αφού εκεί, πέρα ψηλά στο βουνό δεν ευδοκιμούσαν τα εσπεριδοειδή. Να όμως που τούτη η λεμονιά, έπιασε, ψήλωνε και φούντωνε μέχρι που έφτασε στο ανώι και στην πάνω κάμαρη. Από το μπαλκονάκι αρκούσε να απλώσεις το χέρι σου για να κόψεις μυρωδάτα λεμόνια, αφού τα κλαδιά της ήταν φορτωμένα με τον κίτρινο πολύτιμο καρπό. Το Πάσχα μάζευαν τους λεμονανθούς για να τους απλώσουν στον Επιτάφιο, να μοσχομυρίσει το νεκρό σώμα του Χριστού.

Την οξινιά τούτη, την κουβάλησαν μέσα στο χώμα της, σαν ήταν ακόμη ένα μικρό κλαρί τότε που πήγαν για προσκύνημα στον Απόστολο Ανδρέα, στη μούττη της χερσονήσου της Καρπασίας, ως τζαμαί που φτάνει η Κύπρος. Οι βουνίσιοι ποτέ τους δεν είχαν χρησιμοποιήσει τη λέξη νησί, δεν υπήρχε καν στο λεξιλόγιο τους, ούτε είχαν καμιά σχέση με τη θάλασσα.

Για να εκπληρώσουν το τάμα τους στον Άγιο, ξεκίνησαν με άλλους χωριανούς κουβαλώντας παπλώματα, χαλούμια, ελιές και άλλες προμήθειες μαζί και τη νεογέννητη κόρη τους Ανδριάνα που είχαν ταμένη στο όνομά του. Μετά από μέρες έφτασαν στη χερσόνησο της Καρπασίας όπου έκπληκτοι αντίκρυσαν τη θάλασσα. «Θάλασσα, θάλασσα!» αναφώνησαν.

«Θωρείτε, ποτζεί που σηκώνεται ο νήλιος εν η Αραπιά, ενώ καρτζίν τζείν’ τα όρη στον Βορκάν, εν η Τουρτζιά». Αυτοί που μια ζωή δούλευαν τη γη και και την πέτρα, δεν είχαν ξαναδεί τόσο πολύ νερό. «Η θάλασσα εμούγκριζεν, σούρρου-σούρρου μες στα φκιά μας ούλλη νύχτα. Χαρκέσαι τζαι ήθελεν να μας καταπιεί».

Είχαν απλώσει τα παπλώματά τους έξω από το μοναστήρι για να κοιμηθούν, μα πού να τους πάρει ο ύπνος, «Θερκόν ανήμερον η θάλασσα. Τζ’ ο ήλιος το πουρνόν, εφκήκεν που μες στα νερά της. Εταΐσαν μας τζαι ψάριν, ένα άσπρον πράμαν, γεμάτον αγκάθκια, τζαι εσφίγγαμεν πουπάνω όξινον για να το φάμε. Χαρκέσαι, χορτάνει το πλάσμα με το ψάριν;».

Στην Καρπασία κάθε σπίτι είσιεν τζαι την οξινιάν του, τζαι τα περβόλια ήταν φορτωμένα πορτοκάλια τζαι λεμόνια. Είχαν τζαι τις δεξαμενές τζαι τους λάκκους τους. Εφκάλλαν το νερόν με το αλακάτιν τζαι τον ανεμόμυλον. Αφού ανάψαν τες λαμπάδες τους, επροσκυνήσαν τζαι ελειτουργηθήκαν, εσυνάξαν τους μποξιάδες τους τζαι επιάσαν τον δρόμον της επιστροφής, φορτωμένοι με μιαν μιτσιάν οξινούαν, τζαι μιαν κοφίναν πορτοκάλια για να διούν πεσκέσι στους χωρκανούς, μαζί με το αγίασμαν που το μοναστήρι.

Ήταν τόσος ο καμός του Σοφόκλη να πιάσει η οξινιά του που την επρόσεχεν όσον τζαι τες κόρες του. Εφύτεψεν την σε φωτεινό μέρος στην αυλή ώστε να την πιάνει ο ήλιος αλλά τζαι να κόφκει άμαν επιάναν οι βορκάδες τζαι η γυαλλίτσα τους σιειμώνες, εσιέπαζεν τη με πατανίες, να μεν ριάσει τζαι να ξεράνει. Τζαι τζείνη άντεξεν, ερίζωσεν στην γην τζ εμεγάλωννεν μαζί με τις δκυό κορούες του, που εγίναν κοπέλλες της παντρειάς.

Τα κλωνιά της εφτάνναν ως την πάνω κάμαρην. Πριν να ’ρτει ο ηλεκτρισμός στο χωρκόν τζαι νάχουν ψυγεία, εσκάφταν μες στο χώμαν. Τζειμέσα εθάφκασιν τα όξινα για να τους βρίσκουνται τα καλοτζαίρκα τζαι σε ώραν ανάγκης. Έρκουνταν οι χωρκανές τζαι εφέρναν της Ζωούλλας τζυδώνια, καρυδάκια ή ότι άλλο εποχιακό είχαν γιόρκιν τζαι τζείνη εδίαν τους όξινα, να κάμουν αυκολέμονο σ’ έναν άρρωστο ή άμαν ήταν να κατεβούν στην πόλη με το Πουλλάκι, το λεωφορείο της γραμμής, επαίρναν μαζί τους έναν λεμόνιν τζαι εξύζαν το τζαι εμυρίζουνταν το για να μεν γυρίζει η κκελέ τους ή να αναουλιάζουνται στον δρόμον. Δρόμος μακρύς, ούλλον κρεμμούς.

Με το που μπήκεν ο νέος χρόνος έβρεσιεν σιονωτά, πουμπουρκές, τζαι ’στραπές. Οι αθρώποι εβαωθήκαν έσσω τους, δίπλα στην τσιμινιάν τζαι ακόμα τζαι την ημέρα των Θεοφανίων, τα κοπελλούδκια εν εγυρίσαν τα σπίθκια να πουν τα Φωτοκάλαντα τζαι να ζητήσουν την πουλουστρίναν. Εξημέρωνεν τ’ Άϊ Γιαννιού, αντάν τζ ακούστηκεν ένας βρόντος τζαι εσούστηκεν ο τόπος. Ενομίσαν πως ήταν οι Καλικάντζαροι που εφεύκασιν να παν στ’ ανάθεμαν.

Ήταν το σπίτι του Σοφόκλη τζαι της Ζωούλλας, στο έμπα του χωρκού, που έππεσεν. Εβουρήσαν οι χωρκανοί μες στην βροσιήν τζαι εσκάφταν με τες τσάππες τζαι τα σιέρκα τους, να έβρουν τα πλάσματα που ετζοιμούνταν τζέιν’ την ώραν στη μονή τους.

Μα ο σταυρός, η Παναγία τζαι το μπουκαλλούιν με τ’ αγίασμαν που τον Απόστολον Αντρέαν, που είχαν κρεμασμένα στην τζεφαλαρκάν της καρκόλας, εκάμαν το θαύμα τους. Ήβραν τους κασιουρωμένους κάτω που το πάπλωμαν, με τη λεμονιάν πουπανωθκιόν τους να βαστά τα βολίτζια στον χοντρόν κορμόν της.

Η εφημερίδα έγραφε την άλλην ημέρα πως σε χωριό της επαρχίας Λεμεσού μετά από κατολίσθηση, ζευγάρι ηλικιωμένων κατοίκων σώθηκαν, ως εκ θαύματος, αφού τους βρήκαν χωρίς το παραμικρό γδάρσιμο στη γωνιά του σπιτιού, εγκλωβισμένους στο κρεβάτι τους. Η εφημερίδα δεν έγραψε όμως πως σώθηκαν χάρη στον κορμό της λεμονιάς της οποίας τα λεμόνια ήταν τα τελευταία του χωριού.
Καλή Νέα Χρονιά με μυρωδάτα λεμόνια!

dena.toumazi@gmail.com