Αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου είναι η πρόσφατη εισδοχή στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς για στρατιωτική εκπαίδευση των νέων που συμπλήρωσαν το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους. Πρόκειται για μια υποχρεωτική διαδικασία, η οποία επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο στις πρώτες μέρες του Ιουλίου, ώστε όλοι οι νέοι να είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν την πατρίδα μας μαζί με το σύνολο φυσικά του πληθυσμού. 
Σύμφωνα με τη λατινική ρήση, si vis pacem, para bellum, δηλ. αν επιθυμείς ειρήνη, προετοίμαζε πόλεμο. Κι εμείς, για τέσσερις και πλέον δεκαετίες δεν έχουμε ειρήνη, αφού ο εχθρός μας δεν είναι «προ των πυλών» (ante portas), αλλά είναι εισβολέας και κατακτητής «πατρώων» εδαφών.  Δεν αναζητούμε, βέβαια, την ειρήνη, για να βρισκόμαστε σε πόλεμο, αλλά θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για πόλεμο, για να έχουμε ειρήνη, λέγει ο ιερός Αυγουστίνος. 
          Η ειρήνη είναι αναμφίβολα από τα βασικότερα αγαθά στη ζωή, γι’  αυτό και περιλαμβάνεται στις ευχές των ανθρώπων διαχρονικά. Η Εκκλησία έχει την ειρήνη στις πρώτες προτεραιότητές της, γι’ αυτό κι εύχεται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου». Όμως, «ειρήνης αισχράς», γράφει ο ρήτορας Δημοσθένης, «αιρετώτερος πόλεμος ένδοξος». Ανάλογη είναι η άποψη και του Λατίνου συγγραφέα Τάκιτου, ο οποίος σημειώνει ότι «ο πόλεμος είναι καλύτερος μιας άθλιας ειρήνης». Κανείς δεν είναι τόσο ανόητος, γράφει ο ιστορικός Ηρόδοτος, ώστε να προτιμά τον πόλεμο από την ειρήνη, διότι στην ειρήνη τα παιδιά θάβουν τους γονείς τους, ενώ στον πόλεμο οι γονείς θάβουν τα παιδιά τους.
         Συνεπώς, όσο εξαρτάται από εμάς, θα πρέπει να ζούμε και να συμπεριφερόμαστε με τρόπο που να αποτρέπουμε τον πόλεμο στις μεταξύ μας διακρατικές σχέσεις. Όμως, ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγει κανείς τον πόλεμο, είναι να μην τον αποκλείει, παρατηρεί εύστοχα ο Κερκυραίος πολιτικός Σπύρος Μαρκεζίνης. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, όπου ο πόλεμος θεωρείται «εξαγώγιμο» μέσο για την αντιμετώπιση δυσμενών εσωτερικών πολιτικών καταστάσεων. «Ο πόλεμος», γράφει η φιλόλογος Σύρμω Καπούτση, «επιλέγεται από ηγέτες, όταν θέλουν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη από τα μεγάλα προβλήματα που την απασχολούν. Η εφεύρεση ενός εχθρού μεταθέτει το κέντρο βάρους από την εσωτερική πολιτική κατάσταση σε εξωτερικά ζητήματα». Στη δική μας περίπτωση είναι και τα γεωστρατηγικά σχέδια ενός λαού με ασιατική προέλευση, ο οποίος φιλοδοξεί να αναβιώσει την «εκλιπούσα» οθωμανική αυτοκρατορία και απεγνωσμένα επιδιώκει να καταστεί ο «ηγεμόνας» της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής. 
         Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να έχει θέση στη σκέψη και στο στόμα μας, ιδιαίτερα των «κληρωτών» νέων το «ρητορικό» ερώτημα, που θέτει ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας την Α΄ προς Θεσσαλονικείς επιστολή του Απ. Παύλου: «Γιατί μας οπλίζεις, ενώ δεν είναι πόλεμος; Γιατί μας δημιουργείς χωρίς λόγο δυσκολίες; Θωρακίζεις (εκπαιδεύεις) τους στρατιώτες, ενώ θα έπρεπε να αναπαύονται και να ξεκουράζονται». Όμως, παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος,  «και αν ακόμη δεν υπάρχει πόλεμος,  θα πρέπει να φροντίζουμε τα 
πράγματα του πολέμου. Γιατί όποιος φροντίζει στον καιρό της ειρήνης τα πράγματα της μάχης, θα είναι φοβερός στον καιρό του πολέμου, όποιος όμως είναι άπειρος των πολεμικών πραγμάτων περισσότερο θα θορυβηθεί και σε καιρό ειρήνης. Γιατί τέλος πάντων; Γιατί θα δακρύσει και θα στενοχωρηθεί, επειδή δεν θα μπορεί να υπερασπιστεί αυτά που έχει. Τα κτήματα λοιπόν του δειλού, του άπειρου και του απαίδευτου για τις μάχες ανήκουν μόνο στους ανδρείους και σ’  αυτούς που γνωρίζουν να πολεμούν». 
         Η παρούσα κατάσταση, η οποία αιφνιδιαστικά μας επιβλήθηκε το θλιβερό εκείνο καλοκαίρι του 1974, ως αποτέλεσμα της προδοσίας και της πολεμικής ανετοιμότητάς μας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περίοδος ειρήνης, γι’  αυτό και δεν θα πρέπει να εφησυχάζουμε, θέτοντας σε κίνδυνο και ό,τι μας απέλιπε. Κι όμως υπάρχουν άνθρωποι ανάμεσά μας, οι οποίοι συμβιβάστηκαν με την παρούσα κατάσταση, ζουν με την ψευδαίσθηση ότι διανύουμε περίοδο ειρήνης, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι στο βόρειο τμήμα της Πατρίδας μας είναι ακόμη οι χιλιάδες εισβολείς με όλο τον σύγχρονο οπλισμό τους και ότι για να επισκεφθούμε τις κατεχόμενες εστίες μας θα πρέπει να περάσουμε από τον ελεγχο των κατακτητών και των εγκάθετών τους. Και δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που αλλοίωσαν την έννοια της ειρήνης και συναγελάζονται με τους «αδελφούς» μας στο βόρειο τήμα της Πατρίδας μας και τους «κατά συρροήν» εποίκους από την Ανατολία.
         Με αυτά που γράφουμε, ασφαλώς δεν εισηγούμαστε και δεν προτρέπουμε κανένα να «ζωστεί τ’ άρματα» και να κατασκηνώσει στη γραμμή αντιπαράθεσης, γιατί αυτό θα συνιστούσε αυτοκτονία και θρυαλλίδα στην εύφλεκτη κατάσταση που διανύουμε. Αυτό θα ήθελε ο εχθρός μας: Μία δεύτερη ευκαιρία για να ολοκληρώσει το έγκλημα σε βάρος μας. Γι’  αυτό θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μην παίζουμε με τη φωτιά. Δεν θα πρέπει να μας παραπλανά η παρούσα φαινομενική ειρήνη. Οφείλουμε να είμαστε σε διαρκή εγρήγορση, γιατί δεν ξέρουμε σε ποια νυχτερινή ώρα μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με τον εχθρό. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, είμαστε σε μία «λανθάνουσα» πολεμική κατάσταση και άρα «κατ’ ευφημισμό» ειρήνη. 
         Συνεπώς, θα πρέπει να θεωρείται αναγκαία η στράτευση των νέων και εξίσου αναγκαία η περιοδική εκπαίδευση των εφέδρων, για να είμαστε όλοι ετοιμοπόλεμοι, με την ευχή να μη βρεθούμε στην απευκταία περίπτωση να εμπλακούμε σε μία ανεπιθύμητη σύγκρουση. Σε καμία περίπτωση η στρατιωτική θητεία και η εκπαίδευση δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως αγγαρεία. Ως τότε όμως, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ποιοι βρίσκονται στην αντίπερα όχθη του Ρουβίκωνα. 

* Ο Ανδρέας Ν. Παπαβασιλείου είναι Διδάκτωρ Θεολογίας.