Παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα στο προεκλογικό αλλά και στο ευρύτερο πολιτικό μας γίγνεσθαι, μεταξύ άλλων, κάποιος μπορεί να διακρίνει και να αποτυπώσει ξεκάθαρα χαρακτηρισμούς και έννοιες όπως διαφθορά, νεποτισμός, πολιτικός αμοραλισμός. Οι πιο πάνω χαρακτηρισμοί έχουν κατά γενική ομολογία ένα αρνητικό πρόσημο και σε μεγάλο βαθμό ιχνηλατούν τη φυσιογνωμία του πολιτικού μας συστήματος, αφήνοντας αισθητά και οδυνηρά το αποτύπωμά τους στη διαμόρφωση της πολιτείας και της κοινωνίας μας.
Η διαφθορά φθείρει την αξιοπιστία, αποδυναμώνει τη δημοκρατία, παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη, ενώ στον αντίποδα, ενισχύει την ανισότητα, τη φτώχεια και τον κοινωνικό διχασμό. Η αποκάλυψη της διαφθοράς και η λογοδοσία του διεφθαρμένου μπορεί να επισυμβεί μόνο αν και εφόσον κατανοήσουμε τον τρόπο λειτουργίας της διαφθοράς και τα κατεστημένα, τα οποία την παράγουν και την προάγουν.
Συνεπώς, διεφθαρμένος μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε εκλελεγμένος αξιωματούχος, ή οποιοσδήποτε διορισμένος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, στον οποίο έχει ανατεθεί εξουσία. Συνήθως, η κατάχρηση συνίσταται στην αυθαίρετη και άνομη, κατά κανόνα, μυστική απόκτηση ιδιωτικής περιουσίας ή αποκόμιση κάποιου άλλου ιδιωτικού κέρδους. Όλες οι μορφές κυβερνήσεων είναι ευάλωτες στη διαφθορά και την πολιτική δωροδοκία. Οι μορφές διαφθοράς ποικίλλουν και συμπεριλαμβάνουν τη δωροδοκία, τον εκβιασμό, τον νεποτισμό, την υπεξαίρεση χρημάτων, την δωροληψία και την κατάχρηση.
Συγκεκριμένα, ο όρος νεποτισμός προέρχεται από τη λατινική λέξη nepos (γεν. nepotis) που σημαίνει «ανεψιός» ή «εγγονός». Το φαινόμενο εξωτερικεύεται με τη μεταβίβαση αξιωμάτων σε συγγενείς και φίλους, αλλά και σε πολιτικούς δελφίνους. Αποτελεί την κατάχρηση από μέρους κάποιου, του πόστου ή του αξιώματος που καταλαμβάνει, προκειμένου να προωθήσει όμορα πρόσωπα σε τοποθετήσεις και οφίκια, χωρίς αξιοκρατικά και αντικειμενικά κριτήρια και πρωτίστως χωρίς αντικειμενικό τεκμήριο. Επιπλέον, ο νεποτισμός παρουσιάζεται πολλές φορές ως αποτέλεσμα εκλογικής διαδικασίας και μπορεί να είναι καταφανώς σκόπιμος ή να καλύπτεται κάτω από ιστορικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς περιορισμούς…
Σε ανάλογο πλαίσιο, «αμοραλισμός είναι η απόρριψη των ηθικών κανόνων και ευρύτερα ο τρόπος συμπεριφοράς, ζωής και λειτουργίας, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικών ενδοιασμών». Κατ’ ακολουθίαν, αμοραλιστής είναι ο ανήθικος, αυτός δηλαδή που αρνιέται και δεν αποδέχεται τις ηθικές αξίες, ενώ επιπροσθέτως, έπειτα από μία παράνομη πράξη, δεν αισθάνεται τις οποιεσδήποτε τύψεις. Αμοραλισμός στην πολιτική είναι μεταξύ άλλων και η εσκεμμένη θεσμοθέτηση μέτρων και λήψη αποφάσεων που ενώ μπορεί να εμφανίζονται τεχνητά και επικοινωνιακά ως «κοινωνικά δίκαια» πλην όμως εγκρύπτουν αλλότριους σκοπούς, οι οποίοι πόρρω απέχουν από την απόδοση κοινωνικής ή άλλης δικαιοσύνης. Με άλλα λόγια, στην πολιτική ο αμοραλισμός εκφράζεται ως μια μορφή μακιαβελισμού (Ν. Μακιαβέλλι, «Ο ηγεμόνας»), που συνεπάγεται την επιδίωξη και τη διατήρηση, πάση θυσία και ανεξαρτήτως του οποιουδήποτε κόστους, της εξουσίας. Συμπληρώνοντας τον κυνισμό και τον τυχοδιωκτισμό, ο αμοραλισμός συνθέτει κατά κάποιο τρόπο το «ηθικό» υπόβαθρο του φασισμού, όχι κατ’ ανάγκη ως πολιτικής ιδεολογίας, αλλά ως εξωτερίκευσης κοινωνικού (μικρό)φασισμού.
Συνεπακόλουθα, βλέπουμε αφενός μεγάλη μερίδα των πολιτών να διακρίνει και να βδελύσσεται το πολιτικό κατεστημένο με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, αφετέρου δε, βλέπουμε το ίδιο το κατεστημένο να αποδεικνύεται ανθεκτικό και να μπορεί να επιβάλλει, με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο, σε επαρκή μερίδα των πολιτών, τα δικά του τετελεσμένα και τη δική του κατεύθυνση και εντέλει να μείνει αλώβητο και ανενόχλητο στον επιβλαβή ρολό που διαδραματίζει.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, αντί επιλόγου θα ήθελα να επαναλάβω, δανειζόμενος για πολλοστή φορά τη ρήση του μέγιστου Μάνου Χατζιδάκι: «Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει ή ομορφιά.»
*Λέκτορας Επικοινωνίας, Σύμβουλος Εταιρικής Επικοινωνίας, Ερευνητής