Οι θεσμοί εξωδικαστικού ελέγχου της διοίκησης, όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο/η Γενικός Ελεγκτής, ο/η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ο/η Επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, συνιστούν σχετικά νέους θεσμούς παρακολούθησης και αξιολόγησης της διοικητικής και, ευρύτερα, της κρατικής δράσης.

Σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, στο οποίο βασικό ζητούμενο είναι ο έλεγχος της άσκησης δημόσιας εξουσίας, η ύπαρξη τέτοιων ισχυρών και αποτελεσματικών θεσμών περιορίζει τις πράξεις αυθαιρεσίας, κακοδιοίκησης και κακοδιαχείρισης, ενισχύει τη λογοδοσία, συμβάλλει στην ορθή άσκηση των κρατικών λειτουργιών και ενισχύει την προστασία του δημόσιου συμφέροντος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέσω της διαρκούς, ευέλικτης, ταχείας και φιλικής προς τους πολίτες παρακολούθησης και παρέμβασης στα θέματα που εμπίπτουν στη νομοθετικά καθορισμένη σφαίρα των αρμοδιοτήτων τους.

Βασικό χαρακτηριστικό, που τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται με επάρκεια και αποδοτικότητα στις αρμοδιότητές τους, συνιστά η ανεξαρτησία τους, αφού παρότι είναι ενταγμένοι στο νομικό πρόσωπο του κράτους, δεν υπάγονται σε ιεραρχικό έλεγχο ή διοικητική εποπτεία, δεν λαμβάνουν οδηγίες ή εντολές οποιουδήποτε είδους και οι αποφάσεις τους δεν υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας ή σκοπιμότητας.

Οι εξωδικαστικοί θεσμοί ελέγχου, δεν ασκούν οι ίδιοι κρατικοί εξουσία, δηλαδή δεν διοικούν, δεν νομοθετούν και δεν διατάσσουν, μέσω της έκδοσης δεσμευτικών αποφάσεων, αλλά γνωμοδοτούν, υποδεικνύουν, εισηγούνται και διαβουλεύονται, χωρίς οι γνωμοδοτήσεις και οι συστάσεις τους να έχουν άμεση και υποχρεωτική ισχύ. Εναπόκειται, επομένως, στις εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές να αποφασίσουν κατά πόσο θα συμμορφωθούν ή όχι προς τις υποδείξεις και εάν θα εφαρμόσουν τα προτεινόμενα προληπτικά ή επανορθωτικά μέτρα. Προϋποτίθεται, συνεπώς, η καλή συνεργασία μεταξύ θεσμών και δημόσιων αρχών, κάτι που ωστόσο δεν είναι πάντα δεδομένο, ιδίως όταν ελλείπει η πολιτική βούληση ή όταν οι δημόσιες αρχές εκλαμβάνουν τις αποφάσεις ή δράσεις των θεσμών ως περιορισμούς ή εμπόδια στην άσκηση των δικών τους πολιτικών, πρακτικών ή συμπεριφορών και τις αντιμετωπίζουν με δυσπιστία ή εχθρότητα.

Καθίσταται, συνεπώς, σαφές το γιατί οι εξωδικαστικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί δεν διαθέτουν άλλο τρόπο αποτελεσματικής και αποδοτικής άσκησης των καθηκόντων τους, παρά μόνο, αφενός με την ποιότητα, πληρότητα και πειστικότητα της δουλειάς και των παρεμβάσεων τους, και αφετέρου με την άσκηση δημόσιας πίεσης, μέσω της συνεχούς πληροφόρησης και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης. Άλλωστε, αποτελεί θεμελιώδη αποστολή των εν λόγω μηχανισμών το να γεφυρώνουν την απόσταση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, συμβάλλοντας στην ενδυνάμωση του ατόμου ως πολίτη και ενισχύοντας, έτσι, τη συμμετοχική διακυβέρνηση, κάτι που είναι εξαιρετικά σημαντικό, ιδίως σε περιόδους πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων, που εντείνουν την καχυποψία και την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος.

Ας υπογραμμιστεί, επίσης, ότι η ελεύθερη πληροφόρηση αποτελεί δικαίωμα των πολιτών, που εμπεριέχεται στην ελευθερία της έκφρασης, η οποία, όπως έχει κατ’ επανάληψη υποδείξει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συνιστά ένα από τα θεμέλια κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Ιδίως μάλιστα σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και δημοσίου διαλόγου, θα πρέπει να είναι αναμενόμενη και να γίνεται ανεκτή η άσκηση κριτικής εναντίον της κυβέρνησης, των πολιτικών προσώπων ή των τοπικών αρχών και όταν ακόμη συνοδεύεται από σκληρή γλώσσα, υπερβολή ή και πρόκληση.

Έπεται ότι, δεν αρκεί η απλή δημοσιοποίηση των θέσεων των εξωδικαστικών θεσμών ελέγχου, αλλά επιβάλλεται η αναγνωρισιμότητα των επικεφαλής τους, η συχνή δημόσια παρουσία τους, η συμμετοχή τους στον ανοιχτό δημόσιο διάλογο, η επαφή τους με την κοινωνία των πολιτών, η χρησιμοποίηση της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η ανάπτυξη πειστικής ή ακόμα και πιεστικής, επιτακτικής και έντονης, όπου απαιτείται, επιχειρηματολογίας. Και παρόλο που οι επικεφαλής απολύονται ή αποχωρούν από τη θέση τους μόνο για τους λόγους και με τον τρόπο που ισχύει για τους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, το χαρακτηριστικό αυτό τους διαφοροποιεί ουσιωδώς από τους δικαστές, των οποίων η δεσμευτικότητα των αποφάσεων είναι κατοχυρωμένη, και οι οποίοι, συνεπώς, δεν έχουν ανάγκη οποιασδήποτε δημόσιας παρέμβασης, αποδοχής, καταξίωσης ή «δημοφιλίας», όπως εμφαντικά αναφέρεται στην απόφαση παύσης του Γενικού Ελεγκτή.

Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή γίνουν αποδεκτοί οποιοιδήποτε στενοί, δυσανάλογοι ή αυθαίρετοι περιορισμοί στον τρόπο, στην ένταση ή στο ύφος που επιλέγουν οι εξωδικαστικοί μηχανισμοί ελέγχου να ασκούν δημόσια πίεση, ώστε να είναι αποτελεσματικοί στον έλεγχο που ασκούν, τότε θα αφεθούν να εκπληρώνουν τον πολύτιμο ρόλο τους μόνο προσχηματικά, διακοσμητικά και κατ’ επίφαση, εις βάρος του κράτους δίκαιου και της ποιότητας της ίδιας της δημοκρατίας.

Νομικός – Συγγραφέας