Την περασμένη βδομάδα ξεκίνησε η δημόσια διαβούλευση για το προτεινόμενο από το Υπουργείο Εσωτερικών νομοσχέδιο σε εφαρμογή του Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, υπήρξε μεγάλη συζήτηση όταν μέσα από τον Κανονισμό τέθηκε στο προσκήνιο -έστω υπό μορφή εξαίρεσης- η νομιμοποίηση της παρακολούθησης δημοσιογράφων μέσω ειδικού λογισμικού παρεμβατικής παρακολούθησης.

Το θέμα δεν είναι μόνο νομικό, ούτε αφορά μόνο τους δημοσιογράφους. Έχει μεν στο επίκεντρό του τον δημοσιογραφικό κόσμο, αφορά όμως ολόκληρη την Κοινωνία , αφορά την ίδια την Δημοκρατία. Για αυτό και είναι σημαντικό να τεθούν οι βασικές παράμετροι του ζητήματος, σε γλώσσα κατανοητή για τον μέσο άνθρωπο.

Το πρώτο που θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι ο Κανονισμός θεσπίστηκε ως απάντηση στην ανάγκη να εναρμονιστούν οι εθνικοί κανόνες που σχετίζονται με την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης και τη συντακτική ανεξαρτησία. Ο Κανονισμός , μεταξύ άλλων, καθορίζει ως κανόνα ότι απαγορεύονται οι παρακολουθήσεις δημοσιογράφων. Ρυθμίζει παράλληλα την εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, πότε δηλαδή και υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπονται οι παρακολουθήσεις. Σαφώς και τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να ακολουθήσουν την εξαίρεση. Σαφώς και τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν ακόμη αυστηρότερους κανόνες.

Το δεύτερο που θα πρέπει να γνωρίζει κάποιος είναι ότι, ενώ ο Κανονισμός θέτει ένα ελάχιστο πλαίσιο προστασίας, δεν καταργεί , ούτε αντικαθιστά τη νομοθεσία που ισχύει σε κάθε κράτος μέλος σε σχέση με το ζήτημα. Με απλά λόγια, στην Κύπρο είναι καθορισμένο από το Σύνταγμα το πότε μπορεί να ζητηθεί δικαστικό διάταγμα για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας οποιουδήποτε προσώπου.

Το πλαίσιο αυτό είναι αυστηρότερο από το πλαίσιο που θέτει ο Κανονισμός. Δεν μπορεί με Νόμο να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής για κανένα άτομο, πόσω μάλλον για μία ομάδα ατόμων που θα έπρεπε να τυγχάνουν αυξημένης προστασίας. Ούτε μπορεί ο Κανονισμός, που θεσπίστηκε μεταξύ άλλων για να προστατεύσει τους δημοσιογράφους και τις πηγές τους, να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για να πετύχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα.

Οι παρακολουθήσεις είναι όμως μόνο μία από τις πτυχές του θέματος. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο έφερε και πάλι στην επιφάνεια ένα ζήτημα που θα έπρεπε η Πολιτεία εδώ και χρόνια να είχε θέσει πολύ ψηλά στις προτεραιότητές της. Το ζήτημα της ρύθμισης του πλαισίου λειτουργίας των Μέσων Ενημέρωσης στη χώρα μας.

Είναι αδιανόητο, να έχουμε σχεδόν διανύσει το ένα τέταρτο του εικοστού πρώτου αιώνα και να λειτουργούμε μέσα σε ένα νομοθετικό πλαίσιο της δεκαετίας του 1980. Όταν μάλιστα οι τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο και την ταχύτητα διακίνησης της πληροφόρησης και μαζί βεβαίως της ενημέρωσης.

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το σκηνικό έχει αλλάξει άρδην. Η δημοσιογραφία καλείται να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον που δε θυμίζει σε τίποτα το περιβάλλον που υπήρχε πριν είκοσι ή ακόμη και πριν δέκα χρόνια.

Απαιτούμε -πολύ σωστά- από τους δημοσιογράφους και τα Μέσα Ενημέρωσης να λειτουργούν με σοβαρότητα και επαγγελματισμό. Απαιτούμε -δικαιωματικά- να διασφαλίζεται η πολυφωνία, η ανεξαρτησία και η αμεροληψία. Την ίδια στιγμή, οφείλουμε ως Πολιτεία να υψώσουμε ένα υψηλό δίκτυ προστασίας γύρω από το λειτούργημά τους. Οφείλουμε να προσεγγίσουμε και να ρυθμίσουμε τα ζητήματα σφαιρικά και ολιστικά.

Βιωσιμότητα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ιδιοκτησιακό καθεστώς και συγκεντρώσεις Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ρύθμιση των διαδικασιών χρηματοδότησης, διαφάνεια στην χρηματοδότηση , στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και στους πραγματικούς δικαιούχους. Καθεστώς εργοδότησης και εργασιακές σχέσεις των δημοσιογράφων. Σύγκρουση συμφερόντων, δημοσιογραφικό απόρρητο, αναγνώριση και ρύθμιση όλων των μέσων και όλων των μορφών δημοσιογραφίας και ενημέρωσης, περιλαμβανομένων βεβαίως των ψηφιακών μέσων. Χειραγώγηση της κοινής γνώμης και ψευδείς ειδήσεις, ιδιαίτερα στο ψηφιακό περιβάλλον. Αυτά είναι μόνο κάποια από τα ζητήματα που χρήζουν ρύθμισης. Μέσα από ένα ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο. Και όχι αποσπασματικά και βεβιασμένα, κάθε φορά που καλούμαστε να εφαρμόσουμε έναν ευρωπαϊκό Κανονισμό ή να εναρμονίσουμε μία ευρωπαϊκή Οδηγία.

Αυτό που πιστεύω είναι σημαντικό να αντιληφθούμε, είναι ότι η ελευθερία των ΜΜΕ δεν αφορά μόνο την ελευθερία της έκφρασης των δημοσιογράφων. Ούτε μόνο το δικαίωμα των πολιτών στην ενημέρωση. Αφορά έναν σημαντικό, σημαντικότατο πυλώνα του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Αν δε ρυθμιστεί ή αν ρυθμιστεί λανθασμένα θα μετατραπεί από πυλώνας της Δημοκρατίας σε υπονομευτή της.

Αυτόν τον πυλώνα οφείλουμε να προστατεύσουμε. Με ενιαία νομοθετική ρύθμιση που θα κατοχυρώνει, θα ενδυναμώνει και θα στηρίζει τη δημοσιογραφία σε όλες τις μορφές της, για να μπορεί με την σειρά της να στέκεται με πραγματική ανεξαρτησία και αμεροληψία στο ύψος των περιστάσεων και να υπηρετεί αυτό το οποίο τάχθηκε να υπηρετεί. Ας αναλάβουμε λοιπόν όλοι οι φορείς, στο μέτρο που μας αναλογεί τις ευθύνες μας.

Δικηγόρος, Πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου