Η απόφαση του ΕΔΔΑ που καταλογίζει ευθύνες στην Εισαγγελία και η υπόθεση Ντόριας Βαρωσιώτου, πέραν των νομικών και πολιτικών πτυχών, θέτουν επί τάπητος το κεφάλαιο «Δικαιοσύνη και Επικοινωνία». Είναι η ισχυρή άποψη του γράφοντος ότι, αν το ζήτημα τούτο βρει εφαρμογή σε μορφή και περιεχόμενο που δεν θα εκφεύγουν του θεσμικού ρόλου της Δικαστικής Εξουσίας και της Εισαγγελίας, θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση τού modus operandi (τρόπου ενεργείας, συμπεριφοράς), θα περιορίσει λανθασμένες και αυθαίρετες ερμηνείες, που ενισχύουν την επικίνδυνη απαξίωση των πολιτών προς τους θεσμούς, η οποία, όχι αναίτια και αδικαιολόγητα, δεν αφήνει πλέον ανεπηρέαστη ούτε τη Δικαιοσύνη. 

Παρωχημένη η παραδοσιακή αντίληψη

Ισχύει εδώ και χρόνια η αντίληψη ότι η Δικαστική Εξουσία, προκειμένου να λειτουργεί αντικειμενικά και χωρίς κανέναν έξωθεν επηρεασμό, πρέπει να απέχει πλήρως από κάθε μορφής επικοινωνία με τους πολίτες. Χρόνια τώρα οι δικαστές παρουσιάζουν εικόνα απόμακρων, χωρίς συναισθήματα ανθρώπων, αυστηρώς περιχαρακωμένων σ’ ένα δικό τους βασίλειο. Φράσεις όπως «η Δικαιοσύνη δεν συνομιλεί, αποφασίζει», ή «δεν τίθεται θέμα διάλογου, ούτε ανταλλαγής απόψεων για μία δικαστική απόφαση», ακούγονται συχνά στο παρασκήνιο, για να δικαιολογήσουν την επικρατούσα αντίληψη.

Θα πείτε, και τί εισηγείσαι, μήπως να γίνουν και οι δικαστικοί πρωταγωνιστές των τηλεοπτικών παραθύρων; Να δίνουν συνεντεύξεις και να κάμνουν αναρτήσεις στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ); Μα, όχι βέβαια. Στη ζωή, ξέρετε, δεν υπάρχει μόνο το άσπρο και το μαύρο, δεν λειτουργούν όλα στον αστερισμό του μανιχαϊσμού (καλό-κακό, ορθό-λάθος). Υπάρχει πάντα το υπέροχο Ελληνικόν Μέτρον. 

Γιατί είναι αναγκαία η αλλαγή;

Η εποχή τής κατ’ επιλογήν ενημέρωσης, του μονοπωλίου, της ελεγχόμενης πληροφόρησης, της φιλτραρισμένης, έγκυρης και πιο δεοντολογικής, αν θέλετε, διάχυσης της είδησης παρήλθε ανεπιστρεπτί. Η Τεχνολογία επέβαλε τους δικούς της κανόνες. Με ένα κινητό στο χέρι ο πολίτης μετατρέπεται σε δημοσιογράφο, κινηματογραφιστή, ρεπόρτερ. Σ’ αυτό το νέο περιβάλλον, όποιος πει «εμένα δεν με ενδιαφέρει αυτή η καινούργια μόδα», «εγώ δεν συμμετέχω», πάει, έχασε το τραίνο. Κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα, οργανισμοί, εταιρείες σε όλο τον κόσμο έχουν από πολλού προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Είναι γι’ αυτό που ο γράφων θέτει επί τάπητος και την ανάγκη αναθεώρησης της παραδοσιακής αντίληψης των δικαστικών στο θέμα της επικοινωνιακής τους σχέσης με την κοινωνία. Τούτο μπορεί να εφαρμοστεί με τη βοήθεια ειδικών επικοινωνιολόγων, χωρίς να επηρεάζεται η αναγκαία, ανεπηρέαστη από την όποια περιρρέουσα δικαστική κρίση. Αν, αντιθέτως, συνεχιστεί η σημερινή απομόνωση και περιχαράκωση, θα ενισχύεται συνεχώς η καχυποψία, η σπέκουλα, η συνωμοσιολογία, η αμφισβήτηση. 

Ας μιλήσουμε με παραδείγματα

Τι συγκεκριμένα θα μπορούσε να γίνει στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις; Στην περίπτωση Βαρωσιώτου, εκδηλώθηκε το καθολικό αίτημα, να δημοσιοποιηθεί το σκεπτικό της απόφασης, για να μάθει ο κόσμος, αν ορθά και δίκαια κρίθηκε, και όχι για λόγους εκδίκησης ή σκοπιμότητας. Τι θα μπορούσε να κάμει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ); Μίαν απλή, λιτή, διευκρινιστική ανακοίνωση, που θα ενημέρωνε υπεύθυνα ότι: «Το Α.Δ.Σ. δεν δικαιούται να δημοσιοποιεί τις αποφάσεις του, όταν αφορούν παύση ή μονιμοποίηση δικαστού. Τέτοια ενέργεια θα συνιστούσε και παραβίαση προσωπικών δεδομένων. Στο ενδιαφερόμενο άτομο έχει κοινοποιηθεί η απόφαση με το πλήρες σκεπτικό. Εναπόκειται στο ίδιο το άτομο να δημοσιοποιήσει ή όχι την απόφαση». Έχει σημασία αυτό να γίνει αμέσως, όχι κατόπιν εορτής, όπως συνέβη.

Μία τέτοια ανακοίνωση θα ξεκαθάριζε το θέμα, τουλάχιστον ως προς αυτήν τη συγκεκριμένη πτυχή. Το ΑΔΣ θα μπορούσε να κρίνει, αν στην ανακοίνωση θα μπορούσε να εξηγηθεί τι είναι θανατική ανάκριση, ότι σε αυτήν δεν υπάρχουν κατ’ αντιπαράθεση διάδικοι και ο δικαστής αποφασίζει στη βάση του υλικού που θέτει στη διάθεσή του η Αστυνομία. Επίσης ότι θανατικές ανακρίσεις ανατίθενται εδώ και χρόνια και σε υπό δοκιμασία δικαστές. Αν όλοι εμείς οι κοινοί θνητοί τα πληροφορούμασταν, εγκαίρως επαναλαμβάνω, από μία υπεύθυνη Αρχή, δεν θα διερωτόμαστε, πώς στο καλό ο αρμόδιος Δικαστής ανέθεσε σε μία άπειρη υφιστάμενή του, την ιδιαίτερα φορτισμένη υπόθεση Θανάση Νικολάου. 

Δημοσιογραφική Αγγελίδη: Παράδειγμα προς αποφυγήν

Στην περίπτωση της Εισαγγελίας, γίναμε μάρτυρες μιας σπασμωδικής, κακά οργανωμένης αντίδρασης, η οποία, αντί να διορθώσει τα πράγματα, τα έκαμε χειρότερα. Γιατί; Διότι, η Εισαγγελία, όπως και η Δικαστική Εξουσία, ενεργεί και αποφασίζει, χωρίς να θεωρεί αναγκαίο να εξηγεί, έστω γενικά, πώς καταλήγει στις αποφάσεις της, προτάσσοντας γενικά και αόριστα το «Δημόσιο Συμφέρον». Ενώ, λοιπόν, αυτή είναι η καθιερωμένη τακτική της, αισθανόμενη τη μεγάλη πίεση, κατάλαβε πως δεν μπορούσε να σιωπά άλλο. Και έφτασε στο άλλο άκρο. Με πρωταγωνιστή τον Σάββα Αγγελίδη, με τη γλώσσα του σώματός του να εμφανίζει άνθρωπο συναισθηματικά φορτισμένο, και με τον Γενικό Εισαγγελέα δίπλα του σε ρόλο κομπάρσου, διοργανώθηκε μία παράσταση ασυντόνιστη, χωρίς στρατηγική, χωρίς απλά, ξεκάθαρα διατυπωμένα μηνύματα, με ακαθόριστη διάρκεια και ασαφή ατζέντα. Είναι όλα αυτά, όσα συνιστούν μία κακή επικοινωνιακή τακτική, που με κανένα τρόπο δεν συμβάλλει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου.

Εν κατακλείδι, όσοι παραδοσιακά κάθονταν στην κερκίδα, απολαμβάνοντας την προστασία της απομόνωσης, είναι καιρός να αντιληφθούν ότι η τακτική αυτή ξεπεράστηκε από την ίδια τη ζωή. Η προσαρμογή στα νέα δεδομένα είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ. Η Δικαιοσύνη ας παραμείνει τυφλή. Λίγο φως μόνο χρειάζεται να δώσει στον Πολίτη!