Η παύση της δικαστού Ντόριας Βαρωσιώτου από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο της Κύπρου τον Ιούνιο του 2025, μετά την ολοκλήρωση της διετούς «δοκιμαστικής» της θητείας, έφερε στο προσκήνιο κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τη δικαστική ανεξαρτησία, την αμεροληψία και τη σχέση μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου. Η υπόθεση αυτή δεν αποτελεί απλώς μια εσωτερική διαδικασία, αλλά αγγίζει τον πυρήνα του κράτους δικαίου, αναδεικνύοντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Το παρόν άρθρο εξετάζει τις πολλαπλές πτυχές της υπόθεσης, αναλύοντας: (i) την υποχρέωση των ανώτατων εθνικών δικαστηρίων να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για ζητήματα ενωσιακού δικαίου, (ii) τις ουσιαστικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας που επιβάλλουν τον μόνιμο διορισμό και την παύση δικαστών μόνο μέσω αυστηρών πειθαρχικών ή ποινικών διαδικασιών, (iii) το ζήτημα της αμεροληψίας που προκύπτει από τη συμμετοχή δικαστών σε αποφάσεις που αφορούν προηγούμενες ενέργειές τους, και (iv) τη συγκριτική διάσταση του προβλήματος, με αναφορές σε παρόμοιες προκλήσεις σε άλλα κράτη μέλη, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία. Μέσα από αυτή την ανάλυση, το άρθρο υπογραμμίζει την ανάγκη για θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην Κύπρο, προκειμένου το δικαστικό της σύστημα να εναρμονιστεί πλήρως με τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα, διασφαλίζοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη.
I. Το χρονικό μιας θεσμικής κρίσης
Η υπόθεση της Ντόριας Βαρωσιώτου δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση, αλλά το αποκορύφωμα μιας σειράς γεγονότων που έφεραν στην επιφάνεια τις αδυναμίες του κυπριακού δικαστικού συστήματος. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου να μην μονιμοποιήσει την κ. Βαρωσιώτου, επικαλούμενο τη λήξη της «δοκιμαστικής» της περιόδου, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και έθεσε υπό αμφισβήτηση την ίδια την έννοια της δικαστικής ανεξαρτησίας στην Κύπρο. Η πρακτική των «δοκιμαστικών» ή «προσωρινών» διορισμών, σε συνδυασμό με την παύση χωρίς την τήρηση αυστηρών πειθαρχικών ή ποινικών διαδικασιών, εγείρει σοβαρά ερωτήματα συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο και τις διεθνείς εγγυήσεις για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
Η υπόθεση συνδέθηκε άμεσα με την εμπλοκή της κ. Βαρωσιώτου στην πολύκροτη υπόθεση του θανάτου του Θανάση Νικολάου, όπου η ίδια είχε εκδώσει απόφαση που αμφισβητούσε την αρχική εκδοχή της αστυνομίας περί αυτοκτονίας. Η χρονική σύμπτωση της παύσης της με την εμπλοκή της στην υπόθεση αυτή ενέτεινε τις ανησυχίες για πολιτικές παρεμβάσεις στο έργο της δικαιοσύνης. Η ίδια η κ. Βαρωσιώτου κατήγγειλε παρεμβάσεις στο έργο της, ενισχύοντας την αντίληψη ότι η παύση της δεν οφειλόταν σε υπηρεσιακή ανεπάρκεια, αλλά σε εξωγενείς πιέσεις.
Η κρίση αυτή δεν περιορίζεται στα στενά όρια της κυπριακής έννομης τάξης. Αγγίζει τον πυρήνα της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, καθώς η διασφάλιση της δικαστικής ανεξαρτησίας αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την ορθή λειτουργία του κράτους δικαίου και την αποτελεσματική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Η υπόθεση Βαρωσιώτου αποτελεί, συνεπώς, μια δοκιμασία για την Κύπρο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αναδεικνύοντας την ανάγκη για συνεχή επαγρύπνηση και θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα θωρακίζουν τη δικαιοσύνη από κάθε είδους παρεμβάσεις.
II. Το προδικαστικό ερώτημα και η υποχρέωση παραπομπής
Ένα από τα κεντρικά νομικά ζητήματα που αναδεικνύει η υπόθεση Βαρωσιώτου αφορά την υποχρέωση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου της Κύπρου να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο όρισε το θέμα προς εξέταση και έδωσε οδηγίες στον δικηγόρο του Δικαστικού Συμβουλίου να υποβάλει ένσταση, γεγονός που καταδεικνύει ότι η υπόθεση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Ο μηχανισμός των προδικαστικών αποφάσεων, που καθιερώνεται στο άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διαλόγου μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του ΔΕΕ, διασφαλίζοντας την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου σε ολόκληρη την Ένωση.
Ενώ τα κατώτερα δικαστήρια διαθέτουν διακριτική ευχέρεια ως προς την υποβολή ερωτήματος, τα δικαστήρια τελευταίου βαθμού, όπως το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, φέρουν σαφή υποχρέωση παραπομπής όταν ανακύπτει ένα νέο ή αμφισβητούμενο ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της ΕΕ. Η μόνη εξαίρεση στην υποχρέωση αυτή είναι η περίπτωση που η απάντηση στο ερώτημα είναι απολύτως προφανής και δεν αφήνει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία, κατά το δόγμα του acte clair, όπως διαμορφώθηκε στην υπόθεση CILFIT [1].
Στην περίπτωση της κ. Βαρωσιώτου, το κεντρικό νομικό ερώτημα αφορά τη συμβατότητα της πρακτικής των «προσωρινών διορισμών» και της παύσης χωρίς πειθαρχική διαδικασία με τις θεμελιώδεις αρχές του ενωσιακού δικαίου, ιδίως με το άρθρο 19, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Το ζήτημα αυτό δεν είναι ούτε απλό ούτε προφανές. Αντιθέτως, η νομολογία του ΔΕΕ, ιδίως στις υποθέσεις που αφορούν την Πολωνία και την Ουγγαρία, καταδεικνύει ότι η εκτίμηση της δικαστικής ανεξαρτησίας απαιτεί μια σύνθετη και πολυπαραγοντική ανάλυση [4, 5].
Η εκκρεμότητα της υπόθεσης ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δημιουργεί μια ευκαιρία για την Κύπρο να αποδείξει τον σεβασμό της στις ευρωπαϊκές αρχές και να υποβάλει το σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Μια τέτοια παραπομπή θα επέτρεπε στο ΔΕΕ να διευκρινίσει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών σχετικά με τη δικαστική ανεξαρτησία και θα συνέβαλε στην ενίσχυση του κράτους δικαίου σε ολόκληρη την Ένωση. Αντιθέτως, η αποφυγή της παραπομπής, χωρίς επαρκή και πειστική αιτιολογία που να θεμελιώνει την εφαρμογή του δόγματος acte clair, θα μπορούσε να θεωρηθεί παράβαση του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα.
III. Η δικαστική ανεξαρτησία στο Δίκαιο της ΕΕ και την ΕΣΔΑ: Μια αρχή υπό διαρκή αμφισβήτηση
Η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος και θεμελιώδη εγγύηση για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών. Τόσο το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κατοχυρώνουν την αρχή αυτή, θέτοντας αυστηρά πρότυπα για τα κράτη μέλη.
Στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τις αναγκαίες ένδικες διαδικασίες για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Στην εμβληματική απόφαση Associação Sindical dos Juízes Portugueses [4], το ΔΕΕ έκρινε ότι η αρχή της πραγματικής δικαστικής προστασίας προϋποθέτει την ανεξαρτησία των δικαστηρίων, η οποία με τη σειρά της απαιτεί οι δικαστές να προστατεύονται από εξωτερικές πιέσεις που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την κρίση τους.
Η νομολογία του ΔΕΕ έχει εξειδικεύσει περαιτέρω τις εγγυήσεις αυτές, ιδίως στο πλαίσιο των υποθέσεων που αφορούν την υπονόμευση του κράτους δικαίου στην Πολωνία. Στις αποφάσεις Commission v Poland (Independence of Supreme Court) [5] και Commission v Poland (Disciplinary Chamber) [6], το Δικαστήριο έκρινε ότι νομοθετικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν την αυθαίρετη παύση δικαστών ή τη μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησής τους, εκτός των θεσμοθετημένων πειθαρχικών διαδικασιών, παραβιάζουν την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας και της μονιμότητας των δικαστών. Το ΔΕΕ τόνισε ότι η μονιμότητα (irremovability) των δικαστών κατά τη διάρκεια της θητείας τους αποτελεί ουσιώδη εγγύηση της ανεξαρτησίας τους.
Αντίστοιχες εγγυήσεις προβλέπονται και στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει αναπτύξει μια πλούσια νομολογία σχετικά με τις προϋποθέσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας. Στην υπόθεση Baka v Hungary [7], το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η πρόωρη και αυθαίρετη παύση του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ουγγαρίας, λόγω των επικριτικών θέσεων που είχε εκφράσει για τις δικαστικές μεταρρυθμίσεις, παραβίασε όχι μόνο το δικαίωμά του σε πρόσβαση σε δικαστήριο (άρθρο 6), αλλά και την ελευθερία της έκφρασής του (άρθρο 10). Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι η απειλή της παύσης μπορεί να έχει «αποθαρρυντικό αποτέλεσμα» (chilling effect) στους δικαστές, αποθαρρύνοντάς τους από το να εκφράζουν κριτικές απόψεις.
Η Επιτροπή της Βενετίας, το συμβουλευτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης για συνταγματικά θέματα, έχει επίσης τονίσει επανειλημμένα ότι οι δοκιμαστικές περίοδοι για τους δικαστές υπονομεύουν την ανεξαρτησία τους, καθώς οι δικαστές μπορεί να αισθάνονται πίεση να αποφασίζουν με τρόπο που να ευνοεί τη μονιμοποίησή τους.
IV. Το ουσιαστικό κριτήριο παύσης και η αρχή της μονιμότητας
Η πρακτική του «δοκιμαστικού» διορισμού, όπως εφαρμόστηκε στην περίπτωση της κ. Βαρωσιώτου, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της μονιμότητας των δικαστών, η οποία αποτελεί θεμελιώδη εγγύηση της ανεξαρτησίας τους. Η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι ένας δικαστής, από τη στιγμή του διορισμού του, δεν μπορεί να παυθεί από τα καθήκοντά του παρά μόνο για σοβαρούς λόγους που προβλέπονται ρητά στον νόμο και κατόπιν αυστηρής διαδικασίας που διασφαλίζει τα δικαιώματα της υπεράσπισής του.
Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, η παύση ενός δικαστή επιτρέπεται μόνο σε δύο περιπτώσεις:
1. Μέσω πειθαρχικής διαδικασίας: Η διαδικασία αυτή πρέπει να διεξάγεται ενώπιον ενός ανεξάρτητου οργάνου (όπως ένα ανώτατο δικαστικό συμβούλιο με πλουραλιστική σύνθεση) και να βασίζεται σε προκαθορισμένους και σαφείς πειθαρχικούς κανόνες. Οι λόγοι της παύσης πρέπει να σχετίζονται με σοβαρή υπηρεσιακή ανεπάρκεια ή σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.
2. Μέσω ποινικής δίωξης: Η παύση μπορεί να επέλθει ως συνέπεια αμετάκλητης καταδίκης για σοβαρό ποινικό αδίκημα.
Η αυθαίρετη μη επικύρωση ενός «δοκιμαστικού» διορισμού, χωρίς την τήρηση καμίας από τις παραπάνω διαδικασίες, παραβιάζει κατάφωρα τις εγγυήσεις αυτές. Η λογική του «δοκιμαστικού» διορισμού θέτει τον δικαστή σε μια διαρκή κατάσταση αβεβαιότητας και τον καθιστά ευάλωτο σε πιέσεις, καθώς η μονιμοποίησή του εξαρτάται από την κρίση του οργάνου που τον διόρισε. Αυτό είναι ασυμβίβαστο με την ανάγκη οι δικαστές να αισθάνονται ελεύθεροι να αποφασίζουν με βάση τον νόμο και τη συνείδησή τους, χωρίς τον φόβο της απόλυσης.
Η Επιτροπή της Βενετίας έχει εκφράσει με σαφήνεια την αντίθεσή της στις δοκιμαστικές περιόδους για τους δικαστές, επισημαίνοντας ότι «μπορούν να υπονομεύσουν την ανεξαρτησία των δικαστών, καθώς μπορεί να αισθάνονται υπό πίεση να αποφασίζουν κατά τρόπο που θα ευνοήσει τη μονιμοποίησή τους». Η πρακτική αυτή δημιουργεί μια σχέση εξάρτησης του δικαστή από την εκτελεστική ή την ιεραρχικά ανώτερη δικαστική εξουσία, η οποία είναι ασύμβατη με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
V. Το ζήτημα της αμεροληψίας: Όταν οι κριτές κρίνουν τις πράξεις τους
Πέραν του ζητήματος της αυθαίρετης παύσης, η υπόθεση Βαρωσιώτου ανέδειξε και ένα εξίσου σοβαρό πρόβλημα που αφορά την αμεροληψία της δικαστικής σύνθεσης που έκρινε την υπόθεσή της. Ιδιαίτερη σημασία έχει η απόρριψη της αίτησης εξαίρεσης τριών δικαστών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι οποίοι είχαν προηγουμένως συμμετάσχει στο μεταβατικό Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο που είχε χαρακτηρίσει τον διορισμό της κ. Βαρωσιώτου ως «προσωρινό» για δύο έτη, παρόλο που ο νόμος δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο.
Η κ. Βαρωσιώτου υποστήριξε, εύλογα, ότι η συμμετοχή των ίδιων δικαστών στην κρίση της νομιμότητας μιας απόφασης στην οποία είχαν οι ίδιοι συμβάλει, δημιουργούσε μια αντικειμενική προκατάληψη. Το αίτημα εξαίρεσης, ωστόσο, απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι η νομοθεσία δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να συνεδριάζει με ελλιπή σύνθεση. Η αιτιολογία αυτή, όμως, δεν αίρει το πρόβλημα. Αντιθέτως, το επιτείνει, καθώς αποκαλύπτει ένα θεσμικό κενό: την απουσία ενός μηχανισμού αντικατάστασης δικαστών σε περιπτώσεις που υπάρχει εύλογη υπόνοια μεροληψίας.
Η αρχή της αμεροληψίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, έχει δύο διαστάσεις: την υποκειμενική και την αντικειμενική. Η υποκειμενική αμεροληψία αφορά τις προσωπικές πεποιθήσεις του δικαστή, ενώ η αντικειμενική αμεροληψία απαιτεί να μην υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την αμεροληψία του δικαστηρίου. Όπως έχει τονίσει το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Piersack v Belgium [8], «η δικαιοσύνη πρέπει όχι μόνο να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται».
Στην περίπτωση της κ. Βαρωσιώτου, η συμμετοχή των τριών δικαστών στη σύνθεση του Δικαστηρίου δημιουργούσε μια κατάσταση που, από αντικειμενική σκοπιά, μπορούσε να εγείρει εύλογες αμφιβολίες για την αμεροληψία του. Το γεγονός ότι οι ίδιοι δικαστές καλούνταν να κρίνουν τη νομιμότητα μιας δικής τους προηγούμενης απόφασης, δημιουργούσε μια σύγκρουση συμφερόντων που θα έπρεπε να είχε οδηγήσει στην εξαίρεσή τους. Η επίκληση του νομοθετικού κενού δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογία, καθώς το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη είναι θεμελιώδες και υπερισχύει των τυπικών διαδικαστικών κανόνων.
VI. Συγκριτική διάσταση: Η Κύπρος δεν είναι μόνη
Η κρίση του κράτους δικαίου που εκδηλώθηκε στην Κύπρο με την υπόθεση Βαρωσιώτου δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο. Αντιθέτως, εντάσσεται σε μια ευρύτερη τάση αμφισβήτησης της δικαστικής ανεξαρτησίας που παρατηρείται σε διάφορα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα την Πολωνία και την Ουγγαρία. Η ανάλυση των εξελίξεων στις χώρες αυτές μπορεί να προσφέρει πολύτιμα διδάγματα για την Κύπρο.
Στην Πολωνία, η κυβέρνηση προχώρησε σε μια σειρά από νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που έθεσαν υπό τον έλεγχό της το δικαστικό σώμα. Μεταξύ άλλων, μειώθηκε το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να διορίσει νέους, φιλικά προσκείμενους δικαστές. Δημιουργήθηκε επίσης ένα νέο Πειθαρχικό Τμήμα στο Ανώτατο Δικαστήριο, με ευρείες εξουσίες ελέγχου και επιβολής κυρώσεων σε δικαστές, το οποίο κρίθηκε από το ΔΕΕ ως μη ανεξάρτητο και αμερόληπτο [6]. Το ΔΕΕ, με μια σειρά από ιστορικές αποφάσεις, καταδίκασε τις μεταρρυθμίσεις αυτές ως αντίθετες στο ενωσιακό δίκαιο και επέβαλε στην Πολωνία βαριά οικονομικά πρόστιμα.
Στην Ουγγαρία, η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν έχει επίσης προχωρήσει σε βαθιές τομές στο δικαστικό σύστημα, αποσκοπώντας στον περιορισμό της ανεξαρτησίας του. Διορίστηκαν δικαστές με αμφιλεγόμενες διαδικασίες, ενώ ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου παύθηκε από τα καθήκοντά του λόγω των επικριτικών του θέσεων. Το ΕΔΔΑ, στην υπόθεση Baka v Hungary [7], καταδίκασε την Ουγγαρία για την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και της ελευθερίας της έκφρασης.
Τα παραδείγματα αυτά καταδεικνύουν ότι η υπονόμευση της δικαστικής ανεξαρτησίας ακολουθεί συχνά ένα παρόμοιο μοτίβο: αλλαγές στις διαδικασίες διορισμού και παύσης των δικαστών, δημιουργία πειθαρχικών μηχανισμών ελέγχου και περιθωριοποίηση των κριτικών φωνών. Η αντίδραση των ευρωπαϊκών οργάνων (ΔΕΕ, ΕΔΔΑ, Επιτροπή της Βενετίας) υπήρξε αποφασιστική, επιβεβαιώνοντας ότι η δικαστική ανεξαρτησία αποτελεί μια αδιαπραγμάτευτη αρχή της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Η Κύπρος, ως κράτος μέλος της ΕΕ, οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη τις εξελίξεις αυτές και να αποφύγει πρακτικές που έχουν ήδη κριθεί ως ασύμβατες με το κράτος δικαίου. Η υπόθεση Βαρωσιώτου αποτελεί μια προειδοποίηση ότι η ολίσθηση προς την υπονόμευση της δικαιοσύνης μπορεί να είναι σταδιακή, αλλά οι συνέπειές της είναι καταστροφικές για τη δημοκρατία και τα δικαιώματα των πολιτών.
VII. Συμπεράσματα και προτάσεις για μεταρρύθμιση
Η υπόθεση Βαρωσιώτου ανέδειξε με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις βαθιές θεσμικές παθογένειες που ταλανίζουν το κυπριακό δικαστικό σύστημα. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά μια συγκεκριμένη πραγματικότητα που διασφαλίζεται μέσα από σαφείς κανόνες και διαδικασίες. Η πρακτική των «προσωρινών» διορισμών, η αυθαίρετη παύση δικαστών και η έλλειψη μηχανισμών για τη διασφάλιση της αμεροληψίας υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη και εκθέτουν την Κύπρο διεθνώς.
Είναι επιτακτική ανάγκη η Κύπρος να προχωρήσει σε άμεσες και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να εναρμονίσει το δικαστικό της σύστημα με τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να κινηθούν στους ακόλουθους άξονες:
1. Κατάργηση των «προσωρινών» διορισμών: Η πρακτική των δοκιμαστικών περιόδων για τους δικαστές πρέπει να καταργηθεί οριστικά. Οι διορισμοί των δικαστών πρέπει να είναι μόνιμοι από την πρώτη ημέρα, ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά τους.
2. Θεσμοθέτηση αυστηρών κανόνων παύσης: Η παύση ενός δικαστή πρέπει να επιτρέπεται μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους και κατόπιν αυστηρής πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον ανεξάρτητου οργάνου, με πλήρη σεβασμό στα δικαιώματα της υπεράσπισης.
3. Ενίσχυση της αμεροληψίας: Πρέπει να θεσμοθετηθεί ένας σαφής και αποτελεσματικός μηχανισμός για την εξαίρεση και αντικατάσταση δικαστών σε περιπτώσεις που υπάρχει εύλογη υπόνοια μεροληψίας. Η σύνθεση των δικαστικών συμβουλίων πρέπει να είναι πλουραλιστική, ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων.
4. Σεβασμός στην υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής: Τα ανώτατα δικαστήρια της Κύπρου πρέπει να σέβονται την υποχρέωσή τους να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ για ζητήματα ενωσιακού δικαίου. Η συνεργασία με το ΔΕΕ δεν αποτελεί ένδειξη αδυναμίας, αλλά απόδειξη σεβασμού στο κράτος δικαίου.
Η υπόθεση Βαρωσιώτου δεν πρέπει να μείνει ως μια μελανή σελίδα στην ιστορία της κυπριακής δικαιοσύνης. Πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία για μια βαθιά και ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα θωρακίσει τη δικαιοσύνη και θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτήν. Η Κύπρος, ως μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, έχει την υποχρέωση να διασφαλίσει ότι το δικαστικό της σύστημα ανταποκρίνεται στα υψηλότερα πρότυπα ανεξαρτησίας, ακεραιότητας και αποτελεσματικότητας. Το μέλλον της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στην Κύπρο εξαρτάται από αυτό.
* Δικηγόρος & Νομικός Σύμβουλος Γ.Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Υποσημειώσεις
[1] CILFIT v Ministry of Health (Case 283/81) [1982] ECR 3415.
[2] Ferreira da Silva e Brito and Others v Portugal (Case C-160/14) EU:C:2015:565.
[3] Francovich v Italian Republic (Joined Cases C-6/90 and C-9/90) [1991] ECR I-5357.
[4] Associação Sindical dos Juízes Portugueses v Tribunal de Contas (Case C-64/16) EU:C:2018:117.
[5] Commission v Poland (Independence of the Supreme Court) (Case C-619/18) EU:C:2019:531.
[6] Commission v Poland (Disciplinary regime for judges) (Case C-791/19) EU:C:2021:596.
[7] Baka v Hungary App no 20261/12 (ECtHR, 23 June 2016).
[8] Piersack v Belgium App no 8692/79 (ECtHR, 1 October 1982).