Ο Νικόλαος Καταλάνος (1855[;]-1933) γεννήθηκε στο χωριό Νομιτσί του Δήμου Λεύκτρων (σήμερα Δυτικής Μάνης), στην επαρχία Οιτύλου. Έπειτα από σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ήρθε στην Κύπρο το 1893 για να εργαστεί ως καθηγητής φυσικο-μαθηματικών στο Γυμνάσιο Λευκωσίας (μετέπειτα γνωστό ως Παγκύπριο Γυμνάσιο), που λειτούργησε το συγκεκριμένο έτος ως μετεξέλιξη της ιδρυθείσας το 1812 Ελληνικής Σχολής. Από το 1896 επιδόθηκε στη δημοσιογραφία διευθύνοντας διάφορα έντυπα στην κυπριακή πρωτεύουσα για περίπου 25 χρόνια, μέχρι το 1921 όταν η βρετανική Διοίκηση τον απέλασε από το νησί εξαιτίας της εθνικής του δράσης. Ο ίδιος έφερε ως τίτλο τιμής το γεγονός ότι ήταν ο «πρώτος πολιτικός εξόριστος εκ Κύπρου», ιδιότητα που περιέλαβε στις προσωπικές του κάρτες.

Στη διάρκεια της τριακονταετούς περίπου παραμονής του στην Κύπρο, ο Καταλάνος είχε έντονη και πολυεπίπεδη δράση, εμπλεκόμενος ως πρωταγωνιστής σε όλα τα κομβικά ζητήματα που απασχόλησαν την κοινωνία του νησιού: το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (1900-1910), τον εθνικό διχασμό, τον κυπριακό εθελοντισμό στους εθνικούς αγώνες, τις ερανικές εκστρατείες. Περαιτέρω, με τη δράση του είχε καταλυτική συμβολή στη διαμόρφωση και εξέλιξη διάφορων τομέων και πρακτικών, όπως της δημοσιογραφίας, της λαϊκής επιμόρφωσης (κυρίως μέσω των αναγνωστηρίων και των δημόσιων διαλέξεων), της κίνησης ιδεών και των πολιτισμικών ζυμώσεων.

Η έντονη και συνεχής δράση του, οι παρεμβάσεις του σχετικά με τα πλείστα θέματα της επικαιρότητας, αλλά και ο συγκρουσιακός του χαρακτήρας, είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει έναν κύκλο πιστών φίλων και οπαδών (που εμφανίστηκαν ως συνεχιστές του μετά την απέλασή του), αλλά και άσπονδους εχθρούς. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι μετά την υποχρεωτική απομάκρυνσή του από την Κύπρο, πολλοί από τους παλαιούς πολεμίους του, αναγνωρίζοντας τις αγαθές του προθέσεις και την ανιδιοτελή του αγάπη για την τοπική κοινωνία, παραμέρισαν τις διαφορές τους και μερίμνησαν για τη διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης του απελαθέντος Μανιάτη, που έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αθήνα σε συνθήκες ανέχειας.

Απτή απόδειξη της αναγνώρισης της προσφοράς και της εκτίμησης προς το πρόσωπο του Καταλάνου ήταν η ανέγερση της προτομής του και η τοποθέτησή της σε κεντρικό σημείο της Λευκωσίας. Η ιδέα είχε εκφραστεί λίγες μέρες μετά τον θάνατό του, όταν με πρωτοβουλία του νομικού και πολιτευτή Δημοσθένη Σεβέρη εγκαινιάστηκε σχετική ερανική προσπάθεια. Το εγχείρημα διακόπηκε κατόπιν παρέμβασης του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ’, ο οποίος αποφάσισε να σχηματίσει παγκύπρια επιτροπή για τη συλλογή χρημάτων. Τα επόμενα χρόνια, ο Τύπος και προσωπικότητες του νησιού επανέφεραν το ζήτημα στην επικαιρότητα, μέχρι που τελικά το 1959 παραχωρήθηκε άδεια από τον Δήμο Λευκωσίας για τοποθέτηση της προτομής στη δυτική πλευρά της πλατείας Μεταξά (σήμερα πλατείας Ελευθερίας). Τα αποκαλυπτήρια του έργου που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Ιωάννης Νοταράς τελέστηκαν από τον πρώτο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄, την 25η Σεπτεμβρίου 1960 και ήταν, βάσει των διαθέσιμων πηγών, τα πρώτα αποκαλυπτήρια προτομής με τη συμμετοχή της ανώτατης πολιτικής ηγεσίας του νέου κράτους. Η εκδήλωση έγινε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα, στην παρουσία υπουργών, βουλευτών, στρατιωτικών και του Έλληνα Πρέσβη.

Η ανέγερση της προτομής θεωρήθηκε ως εκπλήρωση χρέους προς τον Μανιάτη εθνεγέρτη, που αφιέρωσε τη ζωή του στους εθνικούς αγώνες, καθώς και στην ευημερία και πρόοδο της κυπριακής κοινωνίας. Ένας εκ των επιφανών μαθητών του, ο ιατρός Νικόλαος Γ. Ιακωβίδης, σχολίαζε κατά την τελετή: «Ο Καταλάνος επέστρεψε στην Κύπρο! Ευρίσκεται πάλιν μαζί μας διδάσκων και παιδαγωγών ημάς, διά της παρουσίας του εις τον δρόμον του εθνικού καθήκοντος και της ελληνικής αρετής!». Πληροφορίες για μετακίνηση της προτομής στα τέλη της δεκαετίας του 1960 προκειμένου να διεξαχθούν έργα στην πλατεία προκάλεσαν αντιδράσεις και (σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο) παρέμβαση του Προέδρου Μακαρίου. Η προτομή παρέμεινε τελικά στον συγκεκριμένο χώρο μέχρι την έναρξη των εργασιών για την ανάπλαση της πλατείας Ελευθερίας, πριν από μερικά χρόνια. Έκτοτε, ο Καταλάνος κατέστη πλάνης: αρχικά, για αρκετό καιρό, η τύχη της προτομής ήταν άγνωστη στο κοινό, ωστόσο στη συνέχεια τοποθετήθηκε στον παρακείμενο χώρο του παλαιού Δημαρχείου. Σε συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας της 21ης Ιουλίου 2022 αποφασίστηκε ο δανεισμός της προτομής στην Ανόρθωση Αμμοχώστου προκειμένου να τοποθετηθεί στο Αθλητικό Κέντρο «Αντώνης Παπαδόπουλος», με χρονικό πλαίσιο επιστροφής την 4η Ιουλίου 2027. Ο Καταλάνος συνδεόταν με το σωματείο, το οποίο ιδρύθηκε στο πρότυπο της «Αγάπης του Λαού», του αναγνωστηρίου της Λευκωσίας του οποίου προήδρευε ο Μανιάτης για πολλά χρόνια. Στην ιδρυτική διάσκεψη της Ανορθώσεως αποφασίστηκε η εκλογή του Καταλάνου ως πρώτου επίτιμου Προέδρου του σωματείου, με το οποίο διατήρησε επικοινωνία και στη διάρκεια της εξορίας του.

Η επέτειος των 65 ετών από τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Καταλάνου, ο οποίος για δεκαετίες μετά τον θάνατό του παρέμενε σημείο αναφοράς για τον εθνικό αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου, παρέχει την ευκαιρία να θυμηθούμε το έργο ενός ατόμου που αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην ευόδωση του εθνικού στόχου, αγάπησε το νησί ολόψυχα και μόχθησε για την πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη του πληθυσμού (και ειδικότερα της κυπριακής πρωτεύουσας), για τον οποίο μεριμνούσε μέχρι τον θάνατό του όπως καταδεικνύει η επιλογή του να κληροδοτήσει τις οικονομίες του υπέρ των μαθητικών συσσιτίων της Λευκωσίας. Η επέτειος αποτελεί, επίσης, ευκαιρία υπόμνησης του χρέους μας ως κοινωνίας και ως πολιτείας: χρέους μνήμης των εθνικών αγώνων και τιμής των πρωταγωνιστών και εμπνευστών τους. Στο πλαίσιο αυτό, και στη βάση της συμβολικής/σημειολογικής λειτουργίας που επιτελούν τα μνημεία, επιβάλλεται η επανατοποθέτηση της προτομής στην περιοχή της αρχικής της εγκατάστασης. Επισημαίνεται επιπλέον ότι, σχεδόν έναν αιώνα μετά τον θάνατο του «αληθινού αποστόλου εθνικής αγωγής και κοινωνικής προόδου» (όπως τον χαρακτήρισε ο ποιητής και εξέχουσα μορφή της κυπριακής Αριστεράς, Τεύκρος Ανθίας, με αφορμή τα αποκαλυπτήρια της προτομής), θα αποτελούσε σημαντική πρωτοβουλία εκ μέρους της κυπριακής Κυβέρνησης η τοποθέτηση αναμνηστικής πλάκας, είτε στη γενέτειρά του – Νομιτσί, είτε στην Αθήνα – στην περιοχή της πλατείας Δεξαμενής όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του· μιας πλάκας ως σημείου των διαχρονικών δεσμών του κυπριακού και του μητροπολιτικού Ελληνισμού, καθώς και ως συλλογικής υπενθύμισης της αμφίδρομης σχέσης προσφοράς Ελλάδας-Κύπρου.

*Δρ Ιστορίας (Πανεπιστήμιο Κύπρου)