«Δικαίωμα και όχι επιβράβευση είναι για τους Παλαιστίνιους η κρατική υπόσταση», δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες. Η πρόσφατη αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους από χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία αποτελεί μια ιστορική στιγμή και βαθιά δικαίωση για τον λαό της Παλαιστίνης. Αν και η αναγνώριση αυτή ήρθε με μεγάλη καθυστέρηση, δεν παύει να αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στην πορεία του παλαιστινιακού αγώνα για ανεξαρτησία, ελευθερία και δικαιοσύνη. Για πολλές δεκαετίες, ο παλαιστινιακός λαός έδωσε αγώνες, πλήρωσε βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές και υπέστη αλλεπάλληλες καταπατήσεις των δικαιωμάτων του. Το αίμα, τελικά, νικά το σπαθί και αυτό δεν είναι πια σύνθημα. Είναι μια πραγματικότητα που αναγνωρίζεται πλέον από τη διεθνή κοινότητα.
Η πορεία προς αυτή τη στιγμή ήταν μακρά και επίπονη. Χρειάστηκαν πάνω από 65.000 θύματα μόνο τους τελευταίους 23 μήνες και αμέτρητα ακόμη από το 1948 μέχρι σήμερα για να ευαισθητοποιηθούν οι κυβερνήσεις και να ξεκινήσει μια διαδικασία διπλωματικής και πολιτικής αποκατάστασης του παλαιστινιακού λαού. Είναι τραγικό να πρέπει να φτάσουμε σε τέτοια επίπεδα ανθρωπιστικής καταστροφής ώστε να αφυπνιστούν οι συνειδήσεις.
Η Βρετανία, ειδικότερα, προχώρησε σε αυτή την αναγνώριση 108 χρόνια μετά τη διακήρυξη Μπάλφουρ, ένα έγγραφο που άλλαξε τη μοίρα της Παλαιστίνης. Με τη διακήρυξη αυτή, παραχωρήθηκε παλαιστινιακή γη σε πληθυσμούς διωγμένους από την Ευρώπη, υπό τη λογική ότι “παραχωρούμε γη χωρίς λαό σε λαό χωρίς γη”. Ωστόσο, αυτή η λογική αγνοούσε πλήρως την ύπαρξη του παλαιστινιακού λαού, ο οποίος αποτελούσε την πλειοψηφία του πληθυσμού στη γη αυτή.
Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, το 1917 τη χρονιά της διακήρυξης Μπάλφουρ, η Παλαιστίνη είχε περίπου 700.000 κατοίκους, εκ των οποίων σχεδόν το 90% ήταν Άραβες Παλαιστίνιοι (μουσουλμάνοι και χριστιανοί), ενώ οι Εβραίοι κάτοικοι δεν ξεπερνούσαν τις 60.000, δηλαδή λιγότερο από το 10%. Η ιδέα ότι η Παλαιστίνη ήταν “γη χωρίς λαό” ήταν, απλούστατα, ψευδής.
Πριν από τη διακήρυξη Μπάλφουρ είχε προηγηθεί η μυστική συμφωνία Sykes-Picot (1916), μέσω της οποίας οι τότε μεγάλες δυνάμεις Βρετανία και Γαλλία μοίρασαν μεταξύ τους τα εδάφη της υπό κατάρρευση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Κύπρος, επίσης, πέρασε στα χέρια των Βρετανών το 1914, μέχρι το 1960.
Το 1947, η απόφαση του ΟΗΕ για τη διαίρεση της Παλαιστίνης προέβλεπε την παραχώρηση του 55% της επικράτειας στους Εβραίους και το 45% στους Παλαιστινίους. Η απόφαση αυτή θεωρήθηκε άδικη από τον παλαιστινιακό λαό, καθώς ακόμα και τότε οι Παλαιστίνιοι αποτελούσαν την πλειοψηφία: από τα περίπου 1.9 εκατομμύρια κατοίκους, οι 1.3 εκατομμύρια ήταν Παλαιστίνιοι, και μόλις 600.000 ήταν Εβραίοι, πολλοί από τους οποίους είχαν μεταναστεύσει μόλις τις τελευταίες δεκαετίες.
Μεταξύ 1917 και 1948, τα κύματα εβραϊκής μετανάστευσης αυξήθηκαν σημαντικά, κυρίως λόγω των διώξεων στην Ευρώπη. Την ίδια περίοδο, αναπτύχθηκαν και ένοπλες σιωνιστικές οργανώσεις, πολλές από τις οποίες επιδόθηκαν σε τρομοκρατικές ενέργειες, μεταξύ άλλων και κατά Βρετανών στρατιωτών και αξιωματούχων. Ονόματα όπως η Γκόλντα Μέιρ, ο Μεναχέμ Μπέγκιν και ο Γιτζάκ Σαμίρ, που αργότερα έγιναν πρωθυπουργοί του Ισραήλ, ήταν τότε ηγετικά στελέχη αυτών των οργανώσεων.
Αξίζει να θυμηθούμε την εκτέλεση του Σουηδού απεσταλμένου του ΟΗΕ για θέματα προσφύγων μετά την Nakba, Φόλκε Μπερναντότ το 1948 από τον Πρωθυπουργό Σαμίρ, καθώς και την πολύνεκρη ανατίναξη του ξενοδοχείου King David στα Ιεροσόλυμα, όπου σκοτώθηκαν δεκάδες Βρετανοί και Παλαιστίνιοι.
Σήμερα, η αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους από πολλές χώρες του κόσμου, ανάμεσά τους και τέσσερα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, δημιουργεί νέες υποχρεώσεις. Οι χώρες που προχώρησαν σε αυτή την αναγνώριση δεν μπορούν πλέον να μιλούν για “αμφισβητούμενα εδάφη”. Το παλαιστινιακό κράτος, με βάση τα σύνορα του 1967, δηλαδή η Δυτική Όχθη, η Λωρίδα της Γάζας και η Ανατολική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα, είναι ένα αναγνωρισμένο κράτος. Η στρατιωτική παρουσία και οι εποικισμοί του Ισραήλ σε αυτά τα εδάφη είναι παράνομοι.
Η πραγματικότητα στο έδαφος είναι ασφυκτική για τους Παλαιστινίους. Στη Δυτική Όχθη υπάρχουν περίπου 950 σημεία ελέγχου, που περιορίζουν δραστικά την ελεύθερη κυκλοφορία, ακόμη και για πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες. Παράλληλα, οι παράνομοι Ισραηλινοί έποικοι ξεπερνούν τους 900.000 και αυξάνονται ραγδαία, διαμορφώνοντας ένα καθεστώς απαρτχάιντ, όπου δύο πληθυσμοί ζουν στην ίδια γη με εντελώς άνισα δικαιώματα.
Αυτή η πολιτική δεν είναι τυχαία. Εντάσσεται στο πλαίσιο του «οράματος του Μεγάλου Ισραήλ», μιας επεκτατικής ιδεολογίας που επιδιώκει τη μονιμοποίηση της κατοχής και την εδαφική διεύρυνση σε βάρος γειτονικών χωρών όπως η Συρία, ο Λίβανος, η Ιορδανία, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. Μια ιδέα που σήμερα εκπροσωπείται ανοιχτά από κυβερνητικούς αξιωματούχους, με σοβαρές επιπτώσεις για τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής.
Στη Γάζα, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Περίπου το 75% του πληθυσμού είναι ήδη πρόσφυγες ή απόγονοι προσφύγων του 1948 και του 1967. Πολλοί από αυτούς είναι ξανά εκτοπισμένοι, εγκλωβισμένοι σε πρόχειρους καταυλισμούς, χωρίς βασικές υποδομές και μέσα επιβίωσης, σε μια γη που έχει σχεδόν ισοπεδωθεί.
Η διεθνής κοινότητα δεν πρέπει να μείνει σε διπλωματικές δηλώσεις και λεκτικές καταδίκες. Είναι η ώρα να περάσει σε ουσιαστικές ενέργειες, σε κυρώσεις και πραγματικές πιέσεις προς το Ισραήλ ώστε να συμμορφωθεί με το διεθνές δίκαιο. Η αναγνώριση δεν είναι απλώς ένα διπλωματικό γεγονός, είναι μια πολιτική και ηθική στάση με συνέπειες.
Αυτή τη στιγμή, η απόλυτη προτεραιότητα είναι η άμεση παύση της γενοκτονίας και η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Παράλληλα, πρέπει να προχωρήσει η ανοικοδόμηση της Γάζας, να σταματήσουν οι επιθέσεις των εποίκων στη Δυτική Όχθη και να διασφαλιστεί η ομαλή διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών από την Παλαιστινιακή Αρχή. Η ειρήνη, η ασφάλεια και η σταθερότητα στην περιοχή δεν θα έρθουν παρά μόνο μέσα από τον τερματισμό της κατοχής.
Τώρα που το Ισραήλ έχει χάσει το υποτιθέμενο ηθικό του πλεονέκτημα, βρίσκεται σε διεθνή απομόνωση, με τον Πρωθυπουργό του να αντιμετωπίζει κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου και την Παλαιστίνη να κερδίζει συνεχώς διπλωματικό κύρος, αναγνωρισμένη πλέον από περισσότερες από 160 χώρες. Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, οι συντονισμένες διεθνείς πιέσεις προς το κατοχικό κράτος του Ισραήλ μέσω κυρώσεων και αποκλεισμών από καλλιτεχνικές, αθλητικές και ακαδημαϊκές εκδηλώσεις μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά. Αυτές οι πιέσεις ενδέχεται να οδηγήσουν το Ισραήλ σε αναθεώρηση της στάσης του, περιορίζοντας την αλαζονεία και την επιθετικότητά του, και να το υποχρεώσουν τελικά να συμμορφωθεί με το Διεθνές Δίκαιο και τις αρχές της δικαιοσύνης.
Η Παλαιστίνη ήταν, είναι και θα παραμείνει υπόθεση της διεθνούς συνείδησης. Και σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι λαοί ξέρουν τον δρόμο τους.
*Πρέσβης του Κράτους της Παλαιστίνης στην Κυπριακή Δημοκρατία.